Του ΜΠΟΤΟΝΗ Γ. ΜΠΟΤΟΝΑΚΗ*
Σε κάθε μορφή τέχνης η μεγαλύτερη πρόκληση για τον καλλιτέχνη/δημιουργό είναι η υπέρβαση από την τεχνική στην υπερσυνείδητη εκφραστικότητα. Στην πραγματικότητα η μετάβαση αυτή προϋποθέτει την αποδόμηση του μέσου και την απελευθέρωση του καλλιτέχνη από τους περιορισμούς που επιβάλλει η τεχνική. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι καλλιτέχνες, ασυνείδητα, παραμένουν εγκλωβισμένοι στο μέσο και την τεχνική, λειτουργώντας ως απλοί εκτελεστές/διεκπεραιωτές. Στην παγκόσμια ιστορία της τέχνης εκείνοι οι οποίοι δημιούργησαν νέες σχολές και νέες τάσεις, χωρίς απαραίτητα να γίνονται και κατανοητοί και παράλληλα αποδεκτοί στην εποχή τους, σε κάθε είδος τέχνης, ήταν οι καλλιτέχνες που κατάφεραν να αποκολληθούν από τους παραπάνω περιορισμούς και να μεταβούν στην πλήρως απελευθερωμένη δημιουργική έκφραση.
Η Κρητική Ενόργανη Μουσική, αν και οφείλει να υπόκειται στους ίδιους θεμελιώδεις κανόνες εξέλιξης της τέχνης, εντούτοις παρουσιάζει μία απογοητευτική πορεία αλλοτρίωσης ακριβώς διότι δεν έχει αυτοσκοπό την τέχνη ως προϊόν συνειδητής αισθητικής αξίας αλλά αναλώνεται αποκλειστικά, και με ευτελή τρόπο, στον κοινωνικό της ρόλο. Σε αυτή την επικίνδυνη δεδομένη πραγματικότητα της παραδοσιακής μουσικής υπάρχει ένας Κρητικός ο οποίος δεν επέλεξε τη λύρα, αλλά η λύρα τον επέλεξε, για να υπηρετήσει, στην ολότητα του, τον Κρητικό Πολιτισμό, στις αρχέγονες βάσεις του, με μία ενσυνείδητη, καλλιτεχνική πνευματικότητα.
Ο Γιάννης Σωπασής, κατά κόσμον Βρουβογιάννης, αποτελεί την πεμπτουσία της κρητικής παραδοσιακής ενόργανης μουσικής, αφού στο έργο του επιτυγχάνεται απόλυτα η τεχνική αποδόμηση του οργάνου και της μουσικής φόρμας στα βασικά μελωδικά και αρμονικά συστατικά, στοιχείο απαραίτητο, προκειμένου η μουσική να λειτουργήσει ως δίοδος πνευματικής και συναισθηματικής λύτρωσης. Η καταγωγή του Βρουβογιάννη από τα ορεινά Λιβάδεια Ρεθύμνου, σμίλεψε τη μουσικότητά του με τα στοιχεία της πέτρας και του αέρα, προσδίδοντας ανυπόκριτη εκφραστικότητα και καλλιτεχνική ακεραιότητα σπάνιας αισθητικής αξίας.
Ο Βρουβογιάννης προσεγγίζει την κρητική μουσική, όχι με τον καθολικά καθιερωμένο φολκλορικό τρόπο, αλλά με μία εξαιρετική αντίληψη που βασίζεται σε μία διαλεκτική του μουσικού με τον λόγο και τον ήχο, η οποία μετατρέπεται σε ουσιαστικό φορέα βιώματος και συναισθήματος, για εκείνους που αξιοποιούν τη συνείδηση ως τη βασική προσλαμβάνουσα της ανθρώπινης έκφρασης και επικοινωνίας. Ως δημιουργός, ερμηνεύει τα δικά του τραγούδια με μοναδικό τρόπο, διότι δε λειτουργεί ως διεκπεραιωτής, δίνοντας κάθε φορά μία συναισθηματική μάχη προς τον εξαγνισμό με ένα τρόπο θρησκευτικού τελετουργικού, στο οποίο όταν το τραγούδι τελειώνει ο Βρουβογιάννης σταυρώνει αργά τη λύρα με το δοξάρι πάνω από το κεφάλι του, σηματοδοτώντας τη στιγμή της ανάστασης, δηλαδή της λύτρωσης. Ο μυστικισμός, ως ένα είδος υπερβατικής πνευματικότητας, στον τρόπο ερμηνείας του, είναι απόλυτα ευδιάκριτος, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τη θεματολογία του στίχου του, ο οποίος έχει πολλές φορές άμεση σχέση με την ορθόδοξη θρησκεία.
Ως, ένας αληθινός Κρητικός καλλιτέχνης, που κρατάει στα χέρια του τη λύρα με μεγαλοπρέπεια και σεβασμό, ανήκει στην κατηγορία των μουσικών με έντονο το στοιχείο της δωρικότητας. Τα τραγούδια του έχουν καλλιτεχνική βαρύτητα και απαιτούν από τον ακροατή πνευματική συνείδηση, διότι η ερμηνεία τους βασίζεται στη συναισθηματική αλληλεπίδραση. Ο Βρουβογιάννης, είναι ίσως ο μοναδικός παραδοσιακός καλλιτέχνης, που η εκτέλεση των τραγουδιών του έχει καθ’ ολοκληρία συναυλιακό χαρακτήρα, αφού η εσωτερικότητα της ερμηνείας του, απόλυτα άφθαρτη σε σχέση με την αντίστοιχη του σύγχρονου Κρητικού άτεχνου ψευτοδιασκεδαστή, εμπεριέχει τα στοιχεία της αρμονίας και της συνταύτισης του τραγουδιού με τον δημιουργό και τον ακροατή.
Ο Βρουβογιάννης δεν φλυαρεί με την ερμηνεία του. Χαρακτηριστικές είναι οι εισαγωγές των τραγουδιών του με τις ελάχιστες μακρόσυρτες νότες και τον έντονο συναισθηματισμό, πριν αυτός μορφοποιηθεί μέσα από τη μουσική και το στίχο. Στην πραγματικότητα οι εισαγωγές του λειτουργούν ως μία προσευχή, μία θρησκευτική επίκληση πριν ξεκινήσει το τραγούδι, το οποίο ως ένα μαρτύριο θα οδηγήσει στη σωτηρία. Οι εισαγωγές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κάθε τραγουδιού, διότι ο Βρουβογιάννης στην ερμηνεία του αντιμετωπίζει τα τραγούδια του ως ένα ενιαίο σύνολο και όχι ως επιμέρους ενότητες. Οι αρμονικές και το ηχόχρωμα της λύρας, που μετατρέπονται σε στοιχεία απόλυτης συναισθηματικής εκφραστικότητας, δεν είναι αποτέλεσμα τεχνικής κατάρτισης, η οποία είναι αδιαμφισβήτητη, αλλά της ανάγκης για λύτρωση μέσα από την απόλυτη ταύτιση με το έργο, ως προϊόν τέχνης. Η λύρα δεν χρησιμοποιείται από το Βρουβογιάννη ως συνοδευτικό όργανο αλλά λειτουργεί μουσικά και ερμηνευτικά ως απόλυτη προέκταση της ίδιας φωνής του και γι’ αυτό το λόγο έχει έντονα τα στοιχεία των αναπνοών ενός πνευστού οργάνου όσο αφορά τις μουσικές φράσεις, οι οποίες διαμορφώνουν τη δομή των τραγουδιών του.
Η μουσική ποιότητα, και ανωτερότητα, του Βρουβογιάννη δε περιορίζεται μόνο στη λύρα αλλά επιβεβαιώνεται από τη δομή των δικών του στίχων και της εκφορά τους. «Εν αρχή ην ο Λόγος» και στα τραγούδια του, ο λόγος δεν έχει βάση τη συμβατική μαντινάδα. Ο στίχος εκφέρεται με μοναδική ποιητική διάθεση, διότι η βάση της δημιουργίας είναι πρωτόγονα συναισθηματική και όχι εκλογικευμένη, ιδιοτελής σύνδεση λέξεων. Οι στίχοι του δεν αποτελούν απλά τετράστιχα αλλά διαμορφώνουν μία σύγχρονη παραδοσιακή κρητική ποίηση, η οποία μπορεί να υπάρξει αυτούσια, διότι η μουσικότητα είναι αναπόσπαστο συστατικό της. Μέσα στη μουσική του, οι στίχοι του Βρουβογιάννη αναπνέουν ελεύθερα και αποκτούν τη βαρύτητα που τους αρμόζει χωρίς να επιτρέπει στη μουσική, που τους συνοδεύει, να επιβληθεί. Ο Βρουβογιάννης σε όλα τα τραγούδια του, διατηρεί την απόλυτη ισορροπία του στίχου και της μουσικής, διότι αντιλαμβάνεται την αξία του λόγου ως άμεσο φορέα της ιστορίας και της κληρονομιάς.
Αναπόφευκτα θα πρέπει να γίνει αναφορά στη μοναδική φωνή του, διότι αν το Λιβαδιώτικο Αόρι και ο Ψηλορείτης είχαν φωνή, αυτή θα ήταν η φωνή του Βρουβογιάννη. Η μουσικότητα των στίχων και η απλότητα της λύρας ολοκληρώνονται με τη δύναμη και την καθαρότητα μίας φωνής που έρχεται από το παρελθόν και ξεπερνάει το παρόν. Ο πόνος, η χαρά, το πάθος, η αγάπη, μέσα από τη φωνή του, μετουσιώνονται με ένα μοναδικό τρόπο, σε χρωματισμένους ήχους και εικόνες που ταξιδεύουν τον ακροατή στα αρχαία μονοπάτια της κρητικής μουσικής. Ακόμα και το σφύριγμά του, με τις χαρακτηριστικές διαφωνίες, ενσωματώνεται μέσα στα τραγούδια του, ως ένα ακόμα μουσικό όργανο που συνηχεί με τη λύρα σε απόλυτη αρμονία.
Ο Βρουβογιάννης, χωρίς την ανάγκη σύγκρισης, αλλά αξιωματικά, εκπληρώνοντας τους κανόνες της αληθινής τέχνης, ως καλλιτέχνης, μουσικός και δημιουργός, δε μιμείται και δεν αντιγράφει. Τα τραγούδια του επίσης, είναι σχεδόν αδύνατο να ερμηνευτούν από τρίτους χωρίς την αντίστοιχη τεχνική και κυρίως ερμηνευτική υποδομή. Η μουσική του τέχνη, στην ολότητά της, έχει απόλυτα μινιμαλιστική βάση και αυτό διότι καταφέρνει να αποδομήσει τις μελωδικές, αρμονικές, στιχουργικές και ερμηνευτικές παρωχημένες φόρμες, στις οποίες όλοι οι κρητικοί άτεχνοι οργανοχρήστες παραμένουν ασυνείδητα εγκλωβισμένοι, και να διατηρήσει δομικά στοιχεία της κρητικής τέχνης και του κρητικού πολιτισμού, όπως είναι η σαφήνεια, η καθαρότητα και η σιγουριά.
Ο πρώτος δίσκος του Βρουβογιάννη, «Στιγμές μου», αποτελεί ένα μοναδικό, ολοκληρωμένο έργο τέχνης βασισμένο στην εξαιρετική, βιωματική, καλλιτεχνική δημιουργικότητά του. Τα κομμάτια του δίσκου, από μία πλήρως ανιδιοτελή ηχογράφηση που απαίτησε ελάχιστο χρόνο, αποτελούν ένα σπάνιο, πλήρες κύκλο τραγουδιών, με κοινό συνδετικό συστατικό την απόλυτη συνθετική ισορροπία του στίχου, της μουσικής και της ερμηνείας. Με το πρώτο άκουσμα των τραγουδιών, γίνεται αδύνατον, για τον συνειδητοποιημένο ακροατή, να απομονώσει το στίχο από τη μουσική και το αντίθετο, και αυτό διότι η συνθετική διαδικασία ήταν συναισθηματικά, απόλυτα συγχρονισμένη, ενώ σε συνδυασμό με τη μεγαλοπρεπή δωρικότητα του Βρουβογιάννη, η ερμηνεία επιβάλλεται χωρίς συμβιβασμούς αφού είναι απλά, βαθιά αληθινή.
Χαρακτηριστικό του δίσκου είναι η φυσικότητα της φωνής και του ήχου, η οποία δημιουργεί την αίσθηση της αψεγάδιαστης ζωντανής ηχογράφησης και αναδεικνύει την ηχοχρωματική ισορροπία των οργάνων ως κατ’ ουσίαν μουσικό σύνολο και όχι ως συμβατικό συγκρότημα, όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις της σύγχρονης κρητικής δισκογραφίας των κακέκτυπων παραγωγών. Η ενορχήστρωση, με μόνο τη λύρα, το εξαιρετικό λαούτο από τον Νεκτάριο Κοντογιάννη και τα διακριτικά κρουστά από τον Γιάννη Λουκάκη, αποτελούν, μελωδικά και αρμονικά, την επιτομή της συνθετικής απλότητας και της αφαιρετικής δεξιοτεχνίας, δίνοντας έτσι χώρο και χρόνο στους στίχους των τραγουδιών να μεταφέρουν στον ακροατή το απόσταγμα των συναισθημάτων που κρύβουν. Ο στίχος είναι αυτοσκοπός για τον Βρουβογιάννη, γιατί είναι ξεκάθαρα βαθιά βιωματικός και γι’ αυτό η μουσική πηγάζει ως φυσική συνέχεια του λόγου, χωρίς να επιβάλλεται αλλά ακολουθώντας με το ίδιο πάθος και την ίδια δύναμη.
Η σύγχρονη κρητική μουσική χαρακτηρίζεται από ατυχείς, υποκριτικές λαϊκές και έντεχνες εκφάνσεις, οι οποίες απλώς αποτελούν άλλο ένα υποπροϊόν της ψευτοκαλλιτεχνικής υποκουλτούρας επιβεβαιώνοντας τη φράση του Α.Π. πως «Χρειάζεται πολύ κοπριά για να ανθίσει ένα λουλούδι». Ο Βρουβογιάννης αποτελεί μία μεγάλη και σπάνια, καλλιτεχνική μορφή, που έχει ταχθεί να στηρίξει τα θεμέλια της κρητικής μουσικής, αλλά και ευρύτερα της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, τα οποία, ασυνείδητα ή συνειδητά, οι περισσότεροι φερόμενοι ως εκπρόσωποι της κρητικής παράδοσης προσπαθούν να τα αποδυναμώσουν. Η απέριττη δημιουργικότητα του Βρουβογιάννη, η μοναδική μουσική του αντίληψη και η ελεύθερη σκέψη του είναι τα όπλα με τα οποία αντιστέκεται και μάχεται, ως γνήσιος εκπρόσωπος του Σύγχρονου Κρητικού Πολιτισμού, μέσα από το έργο του, για τη δική του λύτρωση και τη δική μας ανέλιξη.
* Ο Μποτόνης Γεωργίου Μποτονάκης είναι πολιτικός μηχανικός, απόφοιτος του Νέου Ωδείου Θεσσαλονίκης και απόφοιτος του Ωδείου «Φίλιππος Νάκας» Αθηνών