Προσφάτως δύο εξέχοντες καθηγητές Αμερικανικού Πανεπιστημίου ανακοίνωσαν ότι ανακάλυψαν ιδιόχειρο κείμενο του Ιησού στην ελληνική γλώσσα, που σώζεται από την αρχαιότητα, από το οποίο τεκμηριώνεται περίτρανα ότι ο Χριστός όχι απλώς μιλούσε την ελληνική, αλλά και την έγραφε. Είναι βέβαιο εξ’ άλλου ότι γνώριζε και εξ αντικειμένου χρησιμοποιούσε την εβραϊκή και την αραμαϊκή, γλώσσες με τις οποίες απευθυνόταν στα πλήθη κατά τη διδασκαλία Του. Τούτο πιστοποιείται από τους αμερικανούς επιστήμονες από την ανεύρεση αυθεντικής επιστολής του Ιησού προς τον αδελφό Του Ιάκωβο (αδελφόθεον). Επίσης είναι βέβαιο, ότι ο Ιησούς εγνώριζε και τη λατινική, με την οποία επικοινωνούσε με τις ρωμαϊκές αρχές, όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν.
Η γλωσσομάθεια του Ιησού, πέραν της θρησκευτικής διάστασης ότι το εκπορευόμενον Άγιον Πνεύμα τον συνόδευε εξ’ υπαρχής, είναι εύλογο να καλλιεργήθηκε από Αυτόν στην περίοδο της ηλικίας μεταξύ 12 και 30 ετών, για την οποία η εκκλησιαστική ιστορία δεν μας παρέχει ουδέν στοιχείο. Δεν αποκλείεται μάλιστα, εάν φυσικά αποδεχτούμε ως ορθή την άποψη έγκυρων θεολόγων, ο Χριστός να είχε εντρυφήσει στον Πλάτωνα και τους Στωικούς (Βλ. Μητροπολίτου Πισιδίας και πρώην Μητροπολίτου Μεγάλης Βρετανίας Μεθοδίου: «Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού»).
Είναι πλέον ή βέβαιο ότι ο Ιησούς χρησιμοποιούσε με ευχέρεια την ελληνική γλώσσα, για να επικοινωνήσει, όχι μόνο με Έλληνες της Παλαιστίνης που είχαν εγκατασταθεί εκεί από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τους επιγόνους του, αλλά και άλλους κατοίκους εκεί διαφόρων εθνοτήτων, οι οποίοι είχαν ελληνική παιδεία. Μιλούσαν και έγραφαν τη λεγόμενη «κοινή» ελληνική, όπως τη μιλούσαν και σε όλη τη Μικρά Ασία από τον 8ο π.Χ. αιώνα.
Η «κοινή» ελληνική ήταν προσφιλής όχι μόνον στις λαϊκές μάζες, αλλά και στις ανώτερες τάξεις της κοινωνίας και ιδιαίτερα στους μορφωμένους. Η ελληνική γλώσσα έγινε η περισσότερο ομιλούμενη γλώσσα από τις ακτές του Αιγαίου μέχρι τον ινδικό ποταμό. «Και την κοινήν ελλήνικήν λαλιά ως μέσα στη Βακτριανήν επήγαμεν ως τους ινδούς» αναφέρει ο ποιητής.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. κατέστη αναγκαία η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα, προκειμένου το Ιερό αυτό βιβλίο των Εβραίων να διαβάζεται από όλους εκείνους της Διασποράς, το σύνολο σχεδόν των οποίων γνώριζε μόνο την ελληνική.
Οι μορφωμένοι Εβραίοι της Παλαιστίνης χρησιμοποιούσαν την ελληνική και σαν γλώσσα της επιστήμης και όχι την εβραϊκή ή την αραμαϊκή.
Υπάρχουν όμως στην Καινή Διαθήκη στο κατά Ιωάννην (ΙΒ 20-21) δύο εδάφια πολύ αποκαλυπτικά για την ελληνομάθεια του Ιησού.
«Ήσαν δε τίνες Έλληνες εκ των αναβαινόντων ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή. Ούτοι ουν προσήλθον Φιλίππω και ηρώτων αυτόν λέγοντες. Κύριε θέλομεν τον Ιησούν ιδείν …. Ο δε Ιησούς απεκρίνατο αυτοίς λέγων˙ ελήλυθεν η ώρα ίνα δοξασθεί ο υιός του ανθρώπου». Οι Έλληνες εκείνοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ για να μετάσχουν ως προσκυνητές του εορτασμού του εβραϊκού Πάσχα.
Επισημαίνουμε επίσης ότι ο Ιησούς άλλαξε το όνομα του μαθητή του Σίμωνος ή Συμεώνος, όνομα κατ’ εξοχήν εβραϊκό, στο ελληνικότατο Πέτρος «Καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησία και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Το όνομα Πέτρος εξ’ άλλου μεταφέρει μια αίσθηση του ανδρείου, του σταθερού, του ακλόνητου, του ισχυρού. Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η επί του Σταυρού επιγραφή ήταν γραμμένη εβραϊστί, ελληνιστί και ρωμαϊστί. «Ιησούς, Ναζωραίος βασιλεύς Ιουδαίων». Εβραϊστί διότι ο Ιησούς ήταν εβραϊκού γένους και η Παλαιστίνη χώρα εβραϊκή, ρωμαϊστί διότι η πολιτική εξουσία της χώρας ήταν ρωμαϊκή. Ελληνιστί όμως γιατί; Διότι η ελληνική γλώσσα ήταν απαραιτήτως γνωστή στα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Στο κατά Ιωάννη κεφ. ΙΒ παραγ. 30 αναφέρεται «ότε ουν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπεν, τετέλεσται, και κλίνας την κεφαλήν παρέδωσε το πνεύμα». Εσταυρωμένος ο Ιησούς επί ώρες ξεψύχησε ψιθυρίζοντας με πόνο την ελληνική και όχι εβραϊκή ή άλλη λέξη «τετέλεσται» για να σηματοδοτήσει το τέλος της επίγειας ζωής Του και το πέρασμα Του στην αιώνια ζωή.
Η προσωπική σχέση του Ιησού με τον ελληνισμό έχει ακόμα υψίστου ενδιαφέροντος σημεία. Στο σύνολο των Χριστιανών ως σώμα του Χριστού έδωσε την ένδοξη από την ελληνική αρχαιότητα λέξη «Εκκλησία» και απεκάλεσε και πάλι με την ελληνική λέξη «Αποστόλους» του μαθητές Του. Δεν τους ονόμασε διδασκάλους αλλά Αποστόλους, διότι θα τους ανέθετε την ιερή Αποστολή να μεταφέρουν ανά τον κόσμο το ελπιδοφόρο πανανθρώπινο μήνυμά Του. Εκ των ιερών Ευαγγελιστών μόνον ο Λουκάς μας πληροφορεί ότι ο Ιησούς μετά την εκλογή των 12 μαθητών Του ως Αποστόλων «ανέδειξεν ο Κύριος και ετέρους εβδομήκοντα και απέστειλεν αυτούς… εις πάσαν πόλιν και τόπον ου ήμελλεν Αυτός έρχεσθαι…» (Λουκ. Ι΄α΄). Οι περισσότεροι από αυτούς τους πέραν των 12 Αγγελιοφόρους ήταν Έλληνες είτε είχαν ελληνικά ονόματα διότι οι γονείς έδιδαν ελληνικά ονόματα, καθώς κάθε τι ελληνικό εθεωρείτο ότι είχε ακτινοβολία, γόητρο, κύρος, ότι ήταν σύγχρονο και πολιτισμένο. Εν κατακλείδι ότι έγραψαν τα Ευαγγέλια στην ελληνική οι τρεις Ευαγγελιστές οφείλεται επειδή είχαν ακούσει και μάθει πολλά ελληνικά από τις διδασκαλίες του Κυρίου. Στα ελληνικά είναι γραμμένες και οι πράξεις των Αποστόλων. Ο Ματθαίος τα έγραψε στην αραμαϊκή.
Η αραμαϊκή γλώσσα κατά τον καθηγητή Μπρασιώτη δεν έχει σχέση με την εβραϊκή ως νομίζουν πολλοί. Είναι η γλώσσα των Αραμαίων φυλών σημιτικής καταγωγής διεδόθη και εχρησιμοποιήθη ως γλώσσα επίσημη και επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων φυλών του αχανούς Περσικού κράτους.
Βιβλιογραφία:
Μιχ. Ι. Γαλανού: «Βίοι Αγίων»
Αρχιεπισκόπου Μεγάλης Βρετανίας Μεθοδίου «Το ελληνικό υπόβαθρο του Χριστιανισμού»
Α.Ν. Διαμαντόπουλος, καθηγητής Αρσακείου: «Χριστιανισμός»
Τίτου Ιω. Αθανασιάδη: «Ο Ιησούς, η ελληνική γλώσσα και οι Έλληνες».