Οι παρεμβάσεις για την επαναλαμβανόμενη αναίρεση της δικαστικής αθώωσης τού πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, κ. Γεωργίου, έχουν καταδείξει την κατάχρηση μιας πρακτικής της μεταπολιτευτικής περιόδου, η οποία έχει προσλάβει απειλητικές διαστάσεις στην Ελλάδα της κρίσης. Πρόκειται για τη μηδενιστική «κοσμοθεώρηση» (!), σύμφωνα με την οποία μπορεί να ακυρώνεται σχεδόν στην πράξη η ισχύς αμερόληπτων νόμων και θεσμών όταν οι αποφάσεις για ορισμένα κρίσιμα θέματα είναι δυνατόν να θίγουν τα συμφέροντα ορισμένων πολιτικών οικογενειών, συντεχνιών, κομμάτων και συνδικαλιστικών παρατάξεων.
Μετά και από τον διασυρμό από τα Greek statistics διατυπώθηκε η κοινοτική απόφαση πως τα στατιστικά στοιχεία μετρούνται σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. σύμφωνα με μια ορισμένη μέθοδο και οι επικεφαλής των εθνικών στατιστικών αρχών έχουν «την αποκλειστική ευθύνη» και ως προς «το περιεχόμενο και την επιλογή της χρονικής συγκυρίας για τη δημοσίευση στατιστικών στοιχείων» (o σχετικός κώδικας της Eurostat έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με το ν. 3832/2010: βλ. Γιάννης Παλαιολόγος, «Κ.», 4/8/2017). Η εφαρμογή του συγκεκριμένου νόμου δεν αποτελεί θέμα πλειοψηφίας και δεν τίθεται σε ψηφοφορία. Προς τί λοιπόν η τεχνητή «τρικυμία εν ποτηρίω» ως προς την τυπική έγκριση των στατιστικών στοιχείων από το Δ. Σ. της ΕΛΣΤΑΤ;
Στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στην κοινωνία της νεωτερικότητας η απεικόνιση της Δικαιοσύνης με τα μάτια καλυμμένα με μαντήλι σημαίνει, βασικά, ότι η ίδια, κατά την απονομή του δικαίου, δεν πρέπει να βλέπει αν οι αντίδικοι είναι πλούσιοι ή φτωχοί, ισχυροί ή αδύναμοι, συμπολιτευόμενοι ή αντιπολιτευόμενοι προς την κυβέρνηση. Παρόμοια πρέπει να είναι κωφή στις πιέσεις ή τις φωνές εκείνων που προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα κλίμα που ευνοεί, μεροληπτικά, ορισμένες δικαστικές αποφάσεις. Βέβαια, όπως όλα τα πράγματα έχουν δυο όψεις, μια δυνητικά καλή και μια κακή, έτσι και η δικαιοσύνη: κατά την εφαρμογή της από τους δικαστές, οι οποίοι είναι άνθρωποι, μπορεί να παρουσιάζει μιαν αμφισημία. Είτε είναι λοιπόν «τυφλή» σε διακρίσεις και «κωφή» στις πιέσεις των ισχυρών, όπως συμβαίνει κατά κανόνα σύμφωνα με τα τυπικά και αμερόληπτα κριτήριά της, ή – ενάντια στις αρχές της αυτές – μπορεί να είναι «τυφλή» και «κωφή» στο να ξεχωρίζει το δίκαιο από το άδικο, οπότε μπορεί να μετατρέπει έντιμους ανθρώπους σε εξιλαστήρια θύματα, ακόμη και όταν ασκούν με ακεραιότητα την αρμοδιότητά τους – κάτι που μπορεί να προκαλεί την απαρέσκεια ορισμένων ισχυρών. Στις ειδικές και σπάνιες περιπτώσεις που υπερισχύει η τελευταία περίπτωση, τότε η δικαιοσύνη διολισθαίνει σε πρακτικές που θυμίζουν τις φωνές, τις πιέσεις, τα μπαξίσια και τα μαγειρέματα που γίνονταν κατά την απονομή της «δικαιοσύνης» από τον οθωμανό «καδή».
Θεσμικά, το ξεπερασμένο δίκαιο του «καδή» δεν έχει καμιά θέση στα ελληνικά δικαστήρια. Μέχρι που έρχονται κάποια γεγονότα να μας θυμίσουν πως όταν τα πράγματα δυσκολέψουν για ορισμένους ισχυρούς, τότε η Ελλάδα δεν είναι Ευρώπη και, επομένως, ακόμη και το «τυπικό δίκαιο των δικαστών» μπορεί να εξωθείται στο να μην είναι ουδέτερο και αμερόληπτο, αλλά να επηρεάζεται από τη θέληση των ισχυρών ή τα σκαμπανεβάσματα της κοινής γνώμης. Το τελευταίο μπορεί να εξειδικευθεί και ως το «κοινό περί δικαίου αίσθημα», με αποσιώπηση του γεγονότος ότι η έννοια αυτή είναι τόσο αόριστη και προπαντός ευάλωτη στη χειραγώγηση από τις τρέχουσες ισορροπίες δυνάμεων και τα εκάστοτε παιγνίδια της εξουσίας. Και εδώ οι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Γι’ αυτό και το «τυπικό δίκαιο των δικαστών» ισχύει ως το «θεσμικό αντίβαρο» ενάντια στα κάθε λογίς επιχειρούμενα παιγνίδια με τη Δικαιοσύνη και το Σύνταγμα μέσω της κυνικής εκμετάλλευσης του «κοινού περί δικαίου αισθήματος».
* Ο Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης