Στις 14 Μαΐου 2016 ο Σύλλογος Κατοίκων Παλιάς Πόλης προσέφερε στο Ρέθυμνο μια από τις ουσιαστικότερες εκδηλώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί σ’ αυτό μέχρι σήμερα στον τομέα των γραμμάτων και του πολιτισμού. Την ημέρα εκείνη ο Σύλλογος τίμησε τρεις ανθρώπους-κορυφές στο είδος τους: τον Νικόλαο Μουτσόπουλο, την Ιωάννα Στεριώτου και τον Ιορδάνη Δημακόπουλο. Είχα τη χαρά και την τιμή να προσφωνήσω τον πρώτο από αυτούς, με τα παρακάτω λόγια.
«Τιμούμε σήμερα τρεις σημαντικούς για τη σωτηρία και ανάδειξη της μεσαιωνικής πόλης του Ρεθύμνου ανθρώπους, έχοντας τιμήσει ήδη στις «Ημέρες Ρεθύμνου 2012» τον τέταρτο της χορείας αυτής, τον αείμνηστο Χρήστο Μακρή. Είχα κλείσει την προσφώνησή μου τότε με τις φράσεις «Δεν είμαστε οι Ρεθύμνιοι επιλήσμονες. Αναβλητικοί, ίσως». Θέλω λοιπόν να ευχαριστήσω τον Σύλλογο Κατοίκων Παλιάς Πόλης για την αποψινή τιμητική εκδήλωση, αλλά και τον Δήμο Ρεθύμνης για την απονομή του αργυρού μεταλλίου της πόλης και ιδιαίτερα τον Θωμά Κρεβετζάκη, που μου ανέθεσε το βαρύ έργο να προσφωνήσω τον Νικόλαο Μουτσόπουλο, μια προσωπικότητα που οπωσδήποτε υπερβαίνει όχι μόνο τα ρεθεμνιώτικα αλλά και τα ελληνικά πλαίσια.
Πριν αναφερθώ στην προσφορά του στην πόλη μας, θα μου επιτρέψετε να σκιαγραφήσω το ιστορικό πλαίσιό της, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί την εποχή που ο καθηγητής κλήθηκε να τη μελετήσει επιστημονικά. Στις 30 Οκτωβρίου 1967 η Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου είχε κηρυχθεί ιστορικός διατηρητέος οικισμός, κατόπιν ενεργειών του τότε δημοτικού συμβουλίου και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κρήτης. Κηρύχθηκε δηλαδή το «τμήμα Παλαιάς Πόλεως το οριζόμενον υπό της Περιφερειακής οδού Φορτέτζας, των οδών Ι. Δημακοπούλου, Τεσσάρων Μαρτύρων, Κ. Γερακάρη, Εθνάρχου Μακαρίου και προκυμαίας Ελευθερίου Βενιζέλου». Αμέσως μετά το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου, διορισμένο οπωσδήποτε από το τότε καθεστώς αλλά όχι εμφορούμενο από τις αντιλήψεις του για τον πολιτισμό, έλαβε τις πρώτες βασικές αποφάσεις για τη διάσωση της Παλιάς Πόλης, γι’ αυτό και αρκετά από τα μέλη του έπεσαν θύματα φραστικών και σωματικών βιαιοπραγιών. Παραθέτω τα ονόματά τους: Δημήτρης Αρχοντάκης-δήμαρχος, Γιάννης Δαφέρμος, Βαγγέλης Δελήμπασης, Γιώργος Δρυγιαννάκης, Ιωσήφ Μανουσέλης, Μανώλης Πετρακάκης, Σταύρος Μοσχάκης και Κώστας Χαμαράκης.
Μαζί με τους μνημονευόμενους δεν πρέπει να ξεχνούμε κα τον τότε έφορο Αρχαιοτήτων Γιάννη Τζεδάκη, που συνέβαλε αποφασιστικά για την κήρυξη της πόλης ως διατηρητέας και που τιμήθηκε το έτος 2011 από τον Σύλλογο Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου για την προσφορά του αυτή.
Λίγα χρόνια μετά ανατέθηκε στον καθηγητή Αρχιτεκτονικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλαο Μουτσόπουλο η εκπόνηση μελέτης «Προστασίας και Αναδείξεώς» της. Ας δούμε στο σημείο αυτό ποιος ήταν τότε ο άνθρωπος αυτός.
Είχε γεννηθεί το έτος 1927 στην Αθήνα και είχε σπουδάσει Αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με σπουδαίους δασκάλους, όπως τους Δημήτριο Πικιώνη, Αναστάσιο Ορλάνδο, Νίκο Εγγονόπουλο και Παναγιώτη Μιχελή. Είχε σπουδάσει επίσης Θεολογία στο ίδιο Πανεπιστήμιο και είχε συνεχίσει τις σπουδές του στη Βυζαντινή Ιστορία και Τέχνη και στην αναστήλωση και οργάνωση μουσείων με υποτροφία στη Σορβόννη. Μετά από τις σπουδές αυτές είχε υποβάλει στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο διδακτορική διατριβή με θέμα «Η αρχιτεκτονική των Εκκλησιών και των Μοναστηριών της Γορτυνίας», η οποία είχε βαθμολογηθεί με άριστα.
Το έτος 1958 είχε ήδη εκλεγεί παμψηφεί τακτικός καθηγητής στην έδρα Αρχιτεκτονικής Μορφολογίας και Ρυθμολογίας στη νεοσύστατη τότε Αρχιτεκτονική Σχολή του Αριστοτελείου, όπου δίδαξε για περισσότερα από 35 χρόνια, ασχολούμενος παράλληλα με τη συγγραφή μελετών και τη διοργάνωση διεθνών και τοπικών επιστημονικών συνεδρίων. Το ενδιαφέρον του είχε περιστραφεί σε θέματα σχετικά με τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, καθώς και με την καταγραφή των οχυρών οικισμών και των κάστρων του βορειοελλαδικού χώρου·στα πλαίσια αυτής της δραστηριότητάς του είχε εκπονήσει πολλές μελέτες με θέμα τη διατήρηση, την ανάπλαση και την αναστήλωση πόλεων και οικισμών της Ελλάδας. Τέτοιες υπήρξαν οι πρότυπες, κατά κοινή ομολογία, μελέτες του για τη Βέροια, την Καστοριά, την Τρίπολη και, βέβαια, για την πόλη μας, το Ρέθυμνο.
Η μελέτη που του ανατέθηκε εκπονήθηκε από τον ίδιο και τους επίσης αρχιτέκτονες Γεώργιο Ζέρβα και Ευάγγελο Αδαμογιάννη, με συνεργάτες τους Τόνια Μοροπούλου, Νικόλαο Ροδολάκη, Ιάκωβο Γκανούλη, όπως και τους Τ. Μουρούζη και Ι. Πάσχο και τους φοιτητές τους, εν είδει πρακτικής άσκησης. Η μελέτη παραδόθηκε στον Δήμο Ρεθύμνης τμηματικά μέχρι και το έτος 1974.
Η μελετητική ομάδα εργάστηκε σε εχθρικό κλίμα, όπως παραδέχτηκε ο Νικόλαος Μουτσόπουλος, σε εισήγησή του τριάντα χρόνια αργότερα, στην επιστημονική συνάντηση «Προστασία και ανάπλαση της Παλιάς Πόλης» το Νοέμβριο του 1999 στο Ρέθυμνο, οπότε είχε δηλώσει, πολύ κομψά, ότι είχαν καταβάλει «προσπάθειες για ψυχολογική προετοιμασία του πληθυσμού να αποδεχθεί την ανάγκη προστασίας». Υπάρχει οπωσδήποτε εξήγηση της εχθρικής εκείνης στάσης. Ήταν εξαιρετικά δύσκολο ένας αναλφάβητος Ρεθεμνιώτης τα έτη 1973 και 1974 να καταλάβει το γιατί θα έπρεπε να διατηρηθούν μνημεία όπως τα τζαμιά, τα μεζάρια και οι βενετοτουρκικές κατοικίες της Παλιάς Πόλης. Για τους ανθρώπους αυτούς τα βενετσιάνικα καντούνια και τα οθωμανικά τσαρσιά σηματοδοτούσαν τη φτώχεια και την οπισθοδρόμηση και όχι την ιστορία και τον πολιτισμό.
Αν για τους τότε διοικούντες, για τους εντεταλμένους υπαλλήλους με τη διατήρηση της μνημειακής κληρονομιάς και για το ανερχόμενο εργολαβικό λόμπι δεν μπορεί να υπάρξει δικαιολογία, για τον εργατόκοσμο που κατοικούσε στην Παλιά Πόλη τα ελαφρυντικά ήταν πολλά. Για τη φτωχολογιά του Ρεθύμνου, που ήταν χωμένη στον αγώνα της επιβίωσης, σε μια εποχή οικονομικής ύφεσης και μετανάστευσης, και που δεν διέθετε ίχνος ιστορικής παιδείας, η διαβίωση σε υγρές και ημιερειπωμένες κατοικίες, χωρίς τουαλέτες, που η αρτηριοσκληρωτική δημόσια διοίκηση δεν επέτρεπε να επισκευάσουν αλλά και ούτε παρείχε το παραμικρό κίνητρο γι’ αυτό που σήμερα επικράτησε να ονομάζεται «αναπαλαίωση», ήταν ανυπόφορη. Χωρίς οικονομική βοήθεια οι κάτοικοι καλούνταν να αναστηλώσουν μια Παλιά Πόλη και να επωμιστούν το βάρος της σωτηρίας μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που οι ίδιοι δεν κατανοούσαν και που θα απολάμβαναν αποκλειστικά εκείνοι που είχαν την ευκαιρία να τύχουν αντίστοιχης παιδείας και ο μελλοντικός τουρισμός, από τον οποίο οι ίδιοι τίποτα δεν μπορούσαν να προσδοκούν.
Η «Μελέτη Μουτσόπουλου», όπως επικράτησε έκτοτε να αποκαλείται, υπήρξε πρότυπη στο είδος της και περιλάμβανε αναλυτικές καταγραφές και αποτύπωση του ιστού, των όψεων των κτισμάτων και ιστορικών κτιρίων. Περιλάμβανε επίσης μελέτη εφαρμογής, με τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν σε βάθος χρόνου και την κοστολόγησή τους. Ούτε λίγα ούτε πολλά τεκμηριώθηκαν 750 βενετσιάνικα σπίτια με οθωμανικές προσθήκες και μετασκευές, 76 αξιόλογοι πυλώνες, 72 διευρυμένες γωνίες και πολλές δεκάδες κιόσκια, διαβατικά, μέγαρα, όπως και μια ολόκληρη σειρά μνημείων (φρούριο, κρήνες, τζαμιά, εκκλησίες)! Τεκμηριώθηκαν μέχρι και βοτσαλωτές αυλές, καπνοδόχοι, ρόπτρα και πολλά ακόμη στοιχεία της Παλιάς Πόλης. Οποιαδήποτε μελέτη ακολούθησε, ακαδημαϊκή ή εφαρμογής, στηρίχτηκε στη «Μελέτη Μουτσόπουλου». Οι ειδικοί όροι για την Παλιά Πόλη του Ρεθύμνου του 1976, το Προεδρικό Διάταγμα του 1978 με το οποίο αυτή χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός οικισμός, αλλά και το διάταγμα προστασίας της του 1985 στηρίχτηκαν σ’ αυτήν.
Οπωσδήποτε η πορεία του Νικόλαου Μουτσόπουλου ούτε ξεκίνησε, όπως είδαμε, αλλά ούτε και τερμάτισε στο μικρό μας τότε Ρέθυμνο. Στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης διετέλεσε επίσης Συγκλητικός, Κοσμήτορας, πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτόνων και σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής του. Υπήρξε επίσης ιδρυτικό μέλος του Διεθνούς και του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS, του οποίου διετέλεσε και πρόεδρος μέχρι το 1981, καθώς και του Ελληνικού Τμήματος του Διεθνούς Ινστιτούτου Φρουρίων και Πύργων. Διοργάνωσε πολλά Διεθνή Συνέδρια με θέμα την Αρχιτεκτονική των Βυζαντινών Μνημείων της Μακεδονίας και τα μοναστήρια του Αγίου Όρους, ενώ έλαβε μέρος σε τουλάχιστον 150 επιστημονικά συνέδρια. Έδωσε διαλέξεις σχετικές με το αντικείμενο των επιστημονικών του ερευνών και κυρίως με τα Βυζαντινά και Μεταβυζαντινά Αρχιτεκτονικά Μνημεία (φρουριακής, εκκλησιαστικής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής) με τα οποία ασχολήθηκε ιδιαίτερα αλλά και με θέματα, που αφορούσαν τη βυζαντινή τέχνη και ιστορία.
Συνολικά συνέγραψε και δημοσίευσε περισσότερες από 500 μονογραφίες, επιστημονικά άρθρα και μελέτες. Γνωστότερες από τις μονογραφίες του είναι: Η Αρχιτεκτονική των μοναστηριών και των εκκλησιών της Γορτυνίας, Η λαϊκή αρχιτεκτονική της Βέροιας, Συμβολή στην τυπολογία της Βορειοελλαδικής κατοικίας, Κάρπαθος: Σημειώσεις ιστορικής τοπογραφίας και αρχαιολογίας, Οι ρίζες της παραδοσιακής μας αρχιτεκτονικής, Οι εκκλησίες της Καστοριάς, Ο ορεινός οικισμός του Χορτιάτη και ο ναός του Αγίου Ανδρέα, Η αρχιτεκτονική μας κληρονομιά κ.ά. Ασχολήθηκε επίσης με την τεκμηρίωση της ύπαρξης του ελληνισμού και έχει καταγράψει ελληνικά κάστρα σ’ ολόκληρο τον χώρο των Βαλκανίων. Είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Academia Pontaniana της Νάπολης και της Ακαδημίας Επιστημών της Βουλγαρίας και επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Σόφιας και εκείνου του Βελίκο Τίρνοβο.
Αυτό είναι το περίγραμμα της ζωής και της προσφοράς ενός μεγάλου ανθρώπου, του Νικόλαου Μουτσόπουλου, μεταξύ άλλων και στη μελέτη, σωτηρία και ανάδειξη της Παλιάς μας Πόλης. Δυστυχώς δεν είχαμε την ευκαιρία να τον έχουμε κοντά μας, εξαιτίας της πολύ προχωρημένης ηλικίας του, τον απολαύσαμε όμως σε ένα ειδικά για την τιμητική εκδήλωση γυρισμένο βίντεο. Σ’ αυτό διαπιστώσαμε την οξύτητα του πνεύματός του σήμερα, γεγονός που μας κάνει να υποψιαζόμαστε, όσοι δεν είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε προσωπικά, το μέγεθος του ανδρός όταν βρισκόταν στην πόλη μας, στα νεανικά χρόνια της επιστημονικής του σταδιοδρομίας.
O Χάρης Στρατιδάκης είναι σχολικός σύμβουλος – συγγραφέας