Ο Αθηναίος και ο Αιλιανός συνέδεσαν τη λέξη με το αρχαίο «σκώψ-σκοπός» που είναι η κουκουβάγια, λόγω του διαπεραστικού και περιπαικτικού της βλέμματος ως κατ’ εξοχήν, σκωπτικός ποιητής, λογίζεται ο σημαντικότερος της αρχαϊκής περιόδου ο εκ της Πάρου Αρχίλοχος, ο οποίος έγραψε δηκτικούς, πικρόχολους στίχους και αυτό υπήρξε το χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του. Γελοιοποιούσε και διακωμωδούσε προκαλώντας κάποιους ισχυρούς να οργιστούν και να αντιδράσουν επιθετικά. Εξευτέλιζε την ανευθυνότητα, την ελαφρότητα, την επιπολαιότητα ενίων αρχόντων, η οποία υπέβοσκε κάτω από μια υποκριτική σοβαροφάνεια, σπουδαιοφάνεια τόμων, που δεν έχουν τίποτα το ουσιαστικό να επιδείξουν και ζουν με ψευδαισθήσεις και αυταπάτες. Ο πολύ μεταγενέστερος του Αρχιλόχου Αριστοφάνης θεωρείται ως ο επιφανέστερος των αρχαίων κωμωδιογράφος και επομένως κατατάσσεται στην πρώτη σειρά. Από τότε μέχρι σήμερα, σε χρονικά κατοπινά, στο χώρο της σάτιρας, θα συναντήσομε πολλές ανάλογες περιπτώσεις, όπως π.χ. στην Επτανησιακή λογοτεχνία.
Στην Επτάνησο του παραδοσιακού έντεχνου λόγου βρήκε εξ αντικειμένου γόνιμο έδαφος η σκωπτική σάτιρα λόγω του έμφυτου «φιλοσκώμμονα» χαρακτήρα των κατοίκων. Ως εξέχοντες οι Ζακυνθινοί Γουζέλης, ο Σουρμελής και ο κατά τον Παλαμά… αδιάντροπος Κουτούζης.
Κατ’ εξοχήν όμως σκωπτικός ποιητής θεωρείται ο Κεφαλλονίτης Ανδρέας Λασκαράτος και ως ο υπερβολικά τολμηρός, ο οποίος γι’ αυτό το λόγο επέσυρε την μήνιν της κεφαλλονίτικης αριστοκρατικής γενιάς του Libro d’ Oro, που ήκμασε οικονομικά στα Επτάνησα κατά τον περασμένο αιώνα.
Ο Καραγκιόζης στο πάλαι ποτέ συναρπαστικό εκείνο θέαμα υπήρξε ο χαρακτήρας του φτωχού, και κατά κύριο λόγο, πειναλέου του σκωπτικού, καυστικού Ρωμιού και ο αντιπροσωπευτικός τύπος του αμόρφωτου και ακαλλιέργητου με την ανέμελη και ξέγνοιαστη ζωή. Του Τεμπέλη με την αχαλίνωτη αθυροστομία και καπατσοσύνη. Από τις άλλες βασικές φιγούρες ξεχώριζε άλλοτε εκείνη του Χατζηαβά και του τύπου του δουλοπρεπή και του κόλακα.
Ο Μπάρμπα-Γιώργος ήταν ο ωραίος τύπος του ατρόμητου, αλλά αγαθού Ρουμελιώτη. Ο κυρ-Διονύσιος ο ξεπεσμένος, παρηκμασμένος αριστοκράτης με την κομψή εμφάνιση και τους εκλεπτυσμένους τρόπους. Ο Σταύρακας ήταν ο τύπος του κουτσαβάκη ψευτοπαλληκαρά. Ο Εβραίος (Χαχάμης) ο χαρακτηριστικός τύπος του πλούσιο Ισραηλίτη εμπόρου από τη Θεσσαλονίκη. Ο Μορφονιός ο ναρκισσευόμενος, ωραιοπαθής, ο οποίος παρά την εξωτερική του απεχθή εμφάνιση αυτοθαυμαζόταν ως γοητευτικός.
Στο νέο του πόνημα ο παραγωγικός συγγραφέας και εμβριθής ερευνητής Γιώργος Φρυγανάκης έρχεται au moment opportun, στην κατάλληλη στιγμή, όπως λένε οι Γάλλοι, για να μας αιφνιδιάσει με μιαν απροσδόκητη, απολαυστική, δηκτική σάτιρα.
Πρόκειται για μια ακόμα καινοφανή, πρωτοποριακή, πνευματική δημιουργία και είναι πρόδηλο, από το περιεχόμενο ότι ο συγγραφέας και φιλόλογος έχει μελετήσει και ενδιατρίψει ενδελεχώς τους αρχαίους κωμικούς (Αριστοφάνης), καθώς και ότι έχει ενστερνιστεί και κατανοήσει την τεχνική της δομή και τη διάρθρωση της κωμωδιογραφίας. Ούτω πως επιχειρεί και επιτυγχάνει ένα ασυνήθιστο συγγραφικό εγχείρημα να αναβιώσει ένα λαϊκό, τερπνό θέαμα και να το συνταιριάξει στο τρέχον κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι.
Σημείο αναφοράς αυτού του πονήματος πραγματείας, αλλά και διαλογικού λογοτεχνικού είδους είναι η αθυροστομία ενός ακοινώνητου και ανάγωγου, κακομοιριασμένου και ακαμάτη, αλλά και σπιρτόζου εύστροφου και πνευματώδους φτωχού παλιάτσου. Η αυτού εξοχότης ο Καραγκιόζης, στο έξοχο διασκεδαστικό βιβλίο με το πικάντικο τσουχτερό χιούμορ είναι σίγουρο ότι στο μέλλον σε αριστουργηματικές παραστάσεις θα εκθρέψει γενεές γενεών.
Η διεισδυτική τεχνική στους διαλόγους του ο νεότερος Καραγκιόζης παραπέμπει συνειρμικά στις κλασικές κωμωδίες του Αριστοφάνη και ιδιαίτερα σ’ εκείνες τις αθάνατες όπως ο «Πλούτος» και οι «Σφήκες» που ανέβηκαν επανειλημμένα στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου.
Ο Γιώργος Φρυγανάκης με αίσθημα ιστορικής ευθύνης μπροστά στις προκλήσεις των καιρών υπεισέρχεται επί παντός πολυσήμαντου και βαρυσήμαντου σύγχρονου γεγονότος και τον απασχολεί και κάθε έντονος προβληματισμός. Ούτω πως στους συναρπαστικούς διαλόγους του Καραγκιόζη υποβόσκει μια έκδηλη απαρέσκεια για το βεβαρημένο πολιτικό κλίμα και την αποπνικτική περιρρέουσα δυσώδη ατμόσφαιρα του καιρού μας.
Ο Καραγκιόζης του Γιώργου Φρυγανάκη δε μιλά με φληναφήματα και αερολογήματα αλλά με την τρέχουσα πραγματικότητα. Μιλά με ενσυνείδητη εκτροπή και με έλλειψη φραγμών μιας παρορμητικής αχαλίνωτης γλώσσας, όπως είναι του Καραγκιόζη, θα πει την αλήθεια, όσο πικρή κι αν είναι.
Εξάλλου στόχος του βιβλίου είναι η ανάδειξη της αλήθειας μέσα από κομβικά επεισόδια και μέσα από νοηματικούς, περιεκτικούς διαλόγους με αναμφισβήτητη αυθεντικότητα, ειλικρίνεια και έλλειψη προσποιήσεως και ακκισμού.
Πέραν τούτου τους διαλόγους διανθίζουν τολμηρές φράσεις, σκαμπρόζικα λογοπαίγνια, λέξεις διφορούμενες είτε πολλών σημασιών, εκ παραλλήλου με πλείστα όσα καλολογικά στοιχεία, τα οποία κοσμούν περίτεχνα το ύφος του κειμένου.
Ούτω πως ο Καραγκιόζης, του σημαντικού πονήματος με τον ομώνυμο τίτλο, όχι μόνον «ζει», ανθεί και… λουλουδίζει αλλά με πολιτικές μεταφορές, δηκτικούς υπαινιγμούς και έμμεσες νύξεις… σπάζει κόκκαλα! Στην αριστουργηματική του φρασεολογία περνούν μηνύματα διαχρονικά και νοηματικά, αλλά και… κωδικοποιημένα. Στιγματίζεται και καυτηριάζεται εμφατικά η εκτεταμένη στη χώρα μας κοινωνική μάστιγα της διαφθοράς. Καταγγέλλεται η αυθαιρεσία, η ανηθικότητα, η σήψη της ηθικής, κοινωνική και πολιτική του δημόσιου βίου.
Είναι αξιομνημόνευτο γεγονός ότι ο Καραγκιόζης που πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα, αποτελούσε ένα «προκλητικό» θέαμα με αστεϊσμούς ειρωνικούς, πνευματώδεις και απολαυστικούς, οι οποίοι συχνά επέσυραν την επέμβαση της αστυνομίας.
Σκηνή στις παραστάσεις του Καραγκιόζη ήταν και είναι ο κλασικός, φωτισμένος, μακρόστενος μπερντές, που παλαιότερα φωτιζόταν με λυχνάρια λαδιού, αργότερα με λάμπες πετρελαίου και με ασετιλίνη. Ανάμεσα στην παράγκα-χαμοκέλα, την κατοικία του ίδιου του Καραγκιόζη και μέχρι τη χλιδή και το παλάτι του πλουσίου, που είναι το σαράι του Βεζίρη, σε αυτά τα δύο ορόσημα κινείται μια ανθρώπινη κοινωνία απολίτιστη και πρωτόγονη με ταξική διαστρωμάτωση, όπου όμως δεν συναντάμε κάποια επαναστατική ροπή.
Άλλοτε ο Καραγκιόζης ήταν μια διαφορετική ψυχαγωγία, ένα θέαμα για μας τα παιδιά απολαυστικό και μαγευτικό και για το φτωχό, καταπονημένο λαό λυτρωτικό.
Αξέχαστες θα μείνουν από τα χρόνια της αθωότητας οι φαντασμαγορικές παραστάσεις του καραγκιοζοπαίχτη Παπανικολάου, που έστηνε το μπερντέ του στη Σοχώρα. Τις καρέκλες το «φιλοθέαμον κοινό» τις κουβαλούσε από το σπίτι. Έξω από το καφενείο του Σταγάκη, δίπλα στο γήπεδο καθόμαστε οικογενειακώς εκείνο το βράδυ, για να διασκεδάσομε με τον Καραγκιόζη. Κάποιο άλλο βράδυ είχαμε δει «Το Μέγα Αλέξανδρο και το καταραμένο φίδι», ενώ τώρα θα βλέπαμε τον «Καραγκιόζη βασιλιά» και θα απολαμβάναμε εκτός των άλλων και τη βανίλια. Εποχή δικτατορίας Μεταξά.
Άξαφνα, απροσδόκητα κατέφθασε μια κουστωδία χωροφυλάκων εισόρμησε πίσω από το μπερντέ. Άρπαξαν, κι έσυραν έξω το φτωχό καραγκιοζοπαίχτη και εκεί μπροστά στα μάτια μας του φόρεσαν χειροπέδες και τον πήγαν στο τμήμα, για ευνόητους λόγους. Ο κόσμος πάγωσε. Αυτή η οδυνηρή σκηνή ακόμα και η φοβία μου έχει μείνει από τα παιδικά μου χρόνια!
Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στον πατέρα του συγγραφέα πρωτοπαλαιστή της Κρήτης, αλησμόνητο Δημήτρη Φρυγανάκη. Τα σκίτσα στα εξώφυλλα έχει φιλοτεχνήσει ένας ταπεινός, σεμνός και αθέατος καλλιτέχνης. Οι γελοιογραφίες του Κώστα Νίκου Δασκαλάκη, ενός ταλαντούχου, ανερχόμενου αστέρα, ανταποκρίνονται πλήρως και εναρμονίζονται με το περιεχόμενο. Εκτός τούτου εμπερικλείουν και έναν ευδιάκριτο συμβολισμό, σχετικό με την πολυδιάστατη προσωπικότητα του Καραγκιόζη.
Η αισθητική εκτύπωση σε χαρτί πολυτελείας οφείλεται στις Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη (σελ. 400).