Και ήρθαν οι πρόσφυγες στο Ρέθυμνο από την παραδεισένια Ιωνία, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση. Ήταν το ζωντανό παράδειγμα της διχαστικής πολιτικής και των μεγάλων συμφερόντων, που οδηγούν στον όλεθρο και στην καταστροφή.
Έδωσαν και αφορμή στις φλογερές πένες της τοπικής δημοσιογραφίας, να σείσουν τον κώδωνα του κινδύνου, για τα προβλήματα που δοκίμαζαν την πόλη.
Έγραφε χαρακτηριστικά ο Νικόλας Ανδρουλιδάκης στην εφημερίδα του «Δημοκρατία»:
«Βρώμα και δυσωδία εις τους προσφυγικούς καταυλισμούς των χριστιανικών σχολείων.
Βρώμα από τα σαπημένα κίτρα της προκυμαίας.
Βρώμα από τους υπονόμους.
Μα κ. δήμαρχε που ζώμεν;»
Και παράλληλα η εφημερίδα είχε ξεκινήσει έρανο για τους πρόσφυγες. Από τους πρώτους φυσικά ο διευθυντής με 100 δρχ. και ακολουθούν Εμμ. Πετράκις με 25 δρχ. και Εμμ. Γεωργουλάκις με 10 δρχ. Ό,τι είχε ο καθένας. Μέχρι 13 Οκτωβρίου 1922, η ερανική επιτροπή στο σύνολό της είχε να παρουσιάσει ταμείο με 31.282,50 δρχ.Κι όσοι δεν είχαν κάτι να προσφέρουν, προσπαθούσαν να βρουν τρόπους για να μην υστερήσουν.
Μια ωραία έμπνευση είχε ο Νίκος Μουνδριανάκης. Έβγαλε μια φωτογραφία του Βενιζέλου με την κορνίζα της σε λαχειοφόρο αγορά. Από τα έσοδα 330 δραχμές αγόρασε σαπούνι και το μοίρασε στους πρόσφυγες. Καλύτερο δώρο δεν θέλανε, σίγουρα μαθημένοι στην πάστρα και στην ατομική υγιεινή.
Έχουν όμως και μια άλλη ιδιοτροπία οι πρόσφυγες. Δεν μπορούσαν να κάθονται άπρακτοι. Όπως αναφέρει αργότερα ο Δημήτρης Φρυγανάκης η λέξη «χασομέρης» ήταν για τον Μικρασιάτη η χειρότερη βρισιά.
Έτσι με μεγάλη τους χαρά, πληροφορήθηκαν ότι δημιουργήθηκε στην πόλη τμήμα ευρέσεως εργασίας για τους πρόσφυγες, αποτελούμενο από τα μέλη της επιτροπής Προσφύγων Σ. Κωστογιάννη, Τίτο Ζακάκη, Μανούσο Χατζηγρηγοράκη, Σπ. Σκορδίλη και Γεωργίου Μ. Καλομενόπουλου. Προσωρινή έδρα του τμήματος αυτού ήταν το μαγαζί του Ζακάκη επιφανούς εμπόρου της πόλης. Έτσι όποιος χρειαζόταν εργάτη, τεχνίτη, υπηρέτη-υπηρέτρια μπορούσε να αποταθεί εκεί.
Η σοβαρότητα με την οποία λειτουργούσαν οι άνθρωποι της επιτροπής, φαίνεται και από τη ρητή απόφαση να αρχειοθετούνται τα πλήρη στοιχεία κάθε πρόσφυγα που εύρισκε εργασία, αλλά και τα στοιχεία του εργοδότη του. Υπήρχε έτσι μια κατοχύρωση και από τις δυο πλευρές, σε περίπτωση που θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα συνεργασίας.
Και οι στήλες αναζητήσεων να μην αδειάζουν ούτε στιγμή.
-Η Ευδοξία Φιλιππίδου ζητεί την μητέρα της Δέσποινα και την αδελφή της Ελένη Μπιτσαξή.
-Η Ζωίτσα Μπατζή ζητεί τον σύζυγό της Αντώνιο Μπατζή.
-Η Μαρία Φιλιππίδου ζητεί τον αδελφό της Ιωάννη Φιλιππίδη.
-Η Δέσποινα Κασάμπογλου ζητεί τον σύζυγό της Αχιλλέα, την κόρη της Αναστασία και τον υιό της Λάζαρο Κασάμπογλου.
Ο Ευάγγελος Αλμπάντης εκ Σμύρνης συνοικία Αγίου Νικολάου ζητεί την σύζυγόν του Αρχοντία μετά τω τριών τέκνών των.
Ο Γεώργιος Δαναλόπουλος εκ Σμύρνης συνοικία Αγίου Κωνσταντίνου ζητεί τον υιόν του Αθανάσιον κ.λπ., κ.λπ.
Είχε γίνει η εφημερίδα μια εστία ελπίδας για τις προσφυγικές οικογένειες, που πάσχιζαν να ενωθούν ξανά. Από τις σπαρακτικές αυτές εκκλήσεις διαπιστώνουμε, πόσο έπληξε η προσφυγιά τόσες οικογένειες χωρίζοντάς τες.
Καταπέλτης και για τον Επίσκοπο
Αυτός ο πρώτος καιρός ήταν γεμάτος δοκιμασίες για τους πρόσφυγες. Άρχισαν και οι θάνατοι των πιο ασθενικών οργανισμών από τις κακουχίες και άλλα τινά.
Σε πύρινο σχόλιό του ο Ανδρουλιδάκης, απαιτεί από τα μέλη των επιτροπών που ασχολούνται με τους πρόσφυγες, να παραιτηθούν αν δεν μπορούν να ανταποκριθούν στην υψηλή αποστολή του. Και επιμένει στη στελέχωση των επιτροπών με δυναμικούς συμπολίτες, για να σταματήσει μια περίεργη τάση εξαπάτησης που άρχισε να παρατηρείται.
Όποιος δεν ήθελε να του επιτάξουν το σπίτι του, έπαιρνε μερικούς πρόσφυγες για να αποδείξει ότι το σπίτι κατοικείται, οπότε ας πάνε παρακάτω. Η συμπεριφορά όμως αυτή ήταν εντελώς επιζήμια για τους άμοιρους πρόσφυγες που για μια στέγη τους μεταχειρίζονται ως ανθρώπινα ράκη. Πότε εδώ και πότε εκεί. Σε μια τέτοια φάση, κυκλοφορεί η πληροφορία πως ο Επίσκοπος ως πρόεδρος της Επιτροπής, εισηγήθηκε την εξαίρεση μερικών οικιών μπέηδων, που είχαν επιταχθεί στον Πλατανιά για να στεγάσουν πρόσφυγες. Και η «Δημοκρατία» του ζητά το λόγο, προσθέτοντας ότι αδυνατεί να πιστέψει μια τέτοια μεθόδευση από πλευράς της Εκκλησίας.
Ο Ανδρουλιδάκης είναι επίσης αυστηρός με τους έχοντες και κατέχοντες της πόλης, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το ανθρώπινο χρέος της ενίσχυσης του εράνου με μερικά «ψιλά».
Και ακριβοδίκαια επαινεί δημόσια εκείνους που προσφέρουν από καρδιάς ό,τι μπορούν, όπως ο Ιωάννης Κούνουπας, έμπορος και αντιπρόσωπος της Ασφαλιστικής Εταιρίας «Ανατολή», που μοίραζε γάλα στα ασθενικά παιδιά και ο Ευάγγελος Φραγκιάς που εκτός από γεύματα κρέατος σε 450 πρόσφυγες, είχε στη διάθεσή τους ικανές ποσότητες αποικιακών σε καθημερινή βάση.
Από κοντά με τους ευεργέτες αυτούς των προσφύγων οι γιατροί Θεμιστοκλής Μοάτσος και Γεώργιος Κατσολεδάκης, που έτρεχαν να ανακουφίσουν κάθε πάσχοντα, χωρίς φυσικά να απαιτούν καμιά αμοιβή.
Οι μέρες περνούν και η λίστα με τις δωρεές μεγαλώνει. Βλέπουμε πλέον και δωρεές από τοπικές αρχές. Κάποιου όμως αναφέρεται φαρδύ πλατύ το όνομά του, με τη ένδειξη πλάι ΗΡΝΗΘΗ.
Αναφέρονται και συνεισφορές στον έρανο από Οθωμανούς και τονίζεται η συμμετοχή κάποιου ζάμπλουτου ονόματι Μεχμέτ Αιγιωργιανάκη, που πρόσφερε μόνο 200 δρχ.
Η πρώτη λίστα αιχμαλώτων-Ο θάνατος του Κλέαρχου Μαμαλάκη
Έχουν όμως και οι ντόπιοι τον καημό τους. Είναι οι δικοί τους άνθρωποι που παραμένουν αιχμάλωτοι των Τούρκων.
Μια πρώτη επίσημη λίστα βλέπουμε να δημοσιεύεται στη «Δημοκρατία» αναφέροντας τους εξής:
Λοχαγοί: Θεοδωράκις Δ. Μαρινάκις Ε., Μυγιάκης Στυλ., Κοκκινάκις Γ.
Υπολοχαγοί: Βαρδάκης Νικόλαος, Βλαχάκης Γ.,Βροντουλάκις Γ., Σπυριδάκις Ν., Χατζηδάκις Δ., Ξανθάκις Ηλίας, Μαστορίδης Δ., Μυλολιθάκις Ε., Παπαδάκις Ζ., Παπαδαντωνάκις Δ.
Ανθ/γοι: Ψαρουδάκις Μ., Μαυρικάκις Τ., Ξενάκις Φ., Παρασυράκις Σ., Προκάκις Π. Παναγιωτάκις Ι., Σαββάκις Κ., Παπαδάκις Ν. Αμαργιωτάκις Ι., Αναγνωστάκις Φ.
Ανθ/σται: Ζωγραφάκις Π. Κορνιλάκις Ι. Καλαντζάκις Κ. Φρανκουδάκις Δ.
Φονιατζάκις Δ., Χουρδάκις Ν., Χριστάκις Ν., Μαρκάκης Γ., Μπαράκις Γ.
Ιατροί: Περαντζάκις Ε.
Σε κείνη τη δίνη των ημερών φθάνει και το άγγελμα θανάτου του Κλέαρχου Μαμαλάκη.
Διαβάζουμε σχετικά στη «Δημοκρατία»:
Ελεγεία για το παλικάρι
«Φλέβα παλικαρίσια, γιος του καπετάν Στρατή Μαμάλιου. Παιδάκι ακόμα αμούστακο μόλις 15 χρόνων, τρέλανε τον αξέχαστο Κωστή Μάνο το 12 να τον πάρει μαζί του στο αντάρτικο. Τον πίεσε ο μικρός ήρωας και ο μεγάλος δεν του χάλασε χατίρι. Μέσα στο πολεμικό πυρ ο Μάνος τον ονομάζει οπλαρχηγό.
Στο 12, στον Ηπειρωτικό Αγώνα ο Κλέαρχος έπαιξε ανάλογο ρόλο. Έπειτα με τον Ευρωπαϊκό πόλεμο πηγαίνει στον Δυτικό με τους 300 εκλεκτούς και μάχεται κατά της βαρβαρότητας κάτω από τη Γαλλική σημαία αδελφομένη με τη δική μας.
Το 15 στα Δαρδανέλια ο Κλέαρχος με τον πατέρα του και τον αδελφό του Λεωνίδα το ’δειξε. Οι μεγάλοι ορίζοντες τον ζητούσαν. Τώρα επνίγετο. Φτερά ήθελε, να πετάξει. Πηγαίνει στη Γαλλία, εκπαιδεύεται αεροπόρος και πετάει.
Η αεροπορική ζωή του ήταν ένα τραγούδι, η δράσις του πασίγνωστη. Στην Τζένα ο Κλέαρχος, στη Θράκη, στην Ασία πέταξε πάνω από το Βουλγαρικό και Τουρκικό όγκο και πολλές φορές τους ανοίγει μάχη. Ήρε θριάμβους αλλά έγινε και ο στόχος του εχθρού κάποτε. Και πήρε τρείς σφαίρες στο μηρό. Το παιχνίδι εκείνο του ατρόμητου αεροπόρου τρέλανε τους ξένους.
Ο Γάλλος αρχηγός της αεροπορικής μοίρας τον έσφιξε στην καρδιά του από ενθουσιασμό.
Ήλθε όμως το πεπρωμένο του. Ο Κλέαρχος πετά πάνω από το άστυ της Παλλάδος, σκορπάει προκηρύξεις της επανάστασης, χαίρεται την Αθήνα αφ’ υψηλού από τόσο καιρό και γοργοφτέρουγος επιστρέφει στη Χίο.
Η προσγείωσις αποτυγχάνει και ο Κλέαρχος τραυματίζεται στο κεφάλι. Λίγες μέρες έζησε και την περασμένη Κυριακή, 16 Οκτωβρίου, παρέδωσε τη λευκή ψυχή του στον καλό Θεό, στο στρατιωτικό νοσοκομείο της νήσου.
Ο θάνατός του στο άνθισμά του ίσα-ίσα μας πονεί βαθειά. Τον κλαίμε μαζί με τους δικούς του».
Η στέγαση των προσφύγων
Κάποια δημοσιεύματα περί αποκατάστασης των προσφύγων σε οικίες της πόλης, εξοργίζουν και πάλι τον εκδότη της «Δημοκρατίας», που κεραυνοβολεί ξανά με τα άρθρα του, διευκρινίζοντας ότι ο συνωστισμός ψυχών σε ένα χώρο και η «σαρδελοποίησίς» τους σε σχολειά και τζαμιά, δεν σημαίνει στέγαση σε ανθρώπινες συνθήκες. Τις ίδιες αντιρρήσεις έχει και για την ποιότητα φαγητού, που προσφέρεται στα συσσίτια.
Εγκαλεί δημοσιογραφικά και τον Επίσκοπο, που από το φόβο προστριβών, έκλεισε στους πρόσφυγες τις πόρτες των Μοναστηριών.
Και μέσα από το πύρινο αυτό άρθρο πληροφορούμεθα, ότι ναι μεν τα μοναστήρια ήταν πρόθυμα και πρόσφεραν τροφή στους πρόσφυγες, αλλά η προϊσταμένη τους αρχή δεν επέτρεψε να καλύψουν έστω προσωρινά τις στεγαστικές ανάγκες των προσφύγων.
Βέβαια σε κάθε εποχή διχάζεται η κοινή γνώμη από τις θέσεις που παίρνουν σε κάθε ζήτημα οι τοπικοί άρχοντες.
Στο συγκεκριμένο θέμα όμως ο Ανδρουλιδάκης με σθεναρό ύφος, τεκμηριώνει τις απόψεις του και ζητά άμεση παρέμβαση και ιατρική βοήθεια, για να απαλλαγούν οι πρόσφυγες εκτός των άλλων και από τον πονόματο που τους ταλαιπωρεί και απειλεί βέβαια και την υπόλοιπη τοπική κοινωνία.
Στο μεταξύ οι κυρίες του Λυκείου των Ελληνίδων πασχίζουν με κάθε τρόπο για την ανακούφιση των προσφύγων.
Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι, ότι οι κυρίες του Λυκείου, δεν φρόντισαν να καλύψουν μόνο τις βιοτικές ανάγκες των προσφύγων, αλλά μερίμνησαν και για το μέλλον τους.
Εκείνα τα τμήματα κοπτικής ραπτικής που δημιούργησαν, έσωσαν κυριολεκτικά τις προσφυγοπούλες που απέκτησαν ένα σημαντικό εφόδιο για να ζουν με αξιοπρέπεια, όπως είχαν μάθει άλλωστε στις αλησμόνητες πατρίδες τους. Και τα οργανωμένα συσσίτια ήταν μια σημαντική βοήθεια για τους ξεριζωμένους, μέχρι να καταφέρουν να ορθοποδήσουν.
Μέχρι και τις μέρες μας το Λύκειο Ελληνίδων Ρεθύμνου δεν έπαψε ποτέ να τιμά την επέτειο των αλησμόνητων πατρίδων με ομιλίες από επιφανείς λογίους του τόπου μας.
Συνοπτικά
Σύμφωνα με ένα εμπεριστατωμένο άρθρο στην διαδικτιακή πύλη Archaeology Newsroom στο Ρέθυμνο εγκαταστάθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, λίγες οικογένειες από την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στο Ρέθυμνο, τον Αύγουστο του 1922, προέρχονταν από τον υπό ρωσική κυριαρχία Πόντο. Μέχρι τον Οκτώβριο, 3.000 περίπου Έλληνες από τη Μ. Ασία, αλλά και Αρμένιοι βρίσκονταν στην πόλη. Ο αριθμός ήταν πολύ μεγάλος για τη μικρή πόλη, πολλοί Ρεθεμνιώτες όμως τους συνέδραμαν, μαζί με φορείς της πόλης, όπως ο Σύλλογος Κυριών και το Λύκειο Ελληνίδων.
Στην απογραφή του 1923 απογράφηκαν στον νομό Ρεθύμνου 3.396 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 2.836 στην πόλη του Ρεθύμνου. Στα τέλη του 1925 αναφέρονται 5.525 πρόσφυγες στον νομό Ρεθύμνου. Στην απογραφή του 1928 απογράφηκαν 4.344 πρόσφυγες, από τους οποίους οι 2.640 στην πόλη του Ρεθύμνου και 1.372 στους πλησιόχωρους οικισμούς της επαρχίας Ρεθύμνης. Αποτελούσαν το 25% του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Επίσης απογράφηκαν 327 πρόσφυγες στον Μαρουλά και 118 στο Άδελε. Η αύξηση του αριθμού των προσφύγων, συγκριτικά με το 1923, οφείλεται στην αγροτική αποκατάσταση προσφύγων έξω από την πόλη, όπου ιδρύθηκαν προσφυγικοί συνοικισμοί. Ιδρύθηκε επίσης η Νέα Μαγνησία Μυλοποτάμου.
Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγιεινής, Προνοίας και Αντιλήψεως, τον Δεκέμβριο του 1925 στον νομό Ρεθύμνου ο «αστικός» πληθυσμός ανερχόταν σε 615 οικογένειες (2.352 άτομα) και ο «γεωργικός» σε 874 (3.173 άτομα).
Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο, προέρχονταν από την Παλαιά και Νέα Φώκαια, τη Σμύρνη, τον Τσεσμέ και άλλους οικισμούς της δυτικής Μικράς Ασίας.
Παρά τα προβλήματα που ανέκυψαν, η προσαρμογή των προσφύγων έγινε ομαλά, γιατί σύμφωνα με τον κ. Παρασκευά Συριανόγλου, συγγραφέα και πρώην πρόεδρο του συλλόγου Μικρασιατών «Οι κοινωνίες ήταν εξ αρχής μεικτές, με αποτέλεσμα η ενσωμάτωση να είναι πιο εύκολη. Το Ρέθυμνο είναι από τις λίγες περιπτώσεις που προσαρμόζεται εύκολα και γρήγορα το μικρασιατικό στοιχείο σε μια πόλη. Αυτό οφείλεται στο ότι στο Ρέθυμνο δεν έγινε γκέτο. Δεν εγκαταστάθηκαν στη μισή πόλη μικρασιάτες και στην άλλη μισή κρητικοί, οι κοινωνίες ήταν μεικτές. Αυτό βοήθησε να μην δημιουργηθεί γκέτο, όπως δημιουργήθηκε σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας. Ο διαχωρισμός έκανε την προσαρμογή σε αυτές τις περιοχές πιο δύσκολη».
Είναι αρκετοί εκείνοι που πέρασαν στη συνείδηση των Μικρασιατών του Ρεθύμνου ως μεγάλοι ευεργέτες. Κάποια στιγμή όμως επιβάλλεται να προβληθεί περισσότερο το έργο και οι δράσεις υπέρ των προσφύγων του Νικολάου Ανδρουλιδάκη, εκδότη της «Δημοκρατίας», που δεν σταμάτησε να αρθρογραφεί πασχίζοντας να έχουν οι πρόσφυγες καλύτερη ποιότητα ζωής. Με την ευκαιρία της φετινής επετείου καιρός να τον θυμηθούμε κι αυτόν.
Βέβαια όταν έχει και σε άλλους τομείς πρωτοπορήσει κι όταν πλήρωσε με την υγεία του, τη φρίκη που πέρασε στα ναζιστικά στρατόπεδα, χωρίς καμιά ουσιαστική αναφορά, πώς να ελπίζομε σε κάτι περισσότερο για την πολύτιμη προσφορά του στους πρόσφυγες.
Οι Μικρασιάτες με το φιλότιμο που τους διακρίνει ας του αποδώσουν τα εύσημα έστω και τώρα. Γι’ αυτό άλλωστε δεν παίρνουν διαστάσεις αυτές οι επέτειοι; Για να καλύπτονται κενά και να αποδίδονται τιμές όπου επιβάλλεται.
Ιδού λοιπόν στάδιον δόξης λαμπρόν και για την περίπτωση του ασυμβίβαστου αγωνιστή δημοσιογράφου Νικολάου Ανδρουλιδάκη Καιρός είναι!