Πέρασα ξανά προ ημερών από το σχολείο που πήγαινα παιδί. Και πέρα από τις αναμνήσεις όλων όσα, εκών ή άκων, έζησα στις αίθουσες και το προαύλιό του, η ψυχή μου γεμάτη νοσταλγία φτερούγισε, για μι’ ακόμη φορά, στον παππού μου, τον Παναγιώτη. Που αγαπούσε τα γράμματα. Και μολονότι τα πενιχρά μέσα της εποχής και της οικογένειάς του δεν τον άφησαν, όταν ήταν νέος, να ολοκληρώσει τις γυμνασιακές του σπουδές, αφιέρωνε πολύ από το χρόνο τα χρόνια που ήταν πια συνταξιούχος κι απόμαχος στο διάβασμα και στην κουβέντα με τα εγγόνια και τα παιδιά της γειτονιάς για τα -πάντοτε επίκαιρα- μηνύματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Έτσι, θυμάμαι, μας μάζευε λίγες μέρες μετά την έναρξη κάθε σχολικής χρονιάς. Όχι μονάχα για να μας δώσει χαρτζιλίκι και «καλή χέρα», προκειμένου για να ψωνίσουμε μολύβια και τετράδια. Ελάχιστα μας ένοιαζε αυτό, πιστέψτε με. Αλλά κυρίως για να μας συμβουλεύει και να μας νουθετεί, όχι με στείρα «κηρύγματα» αλλά με λόγια απλά που άγγιζαν όμως βαθιά τις παιδικές μας ψυχές, πώς να πειθαρχούμε στους δασκάλους μας και πώς να ψάχνουμε πίσω από τα σχολικά βιβλία να βρούμε το αληθινό νόημα της ζωής. Και ξαναφέρνω στο μυαλό μου ό,τι μας έλεγε, πόσα μυστικά κρύβει η Γεωγραφία, πόσο διδακτική είναι η Ιστορία, πόσο ωφέλιμες είναι η Ανάγνωση κι η Αριθμητική, πόσο χρήσιμα είναι τα Θρησκευτικά, μα -πάνω απ’ όλα- πόσο πραγματικά δημιουργικός και γόνιμος είναι ο πραγματικός, ο λεύτερος διάλογος μεταξύ δασκάλων και μαθητών.
Και όταν κάποιος από τα μικρά παιδιά, που τον περιτριγυρίζαμε, τον ρώτησε κάποτε γιατί προτίμησε ν’ ασχοληθεί σε τέτοια ηλικία με τους αρχαίους συγγραφείς και να μας τους διαβάζει, ο παππούς μου χαμογέλασε γλυκά, κοίταξε καλοσυνάτα το μικρό εγγονό του και -αντί γι’ άλλη απάντηση- μας διάβασε, σε δική του αυτοσχέδια μετάφραση, ένα απόσπασμα λόγων του Σωκράτη, που μας διέσωσαν τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντα: «Εγώ, λοιπόν, ο ίδιος, ω Αντιφών, καθώς ένας άλλος οποιοσδήποτε ευχαριστιέται ή για ένα τέλειο άλογο ή σκύλο ή πουλί, έτσι κι ακόμη περισσότερο ευχαριστιέμαι απ’ τους καλούς φίλους, κι αν έχω τίποτα καλό, τους το διδάσκω, και τους συστήνω και σ’ άλλους, απ’ τους οποίους νομίζω ότι αυτοί θα ωφεληθούν κάτι σε αρετή. Και τους θησαυρούς των παλιών σοφών αντρών, που εκείνοι γράψανε κι αφήσανε μέσα σε βιβλία, ξετυλίγοντας μαζί με τους φίλους μου τους περνάω, κι όταν βλέπουμε κάτι καλό το διαλέγουμε…».
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.