Έλα όμως που ο Μέγας Οδυσσέας δεν λέει να χαθεί από μέσα μας κι από τη συλλογική μνήμη μας. Έλα που βασανίζει ολημερίς κι ολονυχτίς τη σκέψη μας. Έλα που τριβελίζει την ηρεμία μας η εικόνα του, άλλοτε δεμένου – αλλοπαρμένου στο κατάρτι για να γλυτώσει απ’ τις σειρήνες κι άλλοτε να παλεύει με τον θυμωμένο Ποσειδώνα.
Άλλοτε να βρίσκεται αντιμέτωπος με κύκλωπες κι άλλοτε με Λαιστρυγόνες ο πολυμήχανος. Άλλοτε πάλι να παλεύει με την Κίρκη, (αυτή που πάντα φοβόμουν περισσότερο):
«Οι άλλοι εδώ να µείνετε τώρα, πιστοί συντρόφοι,
κι εγώ, µε το καράβι µου και τους δικούς µου ανθρώπους,
θα πάω να µάθω ποιοι είναι αυτοί που κατοικούν τον τόπο,
άγριοι αν είναι κι άπιστοι και δίκιο αν δεν κατέχουν,
ή τους θεούς αν σέβουνται κι άντρες φιλόξενοι είναι»
Όµηρος, Οδύσσεια
Λες και θέλει να μου μιλήσει ο μέγας θαλασσοδαρμένος, και μέσα από μένα λες και θέλει να μιλήσει στη γενιά μου, αυτή τη γενιά που έμαθε πλέον καλά, χωρίς αντίρρηση να σκύβει το κεφάλι.
Ε λοιπόν, σας το λέω με σιγουριά γιατί το αισθάνομαι: Ο Οδυσσέας δεν συμφωνεί με όσα γίνονται! Πως θα μπορούσε άλλωστε να συμφωνήσει αυτός ο πολυμήχανος, ο μέγας ταξιδιώτης που ποτέ δεν υποτάχτηκε με την υποχώρηση και την υποταγή;
Να το δεχτώ, πως είμαστε σαν χώρα σήμερα στη θέση του αδυνάτου. Τον εκσυγχρονισμό και τις αναγκαίες αλλαγές για να λειτουργήσει σωστά αυτή η χώρα θα έπρεπε να τα είχαμε μόνοι μας εφαρμόσει, μακάρι να το είχαμε καταφέρει, μακάρι να είχαμε γίνει μια ευνομούμενη πολιτεία, μακάρι να είχαμε απαλλαγεί από τη διαπλοκή, τη φοροδιαφυγή, την τεμπελιά τον ωχαδερφισμό και όλα τ’ άλλα -της γενιάς μας τα ελαττώματα.
Ότι φταίξαμε, ότι έχομε υπερβεί τα όρια κι έχομε υποπέσει σε λάθη φοβερά, όλα αυτά να τα δεχτώ. Παρ’ όλα αυτά το ξέρω καλά, το ξέρετε κι εσείς επίσης: Ο Οδυσσέας εκείνος που ζει εντός μας χιλιάδες χρόνια τώρα, δεν είναι σύμφωνος με όσα σήμερα συμβαίνουν εδώ.
«Καὶ σὰν τοὺς κέρασε, κι αὐτοὶ σὰν ἤπιαν, τότ’ ἐκείνη
χτυπώντας τους μὲ τὸ ραβδὶ τοὺς κλεί στὶς χοιρομάντρες·
κι ἄξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι
καὶ τρίχες, καὶ μονάχα ὁ νοῦς τοὺς ἔμενε σὰν πρῶτα.
Ἐκεῖ κλεισμένοι κλαίγανε, καὶ γιὰ νὰ φᾶνε ἡ Κίρκη
τοὺς ἔρριχνε πρινόκαρπους, ἀκράνια, βαλανίδια,
ποὺ οἱ χοῖροι οἱ χαμοκύλητοι νὰ τρῶνε συνηθᾶνε».
Βλέπω μια σοβαρή κυρία (ξένη φαίνεται, ευρωπαία) μέσα από τη σοβαρή εικόνα της να μου εξηγεί μειλίχια και να μου λέει πως…. όλα για το καλό μας γίνονται και για την προκοπή μας, πως πρέπει να ηρεμήσω, να το πιστέψω κι εγώ επιτέλους πως η υπερχρέωση της χώρας έγινε για το καλό μας, και πως η κυρά-Ευρώπη κάνει για μας ότι καλύτερο.
Τότε κι εγώ, απάνω που ήμουν έτοιμος να συμφωνήσω και να αποδεχτώ τα συνετά της λόγια, ω σύμπτωση διαβολική, θυμήθηκα τα ίδια τα λόγια του Οδυσσέα και τα ψιθύρισα του Θωμά που έμεινε εμβρόντητος:
«Ώ Κίρκη, πῶς ζητᾶς ἐγὼ νὰ σοῦ φερθῶ μὲ γλύκα,
ποὺ χοίρους στὰ παλάτια σου τοὺς φίλους μου ἔχεις κάμει»
– Λες να συνέβη το υπερβατικό; Λες να μπήκε ο Μέγας Οδυσσέας μέσα στη σημερινή πραγματικότητα, αναρωτήθηκε ο Θωμάς, στον ουρανό απλώνοντας τα χέρια. Λες να έγινε ξαφνικά ο Μέγας θαλασσοπλάνος και θαλασσογητευτής ο απροσδόκητος σύμμαχός μας που αντιμάχεται το βούλιαγμα και την καταστροφή μας;
– Μπορεί. Διότι αυτή την ώρα, εγώ δεν αναφέρομαι σε κόμματα, δεν αναφέρομαι σε κυβερνήσεις, δεν είναι θέμα πάει να πει μικρόψυχο και ταπεινό. Αναφέρομαι στη δύναμη εκείνη τη μυστηριακή που από τα βάθη των αιώνων αναδύεται στο αίμα μας το ελληνικό, σαν από όνειρο πετιέται και φυτρώνει, και μας κάνει να νοιώθουμε πως οι βάρβαροι τελικά δεν θα διαβούνε.
Οι εκφωνητές των μέσων μετέδιδαν με τους πιο δραματικούς τόνους την είδηση για τη νέα εφιαλτική τρομοκρατική ενέργεια στη Γαλλία.
«Απόκοτε! Καινούργια βάσανα γυρεύεις και πολέμους;
Γιατί δε σκύβεις στους αθάνατους θεούς την κεφαλή σου;»
-Έλα ντε; Γιατί;
* Ο Μανόλης Καλλέργης είναι γιατρός