Η μνήμη των αλησμόνητων πατρίδων φέρνει πάντα στο νου έναν ακόμα αδικημένο της τέχνης και του πολιτισμού. Κι είναι ν’ απορείς βλέποντας παντού να αξιοποιούν κάθε καλλιτεχνικό τους προνόμιο, ακόμα κι ένας λίθος να είναι, κι εδώ στο Ρέθυμνο να παραμένει εντελώς ξεχασμένος ο ισάξιος του Θεόφιλου, ο δικός μας λαϊκός ζωγράφος Δημήτρης Τεργιακής ο περίφημος «Μούρμουρας».
Και το χειρότερο είναι ότι κάποτε που προσπαθήσαμε να θυμίσουμε τις υποχρεώσεις μας, στη μνήμη του καλλιτέχνη, κάποιος ανώνυμος, βρέθηκε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα εγκαλώντας μάλιστα την πρόθεσή μας σαν μια διάθεση να παρουσιάσουμε τον Τεργιακή… «Ρέμπραντ» για να αποκτήσουν αξία τα έργα του!!!!Αν είναι δυνατόν…
Για τον ξεχασμένο καλλιτέχνη σπάνια γίνεται αναφορά. Κι όμως πάντα έχεις κάτι να θυμηθείς όταν ασχολείσαι με τη ζωή και το έργο του.
Ο Δημήτρης Τεργιακής ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος, θύμα κι αυτός της θύελλας του 22 που ξερίζωσε τόσους Έλληνες από την ευλογημένη του γη.
Αξίζει να ξεφυλλίσουμε για μια ακόμα φορά το συναξάρι του.
Από τον Παράδεισο στην Κόλαση
Ο «Μούρμουρας» γεννήθηκε στις Φώκαιες της Μ. Ασίας.
Αγράμματος βοσκός ο πατέρας του, από τη Μάνη η μητέρα του το γένος Ανδρέα Μούρμουρα. Ένα επώνυμο που θα χρειαζόταν αργότερα.
Κι όμως πανάξια εκείνη, δουλευτής ο πατέρας ζούσαν με άνεση.
Ένας ευυπόληπτος άνθρωπος
Από τα συμφραζόμενα στο ημερολόγιο του Μούρμουρα που μου έκανε την τιμή να μου εμπιστευθεί ο γιος του, φαίνεται πως και ο πατέρας του, αν και χωρίς μόρφωση, έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Απόδειξη ότι ο Τούρκος που τον είχε παραγιό, εκτιμώντας για την εντιμότητά του, όταν εξήγησε ότι φεύγει για να παντρευτεί τον προίκισε κιόλας με ζώα αλλά του έδωσε και μετρητά όταν κατέβηκε να τον αποχαιρετήσει. Κάτι που δεν συνήθιζαν οι Τούρκοι αν δεν είχε γράψει ιστορία κοντά τους ο Χριστιανός. Και ο πατέρας του Δημήτρη άξιζε κάθε εμπιστοσύνης και τιμής.
Φαίνεται από τον τρόπο που τον περιγράφει ο γιος του να διαπραγματεύεται και να προγραμματίζει τη ζωή του με νοικοκυροσύνη και φρόνηση. Ξέρει να κάνει κουμάντο. Κι αν δεν τύχαινε η συμφορά σίγουρα θα γινόταν κάποτε μεγάλος νοικοκύρης.
Στο νέο σπίτι που βρέθηκε γαμπρός έγινε δεκτός με τιμές. Κι αυτός για να αποδείξει ότι την αξία του βάλθηκε να κάνει περιουσία με τη «μαγιά» που είχε από τον Τούρκο εργοδότη του. Ήταν κι έξυπνος. Κατάφερε να κάνει μια καλή αγορά σε μια τοποθεσία που ονομαζόταν Ασύρα, τέσσερις ώρες απόσταση από τις Νέες Φώκιες.
Αφού τακτοποιήθηκε πήγε στο πατρικό της γυναίκας του και την πήρε για να εγκατασταθούν στο νέο τους σπιτικό. Εκείνη ήταν μόνο 14 χρόνων. Περνούσαν ονειρεμένη ζωή μακριά από τον κόσμο, με μια αξιόλογη κτηματική περιουσία να τους περιβάλλει μέσα στη φύση. Έμοιαζαν χαμένοι στον δικό τους παράδεισο, που μεγάλωναν κάτω από ιδανικές συνθήκες τα παιδιά τους. Η ευτυχία τους όμως δεν κράτησε για πολύ.
Τα πρώτα σύννεφα
Μέχρι που άρχισαν τα πρώτα επεισόδια σε βάρος των Χριστιανών προάγγελος της συμφοράς που θα ακολουθούσε. Ξεκινούσε ο πρώτος διωγμός και η Ρωμιοσύνη ζούσε έναν εφιάλτη.
Ο πατέρας Τεργιακής άρχισε να ανησυχεί για την οικογένειά του. Μάθαινε για άλλους Χριστιανούς που αναγκάζονταν να ξεριζωθούν ίσα ίσα για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Ούτε σκέψη ότι θα έπαιρναν και κάτι από την περιουσία τους για να ξεκινήσουν νέα σελίδα σε πιο ασφαλές μέρος. Να σωθούν από το μαχαίρι του Τούρκου. Αυτή ήταν και η μοναδική τους επιθυμία.
Όταν τα σύννεφα της αβεβαιότητας πύκνωσαν κι οι πληροφορίες σκόρπιζαν πανικό αποφάσισε να δει τι θα κάνει. Δεν πρόλαβε να σκεφτεί κάτι σίγουρο για τον ίδιο και τους ανθρώπους του.
Σύντομα αναγκάστηκε να πάρει την οικογένεια και να καταφύγει στο σπίτι ενός κουμπάρου που φιλοξενούσε ήδη και άλλους στην ίδια κατάσταση με τον Τεργιακή.
Ο μικρός Δημήτρης βίωνε έντονα το φόβο αλλά έπαιρνε θάρρος από την απόφαση όσων βρίσκονταν στο σπίτι να μη παραδοθούν στους Τούρκους. Αυτή η γενναιότητα άφησε ανεξίτηλα σημάδια στη μνήμη του παιδιού.
Για ένα διάστημα το γερό φόρτωμα από λίρες που πήραν οι πρώτοι εισβολείς, από τον πανικόβλητο ιδιοκτήτη του σπιτιού εξασφάλισε κάποια ηρεμία.
Ανέκαθεν ο παράς έλυνε προβλήματα. Αρκεί να περίσσευε. Λίγο κράτησε όμως και η ελπίδα ότι οι αντάρτες που χρυσοπληρώθηκαν θα κρατούσαν τη μπέσα.
Οι μέρες άρχισαν να γίνονται εφιαλτικές ιδιαίτερα όταν οι Τούρκοι μεθούσαν. Έπρεπε να βρεθεί λύση. Για να μην μακρηγορούμε, αν και το ημερολόγιο έχει πολλές γλαφυρές περιγραφές, ο Δημήτρης βρέθηκε με τη μάνα και τ’ αδέλφια του ανάμεσα σε 10.000 αλλοπαρμένο κόσμο που γύρευε διέξοδο να σωθεί μέσα σε καπνούς και ατμόσφαιρα χαλασμού.
Στα χέρια των Τούρκων
Ο πατέρας που έλειπε σε δουλειές, όταν δεν βρήκε την οικογένειά του επιστρέφοντας άρχισε να ψάχνει. Όταν απελπίστηκε να τους αναζητά σε φιλικά σπίτια και συγγενικά σκέφτηκε να γυρίσει στο σπίτι με την ελπίδα ότι θα είχαν επιστρέψει εκεί.
Αντί για τους αγαπημένους του όμως τον περίμεναν οι Τούρκοι, που άρχισαν να τον βασανίζουν με μαχαίρι θέλοντας να του δώσουν έναν αργό βασανιστικό θάνατο.
Αιμόφυρτος με αφόρητους πόνους ο άτυχος πατέρας είχε παραδοθεί στη μοίρα του. Μέχρι που τον λυπήθηκε ο Θεός και ήρθε βοήθεια από το πουθενά.
Με βαριά τραύματα τον πήραν κάποιοι γενναίοι από τα χέρια των δημίων του και τον μετέφεραν απέναντι στη Μυτιλήνη στο εκεί Νοσοκομείο.
Αναζητούσε αν και τραυματισμένος τη γυναίκα και τα παιδιά του μέσω των εφημερίδων και κατέφερε να τους βρει τελικά χάρις στη δασκάλα του Δημήτρη που βοηθούσε με αυτοθυσία τους πρόσφυγες.
Ο πατέρας αφού σιγουρεύτηκε ότι περνάνε υποφερτά χάρις σε κάποια χρήματα που είχε καταφέρει να διασώσει η μάνα, γύρισε στο νοσοκομείο γιατί οι δέκα μαχαιριές που είχε στο κορμί του απειλούσαν τη ζωή του αν δεν έμενε να νοσηλευτεί.
Η μάνα του Δημήτρη στάθηκε στα παιδιά της με αφοσίωση αλλά δύσκολοι καιροί, μεγάλη φτώχεια δεν άντεξε. Πέθανε από τις κακουχίες αφήνοντας τέσσερα μικρά παιδιά από τα οποία το ένα μόλις δύο χρόνων.
Στα χέρια της μητριάς
Ο πατέρας ξαναπαντρεύτηκε αλλά η μητριά, αν και δέχτηκε να διώξει τα δικά της παιδιά για να κάνει το χατίρι του ανδρός της, που δεν ήθελε άλλα παιδιά, δεν άργησε να βγάζει τα απωθημένα της στα ορφανά που πρόσεχε ο Δημήτρης. Φαινόταν όμως πως τον έκριναν και αυτό ανεπιθύμητο. Συχνά γινόταν άθελά του αιτία για καβγάδες ομηρικούς. Και ένα βράδυ μετά από ένα άγριο ξυλοφόρτωμα ο πατέρας του τον έδιωξε από το σπίτι.
Ο μικρός πεινούσε αλλά κυρίως φοβόταν. Αν και ανεπιθύμητος φρόντισε να κρυφτεί κάπου κοντά στο σπίτι. Ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα και ο Δημήτρης δεν άντεχε πια την πείνα. Πήρε το δρόμο για ένα αμπέλι όπου βρήκε φρούτα να ξεγελάσει το στομάχι του.
Η ανάγκη τον έπεισε να πάρει αποφάσεις και τη ζωή του στα χέρια του. Κατέφυγε στην πόλη και γύριζε να δει που θα ξεμείνει μόνος κι έρημος. Τη μέρα τα βόλευε νοιώθοντας κόσμο δίπλα του. Τις νύχτες που όλα ερήμωναν ο μικρός αναζητώντας εφημερίδες να στρώσει να πλαγιάσει έψαχνε και μόνιμες λύσεις για την επιβίωσή του.
Με χίλια παρακάλια κατάφερε έναν εργολάβο να τον πάρει στη δουλειά γιατί εκείνος δίσταζε. Πού να απασχολήσει ένα τόσο μικρό παιδί; Αποδείχτηκε όμως προκομμένος ο μικρός κι αφού με τα πρώτα μεροκάματα κατάφερε να ντυθεί σε τρεις βδομάδες άλλαξε και αφεντικό που του έδινε τα διπλάσια. Ολόκληρες τέσσερις δραχμές την ημέρα!
Εκεί που κανόνιζε μόνος την πορεία του στη ζωή ένιωσε επιτακτικό το κάλεσμα της θάλασσας. Ναι εκεί θα μπορούσε να προκόψει.
Μέσα σε λίγα χρόνια είχε μάθει να ράβει πανιά, να φτιάχνει τράτες, να αρματώνει δίχτυα. Κάθε δεκαπέντε πήγαινε σε μια θεία του που ανακάλυψε τυχαία. Και ποτέ με άδεια χέρια. Ο Δημήτρης είχε μάθει να πληρώνει ακριβά ακόμα και την ελάχιστη παραμονή κοντά σε συγγενείς. Η περηφάνια του δεν έκανε υποχωρήσεις.
Ένας σωστός άνθρωπος
Ο Δημήτρης Τεργιακής μπορεί να έζησε μαρτυρικά παιδικά χρόνια μέσα στη στέρηση και στην εκμετάλλευση. Να βίωσε μια απάνθρωπη σκληρότητα ακόμα κι από δικά του πρόσωπα. Κι όμως ποτέ δεν τον εγκατέλειψε το φιλότιμο, η μπέσα, η αξιοπρέπεια. Μοναδική του διέξοδος η ζωγραφική χωρίς καν να ξέρει την αξία των έργων του και της τεχνικής του.
Το Ρέθυμνο ήταν ο επόμενος σταθμός της ζωής του τη δεκαετία του ’30.
Στην πόλη αυτή βρήκε ζεστασιά και μια άξια σύντροφο που πέθανε, όμως, μόλις στα 34 χρόνια του αφήνοντας πίσω της 12 παιδιά. Από αυτά έζησαν τελικά δύο, όπως αναφέρει σε δημοσίευμά της η Αθηνά Πετρακάκη. Ο Γιάννης και ο Πέτρος.
Το «Μούρμουρας» πατρώνυμο της μητέρας αναγκάστηκε να το κρατήσει για πολιτικούς λόγους. Δεν πρόκειται για παρανόμι όπως θα πίστευαν μερικοί.
Για ένα κομμάτι ψωμί
Το Ρέθυμνο δεν ονομάστηκε τυχαία πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών. Είδαν οι Ρεθεμνιώτες και εκτίμησαν τη ζωγραφική του Μούρμουρα, όπως ήταν πιο γνωστός. Κι έτσι τού επέτρεπε και η καλλιτεχνία να βγάζει ένα μεροκάματο ακόμα και με επιγραφές.
Η τεχνική αυτή που απλωνόταν και στα φορτηγά αυτοκίνητα του εξασφάλισε μια οικονομική ανάσα.
Συνήθιζε να κάθεται έξω από το σπίτι του στη Σοχώρα και να ζωγραφίζει. Κι έπειτα μού διηγείται ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης, πεταγόταν να ρίξει το πεζόβολο που στα χέρια του γινόταν μαγικός. Κοιτάζανε τα παιδιά με θαυμασμό κι έμεινε η εικόνα του Μούρμουρα και με τη δεξιότητά του αυτή στη μνήμη τους.
«Αντί πινακίου φακής»
Ήταν ένας περίφημος λαϊκός ζωγράφος που δεν υστερούσε καθόλου από τον ξακουστό Θεόφιλο που είχε όμως καλύτερη τύχη στον τόπο του. Ο Δημήτρης πολλές φορές έδωσε έργα του αντί «πινακίου φακής». Πως θα τα έβγαζε πέρα; Αυτός ήθελε να ζει με τον ιδρώτα του. Δεν του άρεσε να γίνεται φόρτωμα κανενός. Μικρασιάτης μέχρι το κόκκαλο.
Γεμάτη εμπειρίες η ζωή του, ξέχειλη από πίκρα η ψυχή του και δεν χρειάστηκε ποτέ να δυσκολευτεί για να βρει θέμα να ζωγραφίσει. Οι καημοί της προσφυγιάς τον ενέπνεαν κυρίως. Κι αν δεις και σκηνές του Ρεθύμνου, εκείνα τα πλοία με τα περίεργα και ρυπογόνα φουγάρα δεσπόζουν στα έργα του.
Τα έργα του αυτά τα έβλεπε πάντα σαν μια διέξοδο και αρκετές φορές τα έβγαζε σε λαχειοφόρο αγορά.
Καταθέτει σχετικά ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Παρασκευάς, που έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το μικρασιατικό στοιχείο του Ρεθύμνου.
«Ο Μούρμουρας ήταν ένας απλός ήσυχος άνθρωπος, φτωχός και ταλαιπωρημένος που παρ’ όλα αυτά ζωγράφιζε σε υλικά ευτελή λόγω της πενίας του. Αν ήταν ο Θεόφιλος του Ρεθύμνου, νομίζω ναι από την άποψη του απλού λαϊκού ζωγράφου, ασπούδαχτου, που αποτύπωνε ότι τον συγκινούσε. έχω μερικά έργα του και δεν είναι άσχημα. Δεν αγόρασα τα έργα, είναι δώρα του ίδιου του ζωγράφου σε συγγενείς μου που τον βοήθησαν χωρίς ανταπόδοση. Η ιστορία θα δείξει ότι το έργο του δεν ήταν ευτελές, όπως αναφέρει κάποιος ανώνυμος σχολιάζοντας παλαιότερο αφιέρωμά σας».
Ένας πραγματικός καλλιτέχνης
Ανικανοποίητος όπως κάθε πραγματικός καλλιτέχνης αν δεν του άρεσε ένα έργο φρόντιζε να το ζωγραφίσει ξανά και μια και δυο φορές. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγινε περισσότερο εσωστρεφής. Ήθελε μόνο να ζωγραφίζει και τίποτα περισσότερο. Κι ήταν η μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής του όταν το ηλεκτρικό ρεύμα του επέτρεπε πια να ζωγραφίζει και τις νύχτες. Μέχρι το τέλος της ζωής του ζωγράφιζε. Πέθανε το 1983 από κίρρωση του ήπατος.
Από τους Ρεθεμνιώτες που εκτίμησαν ουσιαστικά τη δουλειά του Μούρμουρα ήταν ο γνωστός καλλιτέχνης και ιδρυτής του Κέντρου Τεχνών κ. Μανόλης Κουνδουράκης, ο πρώτος όμως που ανέλιξε το έργο του ήταν ο κ. Ζήνων Ζανέτος λυκειάρχης, σ. εκπαιδευτικός, ποιητής και θεατρολόγος. Επίσης είχε γίνει μια ακόμα έκθεση στο μακρινό παρελθόν από τοπικό φορέα.
Εκεί πριν από χρόνια είχαμε την ευκαιρία να δούμε συγκεντρωμένη τη δουλειά του λαϊκού ζωγράφου ότι έχει διασωθεί δηλαδή από την οικογένειά του κι από ιδιώτες.
Παράδειγμα ο κ. Μίνως Αλεφαντινός που δεν δίστασε να στείλει για συντήρηση στο Μουσείο Μπενάκη ένα συγκλονιστικό έργο του Μούρμουρα με προσφυγικό θέμα ακριβώς επειδή γνωρίζει να εκτιμήσει την αξία του.
Ο Δημήτρης Τεργιακής απόλαυσε από τα παιδιά του ό,τι τού στέρησε η ζωή από τα πρώτα του βήματα. Χόρτασε αγάπη, ενώ για το ψωμί του δούλεψε σκληρά. Αλλά πάντα με αξιοπρέπεια.
Κι έτσι τον θυμούνται όσοι τον γνώρισαν. Και τιμούν την μνήμη του ευχόμενοι κάποτε να αποκτήσει τη θέση που του αξίζει στο χώρο της τέχνης. Η πόλη μας των Γραμμάτων και Τεχνών θα κάνει άραγε κάτι για τη δικαίωση ενός τόσο αξιόλογου καλλιτέχνη;