Ο πλάτανος απαντά στις όχθες των ποταμών, σε ρεματιές, σε χαράδρες, κοντά σε πηγές και σε βρύσες. Σε πολλά χωριά εξωραΐζει πλατείες, είναι γνωστό για τη βαθιά σκιά που προσφέρει και ακόμα ότι είναι συνδεδεμένος με θρύλους και παραδόσεις.
Ο πλάτανος στο πέρασμα του χρόνου καθιερώνει στην πόλη μας την ονομασία της ομώνυμης άλλοτε πλατείας, αλλά σημερινό σταυροδρόμι. Διαχρονικό σημείο συνάντησης των παλαιών Ρεθεμνιωτών, αποτελούσε σημείο αναφοράς και ήταν επίκεντρο όλης της παλιάς πόλης, δεμένος με αυτήν με μιαν άρρηκτη σχέση.
Υπήρξε ένας παλαιότερος, που η σκιά του δρόσιζε τους Τούρκους για πολλές δεκαετίες, αλλά κάποτε γέρασε, πελεκήθηκε και στη θέση του φυτεύτηκε ένας άλλος. Το κόψιμο εκείνου του πρώτου πλάτανου υπήρξε τότε για τους συμπολίτες ένα γεγονός με ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο. Οι Ρεθεμνιώτες το θεώρησαν μεγάλο πλήγμα, παραπονέθηκαν, διαμαρτυρήθηκαν, εξανέστησαν αλλά του κάκου, ο μπαλτάς έπεσε αμείλικτος και ανελέητος. Ο ιστορικός πλάτανος έπεσε και στη θέση του φυτεύτηκε άλλος, ο οποίος ξεράθηκε λόγω βλαπτικής επιδράσεως του υπεδάφους εκ των σημερινών τοξικών αποβλήτων.
Σ’ εκείνο το παλαιότερο στο τραγικό αιωνόβιο δέντρο κρεμούσαν οι Τούρκοι τους Χριστιανούς αγωνιστές. Η εκτέλεση με απαγχονισμό (κρεμάλα) ήταν μια πολύ συνηθισμένη τιμωρία στους Χριστιανούς και υπόθεση ρουτίνας για τους Οθωμανούς.
Σ’ αυτά τα μαύρα, μαρτυρικά χρόνια της σκλαβιάς ο πλάτανος της ομώνυμης πλατείας δρόσιζε με τη σκιά του τους Τούρκους ραχατλήδες, που κάπνιζαν στους καφενέδες νωχελικά και βαργεστημένα το ναργιλέ τους.
Το σημερινό σταυροδρόμι δεν έχει καμιά σχέση και καμιά ομοιότητα με την άλλοτε γραφική πλατεία. Εκείνη η χαρακτηριστική υποβλητική ατμόσφαιρα, εκείνο το ασυνήθιστο κλίμα, το χρώμα, οι συνθήκες, ο ιδιαίτερος ρυθμός της ζωής έχουν αλλάξει.
Καφενεία όμως, στέκια της εποχής, λειτουργούσαν έως και πρόσφατα, τα οποία οι παλαιότεροι Ρεθεμνιώτες αναπολούν με νοσταλγία. Στου Πελτέκη π.χ. το καφενείο και στου Χαράλαμπου κάπνιζαν έως μεταγενέστερα το ναργιλέ τους πολλοί Ρεθεμνιώτες όπως ο Μπεζώκος (Γοβατζιδάκης) και άλλοι. Μετά από το σερβίρισμα του βαρύ – γλυκού ο βοηθός του καφετζή τοποθετούσε κι άναβε το τουμπέκι (φύλλα καπνού τυλιγμένα) πάνω στο ναργιλέ. Ο θόρυβος, από το γουργούρισμα του νερού στο ναργιλέ, ακουγόταν μέχρι έξω από το καφενείο.
Εκτός από τα καφενεία, μέσα σε παρακείμενο στενό, λειτουργούσαν κάποτε δύο γραφικά ρακάδικα. Προσέλκυαν την τακτική τους πελατεία όχι για κάποιο ακριβό, πλούσιο ντεκόρ, είτε για την εκλεκτή κουζίνα ενός ταλαντούχου σεφ και τα ποικίλα, ακριβά ποτά. είτε για τις πολυθρόνες και τα πολυτελή σερβίτσια. Τίποτα απ’ όλα αυτά. Όσο κι αν σήμερα φαίνεται παράξενο, για μοναδικό τους ποτό σέρβιραν τσικουδιά και για μοναδικό τους μεζέ είχαν ψητά κουκιά. Εκείνη όμως η στενή ψυχική προσέγγιση ήταν που μάζευε εκεί τους συμπολίτες της παλαιότερης γενιάς και έδιδε την ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα ευχάριστο, ζεστό κλίμα μέσα από μια συζήτηση, είτε με τα καλοπροαίρετα πειράγματα, καλαμπούρια και χωρατά.
Αυτή την εγκάρδια ατμόσφαιρα είχε απαθανατίσει στους στίχους του ο αείμνηστος Γεώργιος Καλομενόπουλος, τόσο για την ταβέρνα του Χηρομανόλη, όσο και για την άλλη του Καμπούρη. Ο Χηρομανόλης είχε πάρει το προσωνύμιο του επειδή ήταν χήρος.
Στου Χηρομανόλη απόψε η παρέα για κρασί
να καθίσει δεν προφτάνει κι αποφτάνει η μισή
…Φτάνει ο Τζέλεσης τρεχάτος απ! το φούρνο να προφτάσει
να τα κοπανήσει, ώσπου το προζύμι ν’ αναπιάσει/
(Στου Χηρομανόλη απόψε σελ. 147)
Στου Καμπούρη την ταβέρνα στου Φραγάκη το στενό
μαζεμένες οι παρέες όπως κάθε βραδυνό
ξεγνοιασιά, γέλιο και κέφι, ποτηράκι και μεζές
και μακριά οι στενοχώριες και οι έγνοιες οι πεζές
(Στου Καμπούρη την ταβέρνα σελ. 145).
Κάτω από τον ίδιο πλάτανο στις 12 Μαΐου του 1821 συνέβη μια από τις πιο φρικιαστικές βαρβαρότητες, όπως αργότερα το ίδιο θα συμβεί σε ένα άλλο μάρτυρα στο Ηράκλειο, στο Δασκαλογιάννη. Στην πλατεία αυτή στις 12 του Μάη του 1821 οι Τούρκοι έγδαραν ζωντανό το Δεσπότη Γεράσιμο Κοντογιαννάκη ή Περδικάρη.
Εκεί γύρω στην πλατεία υπήρχαν άλλοτε λογιών λογιών μαγαζιά όπως καφενέδες, γλυκατζίδικα, καπνουτζίδικα, μπαρμπέρικα, πανάδικα, όλα αυτά σ’ ένα διαφορετικό κλίμα αποκλίνον από τα σημερινά κοινωνικώς αποδεκτά. Τα μπαρμπέρικα π.χ. ασκούσαν ως και πρακτική ιατρική και χρησιμοποιούσαν κούφιες και κοφτές βεντούζες, για να γιατρεύουν τα κρυολογήματα. Για τις αφαιμάξεις πολύ συνηθισμένο θεραπευτικό μέσο ήταν οι βδέλλες. Ο πατέρας μου διηγιόταν κάποτε, ότι υπήρχε στον Πλάτανο ένα μπαρμπέρικο με την εξής επιγραφή, η οποία κατά πάσαν πιθανότητα θα ήταν και ανορθόγραφη: «Μπαρμπεροπωλείον και αβδελοποιείον. Κόπτονται και βεντούζαι».
Οι καπνουτζήδες έπαιρναν τον έτοιμο για να κοπεί καπνό από το χαϊβάνι. Τον έκοβαν μπροστά στον πελάτη και του τον πουλούσαν μαζί μ’ ένα τεφτέρι τσιγαρόχαρτο, για να φτιάξει μόνος του το κιρίκι.
Στα γλυκατζίδικα έφτιαχναν κανταΐφι, μπακλαβά, χαλβά, μπουρεκάκια, μπουγάτσα με γλυκιά μυτζήθρα, τρίγωνα με σουσάμι και καρύδι, κάδιο και παστέλι από κυδώνι, είτε από βερίκοκο πασπαλισμένο με σουσάμι. Το βούτυρο, για να μοσχομυρίζει, έπρεπε να το φέρνουν, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, από την Ντέρνα.
Στα παλιά τα χρόνια μαζεύονταν κι αποσπέριζαν κάθε βραδάκι στους καφενέδες της πλατείας οι Τούρκοι μπέηδες, αγάδες, κι εφέντηδες. Εδώ κυλούσε η ραχατλίδικη ζωή τους, για να καπνίσουν τον ναργιλέ τους με ατζέμικο τουμπεκί και τον καφέ τους με το σεκερλί καϊμάκι. Όσο για τους ρωμιούς ακόμα και το πέρασμα από την πλατεία ήταν ένα επίφοβο εγχείρημα και πάντοτε καιροφυλακτούσε ο κίνδυνος. Ακόμα κι ένα βλέμμα λοξό και περίεργο θα μπορούσε να παρεξηγηθεί και να προκαλέσει την οργή των Τούρκων με ολέθριες συνέπειες.
Πριν να επεκταθεί η πλατεία με την κατεδάφιση ενός οικοδομικού τετραγώνου, την πλατεία του Πλάτανου με την άλλη πλατειούλα της Νερατζές νοτιότερα τις συνέδεαν δύο στενά σοκάκια. Το πλάτος αυτών των δύο δρομίσκων δεν έφτανε ούτε στα δύο μέτρα. Στο ένα προς την ανατολική πλευρά του τετραγώνου θυμάμαι ότι βρισκόταν το γιαλάδικο του Μιχελιδάκη, το κουρείο του Βογιατζή, το μπακάλικο του Μεϊμάρη, το γιαουρτάδικο του Τσόγκα, η ταβέρνα του Δαμιανού για τους μπεκροκανάτες και άλλα μαγαζιά, ήταν το γνωστό τότε «Σεϊτάν Τσαρσί» που σημαίνει «δρόμος του διαβόλου». Το άλλο το ερημικότερο και σκοτεινότερο προς τα δυτικά είχε επισήμως την ονομασία «οδός Σκότους» αλλά στην καθημερινή, λαϊκή γλώσσα λεγόταν «Κατουρλοσόκακο». Η χαρακτηριστική αυτή πρόσθετη επονομασία δήλωνε πολύ εκφραστικά και τη… χρησιμότητά του.
Το πέρασμα των Χριστιανών από το Σεϊτάν Τσαρσί επί Τουρκοκρατίας απαγορευόταν. Επετράπη μόλις επί Κρητικής Πολιτείας. Εμείς η μεταγενέστερη γενιά που φτάσαμε τον τελευταίο πλάτανο και την ομώνυμη πλατεία πριν από την κατεδάφιση του οικοδομικού τετραγώνου, διατηρούμε μια αμυδρή ανάμνηση από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής.
Σημαντική κίνηση και πελατειακό ενδιαφέρον παρουσίαζαν τότε πολλά και διάφορα εκεί καταστήματα όπως π.χ. τα καφενεία του μπάρμπα-Χαράλαμπου και του Πελτέκη, το ζαχαροπλαστείο Γαλερού, και το φαρμακείο Παπαδάκη, το στιλβωτήριο Ψωράκη και το κρασοπωλείο Θεοδωράκη. Εκεί βρίσκονταν συγκεντρωμένα και πολλά υφασματοπωλεία όπως του Πορτάλιου, του Καπετανάκη, του Ματζώρου, του Φραγάκη κ.λ.π.
Αν ζούσε κι αν μιλούσε ο Πλάτανος της ομώνυμης πλατείας, θα ‘χε πολλά να μας πει. Για τους Χριστιανούς που βασανίστηκαν στη σκιά του και για τους αναστεναγμούς σαν άφηναν την τελευταία τους πνοή κι ακόμα για το άλικο αίμα των μαρτύρων που πότισε τις ρίζες του!…