Ο Κωνσταντίνος Π. Καβάφης θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα της ποίησης, μολονότι έχει δεχτεί στο πέρασμα του χρόνου θετικές και αρνητικές κριτικές για το έργο του και τον τρόπο γραφής του. Η εποχή που έζησε ήσαν τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, ενώ εστία του όχι η κυρίως Ελλάδα με έδρα την Αθήνα και πάμπολλες και τις λογοτεχνικές και τις κοινωνικές δυτικοευρωπαϊκές επιρροές, αλλά η διάσημη παροικία του ελληνισμού και κοιτίδα ενός λαμπρού πνευματικού πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο Κων/νος Π. Καβάφης, λοιπόν, γεννιέται στις 29.04.1863 στην Αλεξάνδρεια από ευκατάστατη οικογένεια, η οποία γρήγορα βίωσε την «παρακμή», και αφού δούλεψε για βιοποριστικούς λόγους επί σειρά ετών στην Υπηρεσία Αρδεύσεων ως υπάλληλος (1889 – 1922), στις 29, επίσης, Απριλίου 1933 αφήνει τη στερνή του πνοή στην ίδια πόλη.
Ο γνωστός Έλληνας λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867 – 1951), θαυμάζοντας την ποίηση του Καβάφη, δημοσιεύει στο περιοδικό «Παναθήναια» στις 30/11/1903 το πρώτο άρθρο που εγράφη ποτέ για τον Αλεξανδρινό ποιητή. Εκεί, παρουσιάζοντας ενδεικτικά κατά τη γνώμη του δείγματα γραφής του Καβάφη, καταλήγει στο συμπέρασμα πως « …νομίζω ότι όσα παρέθεσα είναι αρκετά να σας δώσουν κάποιαν ιδέαν της πρωτοτύπου αυτής φιλοσοφικής ποιήσεως, της τόσον νηφαλίου, με το αυστηρόν και ιδιόρρυθμον ένδυμα, με την αριστοκρατικήν τεχνοτροπίαν, με την όλως προσωπικήν υφήν, με την γλώσσαν υπενθυμίζουσαν μακρόθεν τον Κάλβον, και προπάντων με την έλλειψιν κάθε αναρμόστου ελαφρότητος, κάθε ανοήτου ηχολαλιάς, κάθε απατηλού στολίσματος…».
«Τα ποιητικά κείμενα του Καβάφη», όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα ttp://users.sch.gr/ipap/Ellinikos_Politismos/logotexnia/Biografies/kavafis.htm «πλησιάζουν τον πεζό λόγο. Αυτό κατορθώνεται με τη λιτότητα στην έκφραση, τα λιγοστά επίθετα, τον ελεύθερο στίχο με τον άνισο αριθμό συλλαβών. Η γλώσσα είναι ιδιότυπη και περιέχει πολλά στοιχεία από την καθαρεύουσα αλλά και από τη δημοτική, ενώ είναι διανθισμένη με πολλούς ιδιωματισμούς από την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.
Ενώ ο ποιητής γνώριζε πολύ καλά τα σύγχρονα λογοτεχνικά ρεύματα, όπως ήταν ο παρνασσισμός και ο συμβολισμός, δε φαίνεται να ακολούθησε συστηματικά κάποιο από αυτά. Βαθμιαία απομακρύνθηκε εντελώς και κινήθηκε στα πλαίσια του ρεαλισμού.
Ο Καβάφης, όπως γράφει ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς, είναι ο μόνος ποιητής που χρησιμοποίησε την ειρωνεία ως κύριο μηχανισμό παραγωγής ποιητικότητας. Η δραματική και η τραγική ειρωνεία του (απεικόνιση των αντιθέσεων ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα) διαμορφώνει και τη λεκτική του ειρωνεία και αποτελεί το στοιχείο που προκαλεί ακριβώς την «ποιητική συγκίνηση»…».
Προσωπικά, νομίζω ότι και τα ιστορικά και τα φιλοσοφικά και τα ερωτικά ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη, χάρη στο δυνατό του στίχο, είναι διδακτικά για τον αναγνώστη. Τον διδάσκουν πώς να στέκεται απέναντι στη ζωή του, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές, κατά τη γνώμη μου, που οι, χάρη στην απρόσμενα μα ευχάριστα εύληπτη για τους σύγχρονούς μας αναγνώστες γλώσσα του, λέξεις του ποιητή αυτές καθαυτές και η σειρά που τοποθετούνται στους στίχους μάς ωθούν σε ενδοσκόπηση. Κρύβουν οι καβαφικές λέξεις συμβουλές – παραινέσεις και δίνουν αφορμές για προβληματισμό άμεσα ή έμμεσα, μέσα από κυριολεξίες ή αλληγορικό λόγο, για τα σύγχρονά μας προβλήματα ή για τα αιώνια προβλήματα των ανθρώπων, ακόμα και για τα ανθρώπινα πάθη και τα συναισθήματα που εξωτερικεύονται ή «τιθασεύονται» εκούσια ή ακούσια.
Από τα μετά θάνατον εκδοθέντα γνήσια, ανέκδοτα, αποκηρυγμένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη ξεχωρίζουμε: «Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Θερμοπύλες», «Το πρώτο σκαλί», «Η πόλις», «Τείχη», «Κεριά», «Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ)».