Ήταν μεσημέρι, τελευταίας μέρας του Γενάρη 1991, όταν άκουσα στο τηλέφωνο τον αείμνηστο Παναγιώτη Κλάδο, τότε νομάρχη Ρεθύμνου να μου αναφέρει με σπασμένη φωνή:
– Χάσαμε το Μουντόκωστα. Πρέπει να κάνουμε όλοι μαζί κάτι να τον θάψουμε στην Φορτέτζα. Εκεί πρέπει να είναι η θέση του.
Ήταν απόλυτα δικαιολογημένη η συγκίνηση του Παναγιώτη Κλάδου. Λάτρευε τον Κώστα Μουντάκη. Μάλιστα ήταν μια αχώριστη παρέα και με το ζεύγος Γιώργου και Ηρώς Σγουράκη.
Αν και περιμέναμε το μοιραίο, γιατί όλοι γνωρίζαμε την περιπέτεια της υγείας του, ήταν σαν κεραυνός εν αιθρία το άκουσμα του θανάτου του. Αν και υπέφερε όμως στεκόταν ακλόνητος στο μετερίζι της προσφοράς.
Στην εκδήλωση που είχαμε κάνει μαζί σαν Πολιτιστική Αναγέννηση τον Οκτώβρη του 1990 στο Ωδείο, ένα αξέχαστο αφιέρωμα στη μνήμη των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, θυμάμαι πόσο ήταν καταβεβλημένος αλλά πάντα πρόθυμος να βοηθήσει. Εκεί όμως που γινόταν ο παλιός ακμαιότατος. Μουντάκης ήταν, όπως το συνήθιζε, στο κάλεσμα του κοινού να σηκωθεί για να παίξει αμέσως μετά με τη λύρα του τον ύμνο της Κρήτης.
Όσο έπαιζε νόμιζες ότι ψήλωνε κι ανέβαινε. Τόσο δύναμη του έδινε ο ύμνος αυτός.
Ίσως η συμμετοχή που προανέφερα να ήταν και η τελευταία του δημόσια εμφάνιση. Είχε αφήσει όμως εποχή και σ’ αυτή γιατί όπως πάντα με μεγάλη υπευθυνότητα ανταποκρινόταν στους πολιτιστικούς φορείς που ζητούσαν τη συνεργασία του. Αυτή η συνέπεια κοντά στ’ άλλα τον είχε καταξιώσει παντού.
Αλήθεια και σε ποιον δεν ήταν αγαπητός ο αξέχαστος καλλιτέχνης;
Η φωνή του κέρδιζε και τους εκτός Κρήτης
Ακόμα και οι εκτός Κρήτης είχαν να λένε γι’ αυτόν. Μήπως χάρις στο πείσμα του δεν καθιερώθηκε η λύρα στα κοσμικά σαλόνια και της πρωτεύουσας;
Πόσα δεν είχε να μου διηγηθεί η επίσης αξέχαστη Ειρήνη Μπριλλάκη Καβακοπούλου που είχε συνεργαστεί με τον μεγάλο καλλιτέχνη. Μα κι εγώ πως τον γνώρισα;
Θα ήμουν μικρό παιδί, εκεί στην προσφυγική γειτονιά του Κερατσινίου, μη έχοντας καμιά σχέση με την Κρήτη, γεμάτη από μικρασιάτικα ακούσματα όταν με γοήτευσε μια φωνή στο ραδιόφωνο.
Κώστας Μουντάκης είπε η εκφωνήτρια σχολιάζοντας το τραγούδι. Έτσι τον έμαθα και τον αναζητούσα. Αυτός πρώτος κι αργότερα ο Καζαντζάκης με έμαθαν να αγαπώ την Κρήτη.
Αρκετά χρόνια μετά, σε μια από τις ραδιοφωνικές μου εκπομπές, στις οποίες πολλές φορές μου έκανε την τιμή να συμμετάσχει, του μίλησα για την εμπειρία μου αυτή. Κι εκείνος χαμογέλασε με σεμνότητα όπως το συνήθιζε.
Ήταν άρχοντας πραγματικά. Ποτέ δεν τον θυμάμαι απεριποίητο, πρόχειρα ντυμένο. Σκορπούσε την αρχοντιά του και από τις ευλογημένες εμπειρίες μου να ζήσω από κοντά την υπέροχη οικογένειά του και την ανατροφή του Μάνου του που τίμησε την οικογένεια, τον πατέρα του και την κρητική παράδοση.
Δύσκολα παιδικά χρόνια
Ο μεγάλος λυράρης, δεν είχε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, ίσως γι’ αυτό έκρυβε τόση αγάπη μέσα του, που έδινε αφειδώλευτα όπου βρισκόταν, στηρίζοντας κυρίως τους νέους.
Γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1926 στο χωριό Αλφά της επαρχίας Μυλοποτάμου.
Ήταν το μικρότερο από τα επτά παιδιά του Νίκου και της Καλλιόπης Μουντάκη. Η καταγωγή της οικογενείας του είναι από τον Καλλικράτη Σφακίων και ο προπάππος του, ο Μανούσος, πρωτοπαλίκαρο του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, σκοτώθηκε πολεμώντας τους Τούρκους στο Φραγκοκάστελλο στην Επανάσταση του 1827. Ο πατέρας του, που ήταν ικανός χορευτής αλλά και συνάμα καλός τραγουδιστής (είχε το παρατσούκλι «κελαϊδής»), πέθανε τρεις μόλις μήνες μετά την γέννηση του Κώστα. Τον βάφτισαν στην ιστορική Μονή του Αρκαδίου.
Τέλειωσε το δημοτικό το 1938 και πέτυχε στο ημιγυμνάσιο Πανόρμου, όμως δεν μπόρεσε να συνεχίσει τις σπουδές του εξαιτίας της δύσκολης οικονομικής κατάστασης που βρισκόταν η οικογένειά του. Εξάλλου ήδη είχε αρχίσει να τον τραβάει η λύρα, που είναι το κυρίαρχο μουσικό όργανο όχι μόνο στο χωριό του αλλά και μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Λύρα έπαιζαν ο μεγάλος του αδερφός, ο Νικήστρατος και ο νονός του ο Στουμπούρης, ενώ ο δάσκαλός του υπήρξε ο Μήτσος ο Καφάτος, ο καλύτερος δεξιοτέχνης του χωριού. Μία αυτοσχέδια λύρα από τάβλι, χορδές από ίνες «αθάνατου» και δοξάρι με τρίχες από ουρά γαϊδάρου ήταν το πρώτο του όργανο όπου «βοσκάκι ακόμα, κίνησε τα δαχτύλια του πάνω στις κοντυλιές της κρητικής μουσικής».
Παίζοντας για ώρες μόνος του, άρχισε να μαθαίνει τους σκοπούς και τα ξόμπλια τους, τα «μυστικά» της τεχνικής της λύρας και τελειοποίησε την τεχνική του έτσι ώστε, στην κατοχή -15χρονος πια- έπαιζε στο καφενείο του χωριού για να ξεκουράσει το δάσκαλό του, τον Καφάτο. Όταν λίγο αργότερα, μπόρεσε να «κρατήσει» μόνος του έναν ολόκληρο γάμο χρίστηκε πλέον επίσημα λυράρης! Απέκτησε μάλιστα και την πρώτη του «καλή» λύρα, το 1943, δίνοντας ένα ολόκληρο αρνί και 5 οκάδες τυρί. Ήταν βέβαια εποχή πείνας αλλά «έτσι είναι, η τέχνη θέλει θυσίες».
Για να βγάλει τα προς το ζην δούλεψε μαζί με έναν πλανόδιο μικροπωλητή, από αυτή την εμπειρία του ο Μουντάκης αργότερα έγραψε ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια του τον Πραματευτή.
Στην ταβέρνα του Μπασιά θα παίξει σχεδόν 18 χρόνια «σ’ ένα υπόγειο χωρίς μικρόφωνο με 10% ποσοστά που μοιραζόμουνα με τα λαγούτα. Αυτός είμαι εγώ!…». Μαζί του λαουτιέρης-πασαδόρος ο Νίκος ο Μανιάς και αργότερα ο Γιάννης Ξυλούρης και ο Μαρκογιάννης: «Στα 300 περίπου τραγούδια που έχω γράψει κι έχω κάνει δίσκους ήταν πολύ σημαντική η παρουσία τους…».
Πάντα αξιοπρεπής και περήφανος
Εκείνη την εποχή το Ρέθυμνο ήταν το επίκεντρο της κρητικής μουσικής, όπου μεσουρανούσαν ο Ανδρέας Ροδινός, ο Μπαξεβάνης, ο Στέλιος Φουσταλιέρης, ο Αντώνης Καρεκλάς, ο Βασίλης Καλαϊτζάκης και πολλοί άλλοι λυράρηδες εκείνης της εποχής. Ο Κώστας Μουντάκης κατετάγη στη χωροφυλακή το 1948. Υπηρέτησε στα Χανιά, στα Σφακιά και στην Αθήνα.
Το διάστημα 1950-52 είναι αποσπασμένος στο ιδιαίτερο γραφείο του Σοφοκλή Βενιζέλου, όπου του δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει τον πολιτικό κόσμο της εποχής.
«Αν ήθελα θα μπορούσα να είχα αποκτήσει μεγάλη δύναμη, αναφέρει σε συνέντευξη, όμως δεν μου πήγαινε αυτό το κλίμα. Παρά τις γνωριμίες, ουδέποτε επωφελήθηκα, είχα τον εγωισμό, την περηφάνια… Δεν χτυπούσα πόρτες…».
Κοντά στον Σίμωνα Καρά
Αργότερα παραιτείται και αναγκάζεται να εργαστεί στο Εργοστάσιο Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα για 16 ολόκληρα χρόνια. Παράλληλα προσπαθεί να προωθήσει την κρητική μουσική μέσω της ραδιοφωνίας που είχε τη μεγάλη δύναμη στην προβολή της παραδοσιακής μουσικής κάτω από την άγρυπνη επίβλεψη του Σίμωνα Καρά. Περνάει από την «αυστηρή» κριτική επιτροπή του Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) και μαζί με τον Βυζιργιάννη στο λαούτο αρχίζουν εκπομπές στο πρόγραμμα του Σίμωνα Καρά, προβάλλοντας την κρητική μουσική στο πανελλήνιο. Σε συνεργασία με τον Στέλιο Κουτσουρέλη, πραγματοποιούν το 1955 την πρώτη ηχογράφηση δίσκου 78 στροφών με τα τραγούδια «Ο Ζητιάνος» και η «Ρεθυμνιωτοπούλα». Μέσα στα επόμενα χρόνια ακολουθεί μια τεράστια πορεία δισκογραφικών εκδόσεων, με αποτέλεσμα να καθιερωθεί ως ο περισσότερο ηχογραφημένος λυράρης Κρητικής μουσικής. Δίσκοι και τραγούδια όπως: «Ένα ματσάκι γιασεμιά», «Αργαλειός», «Μυλωνάδες και μαζώχτρες», «Κρητικός γάμος», «Η Μάχη της Κρήτης- Κρητικά νακλιά», «Αναφορά στον Καζαντζάκη», είναι μόνο μερικά δείγματα της δουλειάς του. Η καταξίωση και η φήμη του Μουντάκη εξαπλώθηκε σε όλη την Κρήτη και στους ξενιτεμένους Κρητικούς και Έλληνες της διασποράς, τους οποίους είχε επισκεφτεί πολλές φορές. Για πρώτη φορά πήγε στην Αμερική το 1960 και το 1971 στον Καναδά, στην Αυστραλία, στην Νότιο Αφρική και άλλες χώρες με ελληνική ομογένεια.
Ένα ταξίδι του στην Ινδία, το 1975, τον επηρεάζει βαθύτατα. Εντυπωσιάζεται από το παίξιμο των ανατολίτικων εγχόρδων με δοξάρι και συνειδητοποιεί την ευρύτερη πολιτισμική παράδοση όπου εντάσσεται και η λύρα. Μιλάει μ’ ενθουσιασμό για το σαράγκι, το καμαϊτσά, τον κεμανέ. Προβληματίζεται («Ο λαός μας είναι Ανατολίτης. Οι καταβολές μας, το πιστεύω μας ανατολίτικα δεν είναι; Δεν ανήκουμε στη Δύση… άλλου παπά πετραχήλι… Ποιοι είμαστε όμως; Η Ανατολή έχει μουσική παράδοση, μουσική παιδεία ανεπτυγμένη, έχει θησαυρούς κι ας είναι ξυπόλητη… Εμείς στην εποχή μου με μια σαρδέλα, μια ελιά κι ένα ξεροκόμματο κάναμε τα ζεύκια μας και κρατούσαμε άδολα και άσπιλα την παράδοσή μας. Μήπως λοιπόν η σημερινή χλιδή μας κάνει ζημιά;»).
Έργο ζωής η διδασκαλία της λύρας
Από το 1975 τη χρονιά που η υγεία του περνάει μια κρίση, αναγκάζεται να διακόψει την επαγγελματική του δραστηριότητα και παίζει μόνο σε επιλεγμένα γλέντια και εκδηλώσεις. Μέσα σε αυτό το διάστημα θεωρεί ως επιτακτική ανάγκη την παιδεία, δηλαδή τη μάθηση και τη διδασκαλία της κρητικής λύρας στα κρητικόπουλα με την ίδρυση σχολών στις μεγαλύτερες πόλεις της Κρήτης.
Η πρώτη σχολή λύρας ιδρύεται στο Ηράκλειο στο «Ωδείο Απόλλων», το 1979, μετά στο Ρέθυμνο (1980), στα Χανιά (1981), στον Άγιο Νικόλαο Λασιθίου (1983) και τέλος ιδρύει το «Ελληνικό Ωδείο» στην Αθήνα το 1985. Ο ίδιος παλιότερα είχε αρχίσει μαθήματα και στην «Παγκρήτιο Ένωση».
Ο σπουδαίος μουσικολόγος Λάμπρος Λιάβας αναφερόμενος στην προσπάθεια αυτή του Κώστα Μουντάκη μεταφέρει σε σχετικό σημείωμα, δηλώσεις του καλλιτέχνη για τη διδασκαλία του:
«Δεν διδάσκω πεντάγραμμο, αλλά με τον δικό μου τρόπο, στα δάχτυλά τους, τους δείχνω που είναι ο κάθε τόνος. Έτσι μαθαίνουν εύκολα όταν τους τραγουδώ τις νότες. Θέλω μαζί με την τεχνική να καλλιεργούν και την ψυχική τους ευαισθησία. Όχι καλουπαρισμένα πράγματα. Πρέπει ο κάθε λαϊκός μουσικός που εκφράζεται με το συναίσθημα και το ένστικτό του να δημιουργεί ανάλογα με την ψυχική του διάθεση τον χαρακτήρα του, τα γεννήματά του. Να βάλει τον εαυτό του μέσα. Αυτό του δίνω εγώ να καταλάβει. Εγώ θα του πω τι; βάσεις, θα του δείξω τις ρίζες, κι ας τονε. Δεν τον καθηλώνω…».
Εδώ αφήνω τα βιογραφικά σημειώματα και ξαναγυρίζω στις αναμνήσεις μου.
Είχε κάνει σκοπό της ζωής του τη μελέτη της κρητικής λύρας ο αξέχαστος καλλιτέχνης.
Και πιστεύω να συμφωνήσουν οι ιστορικοί ερευνητές ότι μετά τον αγώνα του Μουντάκη να διδάσκεται η λύρα στο Ωδείο, αποκτήσαμε λυράρηδες όσους «η άμμος της θαλάσσης». Γιατί στη δεκαετία του 1970, δεν είχαμε τον αριθμό των καλλιτεχνών που καμαρώνουμε σήμερα.
Αυτή τη διαπίστωση έκανα, όταν θητεύοντας πλάι στον Μπάμπη Πραματευτάκη, που πρώτος έβαλε λύρα και λαγούτο σε συμφωνική ορχήστρα (Ωδή στη Μάχη της Κρήτης, σε ποίηση Δημήτρη Αετουδάκη), διαπίστωσα πόσες επιλογές νεαρών καλλιτεχνών που «διάβαζαν νότες» μπορούσαμε να κάνουμε για συμμετοχή στην ορχήστρα. Ήταν από τους πρώτους που σπούδασαν λύρα σε ωδείο.
Συνεργασία με το Πανεπιστήμιο
Ο Κώστας Μουντάκης όμως, για να μην ξεχνάμε την ιστορία μας, είχε μια σπουδαία συνεργασία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης με τον επίσης αξέχαστο Γιώργο Αμαργιανάκη με σκοπό να δημιουργήσουν ένα αρχείο Κρητικής μουσικής παράδοσης,
Θυμάμαι με πόσο σεβασμό μιλούσε και ο Αμαργιανάκης για τον Κώστα Μουντάκη και πόσο προσπαθούσε να επωφεληθεί από τη διάθεση του καλλιτέχνη να τον βοηθήσει στην επιστημονική του έρευνα γύρω από την κρητική μουσική.
Πολύτιμη πράγματι η συνεργασία του Μουντάκη με το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών. Υπήρξε από τους πολυτιμότερους συνεργάτες στα ερευνητικά προγράμματα εθνομουσικολογίας του Ινστιτούτου.
Με τη συνεργασία του γιου του, του Μάνου Μουντάκη (που ο ίδιος τον παρότρυνε να ακολουθήσει σοβαρές μουσικές σπουδές) συνέχισε ως το τέλος της ζωής του να προβληματίζεται πάνω στη μέθοδο διδασκαλίας της λύρας κι από τα χέρια του εκατοντάδες νέοι μυήθηκαν στα μουσικά της κρητικής μουσικής, ενώ ακόμη περισσότεροι απολαμβάνουν τις αισθήσεις και τα μηνύματά της μέσα από τις ηχογραφήσεις που μας άφησε πολύτιμη κληρονομιά.
Ο θάνατος του Κώστα Μουντάκη, στις 31 Γενάρη του 1991, δεν σηματοδοτεί παρά μόνο τη φυσική απουσία του μεγάλου δεξιοτέχνη και δάσκαλου, που εξακολουθεί να εμπνέει και να διδάσκει μέσα από τις ηχογραφήσεις και την υποδομή που δημιούργησε. Έργα ζωής όπως το δικό του δεν μπορεί να το σταματήσει ο θάνατος!
Ο Κώστας Μουντάκης τιμήθηκε όπως του άξιζε. Αμέσως μετά το θάνατό του συστήθηκε επιτροπή με τον πρώην πρόεδρο της ΕΣΗΕΑ Μανόλη Μαθιουδάκη για την τοποθέτηση αγάλματος σε περίοπτη θέση του Ρεθύμνου. Όπως κι έγινε με μεθοδικότητα και απόλυτη συνέπεια της επιτροπής που διαλύθηκε μόλις εκπλήρωσε την αποστολή της.
Τα χρόνια περνούν αλλά ο Κώστας Μουντάκης παραμένει αθάνατος μέσα από τα έργα του. Και θα μένει όσο υπάρχει κρητική παράδοση.
Πηγή: Βιογραφικά στοιχεία από Λάμπρο Λιάβα μουσικολόγο – ερευνητή.
Φωτογραφικό αρχείο: Κώστας Βασιλάκης.