Είχαμε υποσχεθεί όταν κάναμε την πρώτη αναφορά μας στον Κωνσταντίνο Τζαγκαράκη, τον περίφημο «Αδελιανό» ότι θα επανέλθουμε με νεότερα στοιχεία που μας έδωσαν παλιοί Ρεθεμνιώτες που τον γνώρισαν.
Γιατί ήταν πράγματι μια ξεχωριστή μορφή ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης που το όνομά του είχε περάσει με χρυσά γράμματα στην τοπική αγορά. Κρίμα μόνο που η ζωή του επιφύλαξε τόσες πίκρες. Ίσως να ήταν το τίμημα της τόσης επιτυχίας του που με ιδρώτα και απόλυτη αυτοδυναμία απέκτησε. Ποιός ξέρει;
Να θυμίσουμε ότι ο Κωνσταντίνος Τζαγκαράκης γεννήθηκε στο Άδελε το 1860. Η μιζέρια που όπως όλα τα παιδιά βίωνε κι αυτός, καθώς οι καιροί ήταν χαλεποί για το νησί μας τον ωρίμαζε περισσότερο για την ηλικία του. Ο κόσμος ζούσε μέσα στην αβεβαιότητα και στην ανάγκη να ξεφύγει από τη σκλαβιά των Τούρκων. Στα έξι του χρόνια έγινε το θρυλικό ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, στον ίσκιο του οποίου μεγάλωνε ο Κωνσταντίνος.
Νέος ακόμα εκδήλωσε την επιθυμία να απλώσει τα φτερά του στην πόλη. Οι πιο φρόνιμοι θέλησαν να τον συνετίσουν. Τι γύρευε παιδί πράμα στο άγνωστο της… χώρας;
Για την εποχή ήταν περιπέτεια να μεταφερθεί κάποιος στην πόλη από το χωριό. Σαν να άλλαζε ήπειρο. Κάπου είχαν δίκιο οι άνθρωποι να είναι επιφυλακτικοί. Στο χωριό είχες το σπίτι τους δικούς τους συγγενείς και φίλους. Στην πόλη αν δεν υπήρχαν κάποιοι να σε στηρίξουν, το μέλλον σου ήταν αβέβαιο.
Ο Κωνσταντίνος πιστεύοντας πάντα στον εαυτό του κυνήγησε τα όνειρά του. Είχε ιδέες και διάθεση να εργαστεί. Η σκληρή δουλειά δεν τον τρόμαζε.
Εργατικός και αξιαγάπητος
Ήρθε στο Ρέθυμνο και δεν άργησε να κατακτήσει τους Ρεθεμνιώτες, ανοίγοντας στην αρχή ένα μαγαζάκι. Έντιμος κι εργατικός καθώς ήταν, γλυκομίλητος κι ευγενικός είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια σταθερή πελατεία.
Σιγά σιγά το ταμείο του άρχισε να γεμίζει. Ο κόπος του ανταμειβόταν με τρόπο ευλογημένο. Η περιουσία του μεγάλωνε με τη σκληρή δουλειά του. Όπως το περίμενε είχε καταφέρει να πλησιάσει το όνειρό του και να γίνει ένας δακτυλοδεικτούμενος έμπορος. Εντελώς αυτοδημιούργητος έγινε ξαφνικά ο «πρώτος» του χωριού.
Κοντά στον Θεό
Η επιτυχία ποτέ δεν τον ζάλισε. Έμενε απλός και ταπεινός. Ο τακτικός εκκλησιασμός έδειχνε πόσο κοντά ήθελε να είναι στον Θεό. Η πόρτα του ποτέ δεν έκλεισε σε συμπολίτη του που χρειαζόταν τη βοήθειά του. Κι η περιουσία του όλο και μεγάλωνε.
Κάθε φορά που η πατρίδα του τον καλούσε στο καθήκον, ανταποκρινόταν με θέρμη. Και διακρινόταν στις μάχες τιμώντας τον τόπο του με τη γενναιότητά του.
Τύπος παραδοσιακός δεν μπορούσε να μην δημιουργήσει με όλους τους κανόνες της ευπρέπειας μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Στάθηκε κι εδώ τυχερός. Παντρεύτηκε μια όμορφη και άξια γυναίκα που του χάρισε τρεις χαριτωμένες κόρες, αξιαγάπητες. Η ζωή για τον Τζαγκαράκη χαμογελούσε με τα πιο πλατειά της χαμόγελα. Τι άλλο να επιθυμούσε από τη ζωή του; Και η ευτυχία τον έκανε ακόμα πιο γενναιόδωρο και φιλάνθρωπο. Ήθελε και οι άλλοι γύρω του να ζουν καλά. Και φρόντιζε να συμβάλει σ’ αυτό.
Η γυναίκα του στάθηκε πλάι του αναγνωρίζοντας το μόχθο του, στηρίζοντάς τον κάθε στιγμή, επαινώντας κάθε του προσπάθεια.
Ο πρώτος κάτοικος του Ευληγιά
Ο λόφος του Ευληγιά ήταν η αγαπημένη του γωνιά. Από εκεί ήθελε να αγναντεύει πέρα τη θάλασσα.
Με τον κόπο του έκανε εκεί τη θερινή του κατοικία. Κι απολάμβανε τη φύση με την οικογένειά του.
Η ζωή φαινόταν να του χαμογελά. Οι θυγατέρες του ήταν πανέμορφες και είχαν έφεση στα γράμματα. Η Βαρβάρα του θα γινόταν μια εξαιρετική δασκάλα Αρσακειάς και η Άννα του. Η Ελένη του είχε τη μεγάλη τύχη να συνδέσει τη ζωή της με τον Εμμανουήλ Καούνη, από τους σημαντικούς Ρεθεμνιώτες. Μια σημαντική μονάδα στην τοπική αγορά και ένας άγρυπνος φρουρός της αρχαιολογικής μας κληρονομιάς.
Σαν να είχε προκαλέσει τη μοίρα του με τόσες επιτυχίες, ο Κωνσταντίνος βρέθηκε ξαφνικά στο μάτι του κυκλώνα. Η μία συμφορά ακολουθούσε την άλλη.
Η Άννα του σπούδαζε και ήταν στο πτυχίο όταν χτύπησε η αρρώστια την πόρτα της. Από ένα τυχαίο γεγονός, ένα γερό κρυολόγημα, εξελίχθηκε σε φυματίωση. Και τι τραγική σύμπτωση. Το πτυχίο της έφτασε όταν εκείνη ήταν στο φέρετρο. Της έβαλαν το πολυπόθητο χαρτί στο χέρι. Έκλαψαν και οι πέτρες.
Έχασε μετά και τη γυναίκα του, πέθανε και η Ελένη του. Η καλόκαρδη θυγατέρα με το αγγελικό πρόσωπο και την βαθειά πίστη στο Θεό.
Πρώτη φορά είδαν οι Ρεθεμνιώτες Μητροπολίτη να πηγαίνει σε σπίτι νεκρού για το ξόδι του και να τον συνοδεύει στην εκκλησία για τη νεκρώσιμη ακολουθία. Η συμμετοχή στο πένθος ήταν πάνδημη γιατί πολλοί είχαν ευεργετηθεί από τον «Αδελιανό». Το ίδιο σημαντικός ήταν και ο γαμπρός του που εκτός από την τοπική οικονομία που τόνωνε με τις επιχειρήσεις του, είχε αναλωθεί στην προστασία του αρχαιολογικού μας πλούτου.
Τραγικό φινάλε
Μετά τον θάνατο της γυναίκας του, παρηγοριά του Αδελιανού ήταν ο εγγονός του Λεωνίδας. Τον είχε πάντα κοντά του.
Μια μέρα κατέβηκαν μαζί στο μαγαζί του. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε τον μόχθο του και ξαφνικά σαν να τον έπιασε αμόκ. Άρχισε να βρίζει και να φασκελώνει τον υλικό πλούτο που τον περιστοίχιζε. Είχε συνειδητοποιήσει τη ματαιότητα αυτή και η κατάρρευση δεν άργησε να έρθει. Από κείνη την ημέρα δεν θέλησε να κάνει καμιά εμπορική συναλλαγή. Ο κόσμος που τον λάτρευε, τον ικέτευε να ξαναγυρίσει στο πόστο του. Εκείνος με τίποτα δεν ανταποκρινόταν.
Μεγάλη του παρηγοριά ο φίλος του ο Δημήτριος Μαμαλάκης, ο περίφημος βαφέας.
Ο Κωνσταντίνος πήγαινε στο μαγαζί του που ήταν στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων και με την καλή παρέα του φίλου του αποξεχνιόταν.
Για τον Μαμαλάκη είχαμε γράψει στο παρελθόν σκιαγραφώντας τον σπάνιο άνθρωπο με την εξαιρετική γραφή, τα χριστιανικά ήθη και μια καρδιά γεμάτη αγάπη για τον άνθρωπο.
Έτσι κι εκείνο το πρωί είπε στην κοπέλα που φρόντιζε το σπίτι, τι να ετοιμάσει και πήρε τον δρόμο να συναντήσει το φίλο του. Βγαίνοντας στη γωνία, εκεί που ήταν το ζαχαροπλαστείο «Κανακάκη», είδε κόσμο μαζεμένο έξω από το μαγαζί του φίλου του. Ήταν όλοι ανάστατοι γιατί ένα ατύχημα έστειλε στον θάνατο εκείνο τον λεβέντη Μακεδονομάχο.
Ο Κωνσταντίνος δεν πλησίασε. Σαν παραλογισμένος έφτασε στο σπίτι. Λίγο αργότερα παρακάλεσε τον εγγονό του να κοιτάξει την πλάτη του γιατί ένιωθε περίεργα. Σαν να είχε δεχθεί τσιμπήματα από ψύλλους. Κοιτάζει ο Λεωνίδας και τί να δει; Ένα περίεργο εξάνθημα που μέσα σε ώρες άλλαζε μορφή μέχρι που κατέληξε σε φρικτές φλύκταινες που βασάνιζαν τον άτυχο «Αδελιανό». Μάταια ο γαμπρός του προσπαθούσε να τον ανακουφίσει. Ο γιατρός σήκωσε τα χέρια ψηλά. Η ψυχική κατάρρευση έφερε τον Κωνσταντίνο πιο κοντά στο τέλος.
Όλο το Ρέθυμνο τον έκλαψε συνοδεύοντάς τον στην τελευταία του κατοικία. Σε περίοπτη θέση η εφημερίδα «Τύπος» αναφέρει το θλιβερό γεγονός και προτείνει να δοθεί το όνομά του στον Ευληγιά, που εκείνος πρωτοκατοίκησε.
Έτσι τραγικά χάθηκε ο υπέροχος εκείνος άνθρωπος, με τη μεγάλη θέληση και τη βαθειά χριστιανική πίστη. Αγάπησε τον τόπο του και πρόσφερε σ’ αυτόν.
Και μόνο από την οδύνη του κόσμου αποχαιρετώντας τον Κωνσταντίνο Τζαγκαράκη, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντικός ήταν ο άνθρωπος αυτός για το Ρέθυμνο.