Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΠΕΜΠΛΙΔΑΚΗ
«Τα μάθια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιο καλά και πλιο βαθιά θωρεί η καρδιά τ’ ανθρώπου»,
Βιτσέντζος Κορνάρος
«Είμαστε μαζί με τους ήρωές του στο θέατρο, στη Σελένα, στο Μεγάλο Κάστρο. Στο θέατρο να υποδυόμαστε ρόλους. Στο σπίτι του Κωνσταντή να βγάζουμε τα σώψυχά μας με ένα ποτήρι τσίπουρο. Τούρκοι μας κυνηγούν μαζί με τον μικρό πρίγκιπα και τον παπά Φώτη. Με τον καπετάν Μιχάλη και τον Ζορμπά κατηφορίζω με την Σελένα και ξεγελώντας τους φρουρούς τρυπώνωμε στο Μεγάλο Κάστρο. Μα πιο πολύ είμαστε μέσα στο λατίνι που βολοδέρνει στην καταιγίδα, έρμαιο του ανέμου και της θάλασσας. Άφοβοι και μαζί σκιαγμένοι. Ένα βήμα δίπλα στον σκοπό μας και συνάμα τόσο μακριά…».
Ν’ ανεβούμε τον ανήφορο
Τον Οκτώβρη του περασμένου χρόνου μέσα σε ένα βιβλιοπωλείο στα Χανιά έκανα για πρώτη φορά την γνωριμία με τον Χρήστο τον Τσαντή και το πόνημά του, νουβέλα το ονοματίζει ο ίδιος. Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον κύριο Καζαντζάκη στον δρόμο της αναζήτησης. Τι ωραίος τίτλος! Και τι πρωτότυπη δημιουργική σύλληψη!
Από τότε κύλησε κάμποσο νερό μέσα στο αυλάκι. Γνωρίστηκα με τον συγγραφέα, διάβασα και το βιβλίο.
Σε μια πραγματική και μια μυθική πραγματικότητα σε δυο επίπεδα γίνονται συναντήσεις και ανταμώνονται ήρωες. Στην πρώτη, στην πραγματική δυο φίλοι ψάχνουν μέσα από ένα θεατρικό παιχνίδι να βρουν απαντήσεις. Αναλογίζονται πάνω στις ανθρώπινες σχέσεις, την μοναξιά, τον έρωτα. Ποιος είμαι; Τι γυρεύω; Αλλάζουν και διαφοροποιούνται τα πιστεύω μας όσο μεγαλώνουμε; Γιατί οι ιδέες και τα ιδανικά με το πέρασμα του χρόνου ξεφτίζουν σε άθλια μίζερη πραγματικότητα; Πού βρίσκεται η ευτυχία;
Στην δεύτερη, μέσα στο δημιουργικό σύμπαν του συγγραφέα, όπου όλα τα ενδεχόμενα επιτρέπονται, ήρωες από διαφορετικά βιβλία συναντιούνται: ο μικρός πρίγκιπας της νιότης μας μπλέκει αξεδιάλυτα με τους ήρωες του κυρ Νίκου. Κι αυτοί ήρωες της νιότης. Μα και της ωριμότητάς μας. Συγγραφείς και ήρωες που μας καθόρισαν και μας σημάδεψαν – εμένα τουλάχιστον. Θεωρώ και την γενιά μου.
Μας οδήγησαν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο μικρός πρίγκιπας μού έδειξε τον δρόμο της φαντασίας. Και την αξία του να κρατάς το παιδί μέσα σου όσα χρόνια και να περάσουν. Να βλέπεις τον κόσμο με αθώα μάτια. Να μην βάζεις στους στοχασμούς σου δεύτερες σκέψεις και καχυποψία.
Ο Καζαντζάκης μου έδειξε πως πέρα από τον υλικό γήινο κόσμο και τις ανάγκες του υπάρχει κι ένας άλλος. Αυτός που έχει να κάνει με την ψυχή, την αναζήτηση και το χρέος.
Ο μικρός πρίγκιπας επιστρέφει
Ο μικρός πρίγκιπας έρχεται ξανά στη γη για ένα σκοπό. Έρχεται στο σήμερα για να πάρει καινούργιο χώμα να ταΐσει και να θρέψει το τριαντάφυλλό του, που πεθαίνει. Ύψιστο καθήκον. Γιατί αν δεν τα καταφέρει ν’ αναντρανίσει το λουλούδι, ο κόσμος του θα καταρρεύσει. Και μαζί θα χαθεί η ισορροπία και όλου του υπόλοιπου σύμπαντος. Συναντιέται έτσι από ένα παιχνίδι της μοίρας με τους ήρωες του κυρ Νίκου. Αρχικά με τον παπά Φώτη. Εκείνος με τις πρώτες κουβέντες που έχει με το νιούτσικο καταλαβαίνει. Κι ενώ έχει τον δικό του αγώνα αναγνωρίζει το χρέος του μικρού πρίγκιπα. «Μήνυμα απ’ τον Θεό φέρνει. Δεν θα τ’ αφήσω να χαθεί», λέει. Και παίρνει τον αγώνα του νεαρού πάνω του. Τον κάνει δικό του. Θα βοηθήσει να τον ξετελέψει. Να μην χαθεί ο κόσμος. Βοηθοί και συμπαραστάτες κι άλλοι ήρωες του Καζαντζάκη. Ο καπετάν Μιχάλης, ο Ζορμπάς η χήρα… ανόμοιοι μεταξύ τους μα όλοι αναγνωρίζουν την ευθύνη και προσθέτουν ο καθένας τις όποιες ικανότητές του στην ομάδα. Για να πετύχουν τον σκοπό του ενός, που στην πορεία γίνεται κοινό χρέος.
Μαζί με τον μύθο, μάλλον τους μύθους θα έπρεπε να πω, ο συγγραφέας μας κοινωνεί με ιδέες, κρίσεις, απόψεις. Οι ιδέες κι οι απόψεις των δύο συγγραφέων, του Εξυπερύ και του Καζαντζάκη μπερδεύονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Ο Χρήστος Τσαντής τους καλεί να μας βοηθήσουν να βρούμε τον δρόμο μας. Ν’ ανεβούμε τον ανήφορο.
Ο παπά Φώτης οδηγεί το ανθρώπινο ξεσπιτωμένο κοπάδι του να βρει νέα πατρίδα. Παντού τον αποδιώχνουν. Δεν τον θέλουν οι άλλοι, οι βολεμένοι, κοντά τους. Μόνο τα βράχια της Σαρακήνας τους προσφέρουν καταφύγιο. Πόσο διαφέρει η δική του προσφυγιά από τη σημερινή; Αλλάζει τίποτα άλλο πέρα από τα ονόματα; Άνθρωποι ξεριζωμένοι και τότε και τώρα. Παιχνίδι οι τύχες τους στα χέρια των ισχυρών της γης. Όλοι τούς αντιμετωπίζουν σαν μίασμα, σαν λεπρούς. Και κανείς από τους σπιτωμένους δεν σκέφτεται πως μόνο από τύχη είναι στην συγκεκριμένη θέση δηλ. αυτοί στο σπιτάκι τους κι οι πρόσφυγες μακριά από την πατρίδα τους. Πως αύριο με μια άλλη ζαριά μπορεί οι ρόλοι να αντιστραφούν.
Αλλάζουν οι εποχές και οι συνθήκες ζωής μα οι άνθρωποι μένουν ίδιοι. Τα ίδια διλήμματα εξακολουθούν να τους βασανίζουν. Ψάχνουν απαντήσεις. «Οι άνθρωποι», λέει ο παπά Φώτης, «βλέπουν μόνο αυτά που θέλουν να δουν και θυμούνται την ζωή τους στο κατώφλι του θανάτου. Νομίζουν πως νικιέται αυτός αν πιστέψουν σε κάποιο Θεό και ξεχνούν να πιστέψουν στον εαυτό τους. Και τι είναι η πίστη; Έλος και κινούμενη άμμος που σε τραβά βαθιά μέσα στη γη; Ή ταξίδι ανάμεσα στ’ άστρα του σύμπαντος, ανανέωση, σφάλματα, λάθη, αλλαγές και μετασχηματισμός;».
Το παραμύθι μέσα στο βιβλίο
Πόσο κοντά μας είναι και η ιστορία του κήπου, ένα παραμύθι μέσα στο βιβλίο, με την πραγματικότητα. Πόσο μου θυμίζει γνώριμες σημερινές καταστάσεις ο άνθρωπος που ήταν αναγκασμένος να ζει για να δουλεύει και όχι να δουλεύει για να ζει. Που μετέθετε συνεχώς τα όνειρα και τα θέλω του στις επόμενες μέρες, στα επόμενα χρόνια, γιατί δεν συνταίριαζαν με τα πρέπει της κοινωνίας. Και κατάφερε με τον τρόπο αυτό να θάψει μέσα σε βαθύ πηγάδι έναν μεγάλο άγνωστο. Τον ίδιο του τον εαυτό. Θα βρει τον χρόνο, θα προλάβει να τον ανακαλύψει έγκαιρα; Θα ήταν ίσως μεγάλο επίτευγμα της εποχής μας, της εποχής της κρίσης αυτό μια και έκανε τόσους ανθρώπους συνταξιούχους νωρίτερα απ’ ότι ήθελαν, επομένως έχουν άπειρο χρόνο για να ασχοληθούν μ’ αυτό το πολύ σοβαρό θέμα.
Πόσο κοντά στην εποχή μας είναι και η συμπεριφορά του ζιζάνιου από την ίδια ιστορία. Δεν σου έκρυψα την αλήθεια λέει στο λουλούδι μα δεν σου την είπα όλη. Αυτό κι αν είναι σημείο των τωρινών καιρών. Να μην πούμε όλη την αλήθεια για να μην στεναχωρήσουμε τάχα μου τους άλλους. Να είμαστε συνεπείς, μα χωρίς κόστος συναισθηματικό. Να λειαίνουμε τις αλήθειες για να γίνονται αρεστές. Γιατί στην πραγματική τους όψη νομίζουμε πως είναι αβάσταχτες.
Βοηθούς στην ιστορία του ο συγγραφέας καλεί κι άλλους.
Μέσα στο βιβλίο του βρίσκουμε αποσπάσματα από κουβέντες του Έρενμπουργκ, του Ουράνη, του Καβάφη, του Μενέλαου Λουντέμη. «Δυστυχώς για τους ονειροπόλους και ευτυχώς για τις κοινωνίες η Ουτοπία έχει διαγραφεί από τους γεωγραφικούς χάρτες. Η γη δεν θα γίνει ποτέ παράδεισος γιατί ποτέ δεν θα την κατοικήσουν άγγελοι. Θα την κατοικούν πάντα άνθρωποι και θα την κυβερνούν υπεράνθρωποι η πηγή όλων των ανομιών και των ανοησιών μη αποκλειομένης και της ποίησης» ισχυρίζεται ο τελευταίος. Και ο πρώτος ανακαλύπτει πως «τύραννοι δεν είναι μόνο εκείνοι που φορούν χλαμύδες και ιεροεξεταστικές τηβέννους αλλά κι εκείνοι που φορούν απλά αμπέχονα».
Μα πέρα από τις κουβέντες χρειάζεται κι η πράξη. Χρειάζεται ανδρεία και πάλεμα για να κατακτήσει κάποιος τον σκοπό του. Γιατί οι οχθροί παραμονεύουν. Τούρκοι έχουνε κλεισμένα τα περάσματα. Φόβοι κι εγωισμοί τόνε φυλάνε να μην τον πλησιάσει κανείς. «Άλλη η χαρά να σκοντάψεις δρασκελώντας τον ανήφορο γνωρίζοντας πως προσπάθησες ν’ ανέβεις και πως πάντα θα προσπαθείς όσες λακκούβες κι αν βρεθούν στο διάβα σου κι άλλο πράγμα να βαδίζεις παρέα με τους φόβους στο ίσιωμα προτιμώντας τις κατηφόρες γιατί τάχατες κάνουν πιο ξεκούραστη τη διαδρομή». Βάζει ιδέες στο στόμα των ηρώων του ο συγγραφέας. Και λίγο παρακάτω:
«Πολλοί από εμάς δεν θελήσαμε ποτέ να ταξιδέψουμε. Φοβόμασταν. Θέλαμε από τα πριν να ξέρουμε τι θα βγει, θέλαμε να έχουμε έτοιμες τις απαντήσεις για όλα τα μυστικά του σύμπαντος… οι ζωές μας από συνάντηση άπειρων αστέρων έγιναν μοναχικές περιπλανήσεις στον Γαλαξία της ερημιάς. Κι ενώ το νόημα βρίσκεται στη συνάντηση εμείς δίναμε βάρος στο άστρο».
Κουβέντες που θυμίζουν το μεγάλο Κρητικό. Αυτόν που πίστευε στην αναζήτηση και στο χρέος. Στο χρέος να φτάσεις ακόμα κι εκεί που δεν μπορείς. Που πρέπει να τεντώσεις μέχρι να σπάσεις. Που άμα η γη δεν σωθεί είναι δική σου ευθύνη.
Δεν του άρεσαν οι ευκολίες του δικού μας. Όμοια και ο Χρήστος ο Τσαντής με το πόνημά του αυτό, προσπαθεί να χαράξει τον δικό του δρόμο. Στην δύσκολη εποχή μας της κρίσης και του υλισμού προτείνει λύσεις και διεξόδους. Όχι εύκολες. Τον ανήφορο προτείνει κι αυτός. Και το συνεχές πάλεμα. Και την βεβαιότητα ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες. Ο φόβος δεν είναι κακός όταν σε βοηθά ν’ ανακαλύψεις τα όριά σου. Και στο ταξίδι της αναζήτησης σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός.
Τι αναζητούμε; Τον εαυτό μας; τις αλήθειες μας; Έναν καλύτερο κόσμο; Έναν κόσμο συντροφικότητας, αλληλεγγύης και δικαίου; Όλα τα θέλουμε. Και έναν εαυτό ψηλότερο από τα καθημερινά και τα υλικά, αέναο αναζητητή της αλήθειας. Και όλοι μαζί να καταφέρουμε να θεμελιώσουμε έναν ιδανικό καλύτερο και δικαιότερο κόσμο.
Ο Χρήστος για τον Μικρό του Πρίγκιπα έταξε ένα χρέος. Να μην χαλάσει την ισορροπία του κόσμου. Και το χρέος αυτό το μεγάλο το προόρισε για τον παιδικό μας εαυτό. Ένα εαυτό αθώο αλλά δυνατό. Τον ξεχνάμε κάποιες φορές. Τον αφήνωμε αφρόντιστο. Ατάιστο και διψασμένο. Σαν τα χρυσάνθεμα στο βιβλίο του. Μα αυτός περιμένει. Πίσω από το σκληρό περίβλημα που μας προσθέτουν τα χρόνια και οι εύκολες επιλογές της ύλης, αυτός είναι εκεί. Με την πρώτη βροχούλα της ψυχής μας ποτίζεται κι ανασταίνεται.
Τα δυο επίπεδα του βιβλίου, οι δυο ιστορίες η πραγματική και η φανταστική μπλέκονται, ανακατεύεται η μια με την άλλη. Και στις δυο κοινός παρονομαστής ο μικρός πρίγκιπας που περιδιαβαίνει τις σελίδες όπως ακριβώς ένα παιδί. Ανέμελα, αβίαστα, αγνοώντας την αναστάτωση που προκαλεί στο πέρασμά του. Το περιεχόμενο του βιβλίου καθόλου δεν μοιάζει με τα συνηθισμένα βιβλία. Δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα. Μα έχει ιστορία. Όχι μια, αλλά δύο. Με αρχή και μέση. Μαζί με τις ιστορίες αναφέρει ιδέες και στάσεις ζωής. Προβληματισμούς για τους ανθρώπους και την κοινωνία. Για τους ανθρώπους της ύλης, της ευκολίας και τους άλλους της ψυχής και του χρέους. Για τον κόσμο μας. Τον παλιότερο και τον σημερινό. Που τελικά δεν είναι και πολύ διαφορετικοί. Αλλάζουν το περίβλημα και τα εξωτερικά σουσούμια μα από μέσα, ο καρπός, το κουκούτσι είναι ίδια.
Γι’ αυτό και ένας ποιητής, ο Αντρέας Βάλσαμος είπε πως το βιβλίο τούτο έχει τα χαρακτηριστικά δοκιμίου. Η φιλόλογος, Ειρήνη Σπυριδάκη είπε πως αποτελεί μια νουβέλα ψυχολογική, υπαρξιακή ή ίσως και τα δυο μαζί, που πονάει και ανακουφίζει. Ο Νικόλας Νημάς λέει, πως το κείμενο δεν υιοθετεί τις αρχές της τυποποιημένης αντίληψης για την γνώση. Στέκεται στον αντίποδα της απλής παροχής πληροφοριών. Ευνοεί την κριτική σκέψη και επικεντρώνει στις αισθήσεις και τα συναισθήματα.
Ο Χρήστος με στρωτά Ελληνικά και με έντονο λυρισμό μας οδηγεί μέσα από ζωντανές περιγραφές σε τόπους αλληγορικούς, φανταστικούς και πραγματικούς. Είμαστε μαζί με τους ήρωές του στο θέατρο, στη Σελένα, στο Μεγάλο Κάστρο. Στο θέατρο να υποδυόμαστε ρόλους. Στο σπίτι του Κωνσταντή να βγάζουμε τα σώψυχά μας με ένα ποτήρι τσίπουρο. Τούρκοι μας κυνηγούν μαζί με τον μικρό πρίγκιπα και τον παπά Φώτη. Με τον καπετάν Μιχάλη και τον Ζορμπά κατηφορίζωμε την Σελένα και ξεγελώντας τους φρουρούς τρυπώνωμε στο Μεγάλο Κάστρο. Μα πιο πολύ είμαστε μέσα στο λατίνι που βολοδέρνει στην καταιγίδα, έρμαιο του ανέμου και της θάλασσας. Άφοβοι και μαζί σκιαγμένοι. Ένα βήμα δίπλα στον σκοπό μας και συνάμα τόσο μακριά.
Δεν μας δίνει έτοιμο τέλος για τις ιστορίες του ο συγγραφέας. Αφήνει την φαντασία μας να το διαχειριστεί όπως αυτή θέλει. Όπως τα πιστεύω του κάθε ενός τον οδηγούν. Μόνο τον αγώνα τονίζει και το πάλεμα. Τη διαρκή και αέναη αναζήτηση στον μέσα μας εαυτό. Το λέει κι ο Εξυπερύ πως για το ψάξιμο αυτό δεν φτάνουν μόνο τα μάτια. Μόνο το σώμα. Κάμποσα χρόνια πριν από αυτόν ένας άλλος δικός μας, ο Βιτσέντζος Κορνάρος το είχε πει πιο ποιητικά:
Τα μάθια δεν καλοθωρούν στο μάκρεμα του τόπου,
μα πλιο καλά και πλιο βαθιά θωρεί η καρδιά τ’ ανθρώπου.
Σημ. Η Αγγελική Μπεμπλιδάκη μίλησε για το βιβλίο του Χρήστου Τσαντή, «Ο μικρός πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της αναζήτησης», στην εκδήλωση που έγινε στο Ρέθυμνο, στο βιβλιοπωλείο «Αυτογνωσία», στις 22 Μαρτίου 2017. Μπεμπλιδάκη Αγγελική