Την Κατοχή οι κάτοικοι του χωριού ήτανε όλοι τους κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Οι κτηνοτρόφοι τα πρόβατά τους ή τα κατσίκια τους τα βόσκανε στην περιοχή του Βρύσινα. Τον χειμώνα και την άνοιξη το βράδυ τα οδηγούσανε στο χωριό στην μάνδρα τους που ήταν πάντα κοντά στο σπίτι τους. Το δε καλοκαίρι και το φθινόπωρο μένανε στο βουνό, μέσα σε μια αυτοσχέδια μάνδρα από πέτρες και κλαδιά. Ο βοσκός έμενε κοντά τους σε αυτοσχέδιο μικρό σπιτάκι από πέτρες σκεπασμένο από ένα τεμάχιο τσίγκου, έχοντας πάντα κοντά του έναν σκύλο για την ασφάλεια του κοπαδιού του από την κλοπή.
Οι γεωργοί για την καλλιέργεια των χωραφιών τους ήταν απαραίτητο να έχουν και ένα γάιδαρο ή ένα μουλάρι για όλες τις μεταφορές των κτηνοτροφικών και των γεωργικών προϊόντων τους. Οι κάτοικοι, εκτός των παραπάνω, είχανε και την καλλιέργεια όλων των κηπευτικών για τη διατροφή των οικογενειών τους, όπως, πατάτες, κρεμμύδια, φασόλια κ.λπ. Όλα αυτά τα καλλιεργούσαν στο περιβόλι τους το οποίο ήτανε κοντά στο χωριό, επίσης και κοντά εκεί που είχε τρεχούμενο νερό και το καθένα με την εποχή του και με την ποσότητα που θα επαρκούσε για το σπίτι τους. Σε αυτά είχαν πολλές απώλειες από κλοπές από τους τεμπέληδες χωριανούς και των κατοίκων των διπλανών χωριών.
Αυτό ήταν η αιτία η οικογένεια του κυρίου Παναγιώτη το καλοκαίρι να φύγει από το χωριό για να εγκατασταθεί στο χωράφι του Κωστή Π. κοντά στο περιβόλι του. Εκεί δίπλα στην τσουνάτη ελιά, έστησε μια καλύβα από ξύλινους πασσάλους και την σκέπασε από πάνω και από δίπλα με καλάμια και κλαδιά πλατάνων. Μέσα σε αυτή έμενε η οικογένεια με τα έξι παιδιά τους. Μαζί είχανε πάρει τις δυο κατσίκες τους για το γάλα και τις κότες τους για τ’ αυγά για τις ανάγκες των παιδιών τους. Μετά από ένα μήνα κλώσησε η χοχλιδάτη κότα και τους έβγαλε 13 κλωσσόπουλα. Επίσης είχανε πάρει κοντά τους και τον σκύλο τους με το όνομα Τζώνη για την ασφάλειά τους που τον δέσανε πιο πέρα σε μια κουφάλα ελιάς. Τον τάιζαν αποφάγια, κόκαλα και λίγο γάλα, αν περίσσευε. Έμενε ορισμένες ημέρες νηστικός που δεν είχανε φαγητό να του δώσουνε. Έτσι ήτανε πολύ αδύνατος από την πείνα και αδιαφορούσε για την ασφάλεια του περιβολιού τους που δεν γαύγιζε όπως πρώτα.
Όταν του πηγαίνανε το φαγητό από την πείνα που είχε τους έγλυφε τα χέρια ως ένδειξη ευχαριστίας του. Βλέποντας ότι ο σκύλος τους υποφέρει από το φαγητό και δεν ενδιαφέρεται για την ασφάλειά τους, του δίνανε περισσότερο και κάθε ημέρα. Έτσι συνήλθε και το ενδιαφέρον του ήτανε περισσότερο για την ασφάλειά τους.
Μια ημέρα είπε η μάνα στο γιο της Γιάννη: Πήγαινε το φαγητό στον σκύλο. Ο Γιάννης του το έβαλε επάνω σε μία πέτρα. Την ώρα εκείνη τον δάγκωσε σοβαρά στο χέρι. Έκλαιγε, πονούσε και πήγε στη μάνα του. Του το έπλυνε με τσικουδιά, έβαλε καπνό από ένα τσιγάρο του πατέρα του και το έδεσε με ένα κομμάτι άσπρο πανί από σεντόνι.
Πήγε μετά η μάνα με ένα ξύλο και τον χτύπησε πολλές φορές λέγοντάς του, όταν σου δίναμε λίγο φαγητό μας έγλειφες τα χέρια, και τώρα που τρως πολύ, θα μας δαγκώνεις; Ξετζάνισες ε; Αυτός μπήκε στην κουφάλα της ελιάς και κλαούριζε.
Το βράδυ που γύρισε στην καλύβα ο άνδρας της, του έβαλε μια ρακή να ξεκουραστεί και μετά τον ενημέρωσε για όλα και για τον σκύλο που δάγκωσε τον Γιάννη μας. Αυτός της απάντησε: Δεν έχεις ακούσει Γεωργία, τι λέγανε ο παλιοί μας και το λένε ακόμα και τώρα; Ότι ο πεινασμένος σκύλος δεν δαγκώνει και να μην τον φοβάσαι, να φοβάσαι μόνο τον χορτάτο.
Αυτά τα λόγια έχουν μεγάλη σημασία και εκτός από τα ζώα έχουν επεκταθεί με το ίδιο νόημα και στις συμπεριφορές των ανθρώπων που τις έχουμε συναντήσει συχνά στη ζωή μας. Από αυτές θα σου πω μόνο τις δύο που έχουν συμβεί στα χωριά μας τώρα κοντά.
Όταν έφυγε το Μάρτη ο γιος του Σηφοκωστή φαντάρος, πήρε βοσκό το μεγαλύτερο κοπέλι, 15 ετών τότε, από τα 8 του καφετζή.
Αμέσως πήγε στη χώρα στου Λελέ «Λελεδάκη» και του πήρε στιβανάκια και από του Μαμάλιου μια φορεσιά ρούχα. Του έδωσε και το ράσο του γιου του να μην βρέχεται και να μην κρυώνει του χειμώνα. Έκανε συμφωνία με τον πατέρα του ότι θα τον ταΐζει πρωί – βράδυ και το μεσημεριανό θα του το βάζει στο βουργιάλι να τρώει εκεί που θα βόσκουν τα πρόβατα. Επιπλέον θα του δίνει το χρόνο 5 αρνιά σακασμένα για την οικογένειά του.
Όλα για τρία χρόνια πηγαίνανε καλά, αλλά μετά άρχιζε να αλλάζει συμπεριφορά το βοσκάκι. Δεν πρόσεχε να βόσκουν τα πρόβατα, να μην κάνουν ζημιές στα σπαρτά των χωριανών, έφευγε με παρέες και αργούσε να γυρίσει και ζήτησε από το αφεντικό του να του δίνει ακόμα τρία αρνιά το χρόνο από τώρα και μετά.
– Είδες Γεωργία, τον έντυνε, του έδινε 5 αρνιά, τον τάιζε όσο ήθελε, που στο σπίτι του δεν τα είχε όλα αυτά γιατί ήτανε φτωχή οικογένεια.
– Εδώ ταιριάζει η συμπεριφορά του με τον σκύλο που δάγκωσε τον Γιάννη μας. Έτρωγε καλά και ξετζάνισε το βοσκάκι του καφετζή.
– Να, γιατί του είπε να φύγει και θα πάρει άλλο βοσκό από το διπλανό χωριό. Να κάθεται εδά στο σπίτι του να μουρμουρίζουνε τ’ άντερά του από την πείνα.
Και το άλλο είναι: Όταν ο παπάς Αυγερινός είχε πάρει την παπαδιά του από την Μεσαρά Ηρακλείου. Όταν πήγανε να την πάρουνε, πήγανε οι συγγενείς με δυο γαιδάρους και ένα μουλάρι να μεταφέρουνε και την προίκα της.
Το βράδυ μείνανε εκεί και το πρωί φορτώσανε τα ρούχα της που τα είχε βάλει σε δυο μπόγους. Η μάνα της έδωσε και την ξύλινη σκάφη να ζυμώνει τις κουλούρες για την εκκλησία, το ψωμί τους και τους λαζάρους το Μ. Σάββατο. Από εκεί και μετά στέσανε μια καλή οικογένεια. Κάνανε πέντε παιδιά και οι χωριανοί λέγανε τα καλύτερα λόγια για τον παπά ότι πέτυχε και πήρε καλή παπαδιά.
Αυτά δεν κρατήσανε για πολλά χρόνια, λες και έπεσε γρουσουζιά στο σπίτι τους. Σιγά σιγά η παπαδιά άλλαζε συμπεριφορά προς την οικογένειά της και στους χωριανούς. Μέχρι το μανδήλι έβγαλε από το κεφάλι της και βαφότανε στο πρόσωπο λες και ζούσε στη χώρα. Ακόμα και τις δυο κατσίκες που είχανε στην αυλή τους να πίνουν γάλα, ούτε νερό δεν τους έβαζε. Ο επίτροπος που ήτανε πιο κοντά στον παπά του είπε μια μέρα. – Παπά, σύρε λίγο την μουράγια της παπαδιάς, γιατί αυτά που κάνει δεν ταιριάζουν στο χωριό μας. Ξέχασε γρήγορα πως ζούσε στο χωριό της; Αν δεν την έπαιρνε ο παπάς, θα έπαιρνε κανένα βοσκάκι σαν αυτό που είχε πάρει ο Σηφοκωστής και θα πεινούσανε σε όλη τους τη ζωή.
Βρήκε την μαντζαδούρα του παπά, την πήρε ολοτσίτσιδη και εδά χιλιμιντρά σαν την φ… αυτά που λέγανε οι παλιοί μας, όλα τα βλέπουμε μπροστά μας. Ήτανε σοφά λόγια.
Τα παραπάνω και πολλά άλλα είναι πραγματικές ιστορίες που τις βιώσαμε ακριβώς όπως αναφέρονται πριν πολλά χρόνια. Εξάλλου, εμείς που είμαστε σήμερα στη ζωή, τα πιστοποιούμε με κάθε λεπτομέρεια όπως τα ζήσαμε και με τις δυσκολίες που συναντήσαμε στη διαβίωση και στη διατροφή, που είναι αδύνατον να ξεχαστούν.
Όμως και οι νεώτεροι έχουν την υποχρέωση να αναγνωρίζουν, με τον οφειλόμενο σεβασμό, την προσφορά μας προς αυτούς για να ζούνε σήμερα σε καλύτερη εποχή χωρίς δυσκολίες.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι Απόστρατος Αξιωματικός και γράφει όπως τα θυμάται