Παγκόσμια Ημέρα Τουρισμού και είναι ευκαιρία να θυμηθούμε την ευλογημένη απαρχή του ενδιαφέροντος επισκεπτών για το Ρέθυμνο.
Πού είναι οι άκρες της; Όπως βεβαιώνουν οι γραφές μάλλον στα 1415 αρχίζουν οι περιηγήσεις.
Και από τις εντυπώσεις τους οι πρώτοι εκείνοι περιηγητές μας περιγράφουν μια μικρή πόλη, αλλά με πολλά ενδιαφέροντα σημεία.
Ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι επισκέφτηκε την Κρήτη το 1415 και για το Ρέθυμνο είχε να γράψει σχετικά:
«…ερχόμαστε στη Ρίθυμνα. Μόλις φθάνουμε συμφωνούμε όλοι ότι είναι μια ωραία πόλη.
Ξανανεβαίνουμε στο καράβι μας γιατί είμαστε κουρασμένοι και παραπλέομε την ακτή προσπαθώντας να εξετάσουμε την πεδιάδα. Θαυμάζουμε σε μικρή σχετικά απόσταση το ρεύμα του Πλατανιά με τα περιβόλια του.
Έπειτα βλέπομε γρήγορα το ποτάμι του Αρίου (Αρκαδιώτη).
Βλέπομε τώρα το ακρωτήριο Ατάλη (Μπαλή) και πιο πέρα προσκυνούμε την Αγία Πελαγία.
Λέγεται ότι σ’ αυτή την ακτή, άρρωστοι άνθρωποι που έχουν πόνους χώνονται γυμνοί στην άμμο και γίνονται καλά. Βλέπομε επίσης το βουνό Κουλούκουνας, που είναι πολύ ψηλό. Όχι μακριά φαίνεται το ακρωτήρι Άγιος Σώστης…».
Δυο αιώνες μετά
Κοντά δυο αιώνες αργότερα ένας άλλος διάσημος περιηγητής επισκέπτεται το Ρέθυμνο. Είναι στα 1670 και ο επισκέπτης μας Ευλιγιά Τσελεμπί, αφού κάνει μια ιστορική αναδρομή στην ίδρυση της πόλης και περιγράφει παραστατικότατα το φρούριο της Φορτέτζας αναφέρει στη συνέχεια ότι πάνω στην ακτή, πέρα από τα τείχη του φρουρίου υπήρχε ένα εξωραϊσμένο ορθογώνιο που ήταν στρατιωτικός σταθμός και ανατολικά υπήρχαν οικοδομές που έβλεπαν στη θάλασσα ιδιοκτησίας χριστιανών που έμεναν στην πόλη.
Συνολικά 3.700 δωμάτια. Υπήρχαν και 77 μέγαρα.
Από τα υπόλοιπα κτίσματα ο Τσελεμπί σημειώνει έξι τζαμιά, εννέα ενοριακά κοινόβια, τρία σχολειά για αγόρια, τρία κοινόβια δερβίσηδων, δυο λαμπρά λουτρά και τρία ιδρύματα για προμήθειες. Αυτά ήταν τα μαγειρεία του τζαμιού Δελή Χουσείν Πασά, του τζαμιού Βαλιδέ Σουλτάν, κοντά στην πύλη Τεκκέ, και το μαγειρείο του τζαμιού Βελή Πασά.
Όλα πρωί βράδυ, μοίραζαν την ευλογία ενός γεμάτου πιάτου σούπας, για νέους και γέρους, πλούσιους και φτωχούς.
Την αγορά αποτελούσαν 150 μικρά καταστήματα που μπορούσε να βρει κανείς οτιδήποτε.
Ανάμεσα στις δέκα κρήνες πόσιμου νερού ξεχώριζε η πηγή του νερού της ζωής στην πλατεία της Αγοράς. Ήταν κατασκευασμένη από άσπρο μάρμαρο, σκαλισμένη με διάφορα είδη ανάγλυφων προσώπων απ’ όπου έτρεχε κρυστάλλινο νερό.
Να υποθέσουμε βέβαια ότι αναφέρεται στην κρήνη Ριμόντι στον Πλάτανο.
Τον Τσελεμπί εντυπωσίασε περισσότερο ένας πύργος φυλακών στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα ρολόι, γιατί στην περιγραφή του χαρακτηρίζει το θέαμα πολύ αξιόλογο.
Για το λιμάνι του Ρεθύμνου του 1670 ο Τούρκος περιηγητής αναφέρει ότι υπήρχε χώρος για 50 ιστιοφόρα αλλά όπως ήταν ανοικτό προς την ανατολή ήταν εκτεθειμένο στους ανέμους κι όπως ο βυθός του ήταν αμμώδης οι άγκυρες δεν έπιαναν και τα μεγάλα ιστιοφόρα δεν μπορούσαν να πλευρίσουν εκεί.
Τα χαμηλότερα προάστια εξάλλου είχαν μακρούς δρόμους με κληματαριές στις αγορές και στα παζάρια. Έτσι οι κύριες λεωφόροι έμοιαζαν με στολισμένα υπόστεγα.
Σ’ αυτή την όμορφη αγορά νόμιζε κανείς πως βρισκόταν σε μυθικό παράδεισο.
Στην απογραφή του 1647 στο Ρέθυμνο, υπάρχουν μόνο 54 σπίτια ραγιάδων που είναι υποχρεωμένα να πληρώνουν από 4 γρόσια κεφαλικό φόρο το καθένα, ενώ στη διανομή τον φορολογικών δελτίων του 1694 καταγράφονται σε όλη την επαρχία Ρεθύμνου μαζί με τους κατοίκους της Φορτετζας, Εύποροι 326, Μεσαίας τάξης 981 και Άποροι 326, σύνολο 1.663. Από κάποιο στιχούργημα όμως που θα εξετάσουμε και τον αυτόπτη Αρμένη ποιητή του, μαθαίνουμε πως υπήρχανε στην πόλη Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Αφρικανοί.
Συμπληρωματικά θα πρέπει να αναφέρουμε πως πολλοί από τους μαγαζάτορες στο κείμενο χαρακτηρίζονται με επίθετα που δηλώνουνε τον τόπο καταγωγής τους, Κρητικό ή ξένο. Υπάρχουν, ένας καπνοκόπτης Χανιώτης, ένας Αλή Γερανιώτης (από το χωριό Γεράνι), ο Γιουσούφ Σκεντερ (ο Αλεξανδρινός), ο Σταμπολης (ο Κων/λιτης), ο Σεφέρης, ο Κανιαλης (ο Ικονιατης), μαζί με τον Αρτιν τον Εβραίο και έναν μανζιζι (άπιστο). Εκείνο τον καιρό στην Κρήτη όλοι μιλάνε Ελληνικά, τόσο οι υπόδουλοι όσο και οι τουρκοκρητικοί που παρά τον εξισλαμισμό τους πολλοί παραμένανε κρυφοχριστιανοί, γνωρίζουνε και χρησιμοποιούνε μόνο την ελληνική γλώσσα.
Ακόμα και οι ολίγοι πραγματικοί Τούρκοι, οι εγκατασταθέντες εν Κρήτη μετά την άλωσιν, λαβόντες οι πλείστοι γυναίκας Κρήσσας και ανατρεφόμενοι καθημερινός εν μέσο Ελληνικού πληθυσμού, αφήκαν απογόνους Ελληνόφωνους.
Μα οι ξένοι που μένουνε στο νησί όπως ο Αρμένης ποιητάρης μας, όχι μόνον μιλούν μα στιχουργούν κιόλας στην καινούργια τους γλώσσα, απόδειξη μιας καθολικής της παραδοχής.
Να πιης καββέ στου Χακκαλη σε φαρφουρί φλιτζάνι,
στου Βενετσιάνου το Τσεσμέ, ίσκιο πολύ που κάνει,
Μπακλα Σμυρλη, νοχουτ φασουλ, θα βρεις εις του Τοπαλη.
Τζονακ μπουγιούκ τουρλού τουρλού, θα βρεις εις του Καράλη.
Πιπέρ καννέλλα τζεντζεφιλ ντεβιζ μοσχου, σακκιζι
εις το Γιαλι μαχαλεσι θα βρεης στου Ιμαντζιζι.
Από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες είναι ο εντοπισμός στο κείμενο, πολλών ονομάτων συνοικιών και τοποθεσιών όπως ακούγονταν το 1740 στο Ρεζιμέ, καθώς το έλεγαν οι Τούρκοι την πιότερο αγαπημένη τους πόλη στο Νησί.
Στου Βενετσιάνου το Τσεσμέ, ίσκιο πολύ που κάνει, ήταν ένα καφενείο του Χακκα-λη.
Στο κουμ καπί είναι η γνωστή σε όλους, Άμμος Πόρτα. Εδώ βρίσκονταν το αχτάρικο κάποιου Τούρκου. Συνοικία γνωστή από το 1658.
Στο Σεϊτάν τσαρσί ήταν ένα μπουγατσατζίδικο. «Η αγορά του διαόλου». Την θυμούνται οι παλιότεροι Ρεθυμνιώτες. Στενός δρόμος γύρο στα 3 μέτρα παράλληλος με τα μπιτσακσίδικα (μαχαιράδικα). Στο χρονικό μιας πολιτείας ξαναδιαβάζουμε πως ήταν ένας Τούρκος αχτάρης που ‘χε το μαγαζί του στη λιμανοχώρα κάτω στο Σεϊτάν τσαρσί.
Εις το Τσίτου μαχαλέσι ήταν κάποιος βαρελάς. Συνοικία από το σπίτι Α. Σαουνάτσου μέχρι το Καμαράκι.
Στο Μασταμπά μαχαλέσι. Ο σημερινός Μασταμπάς. Εδώ φτιάχνανε παστέλια.
Εις την μπουγιούτ πηγάδα ήταν ο φούρνος. Στο Μεγάλο Πηγάδι πιθανότατα κοινής χρήσης. Άγνωστη σήμερα τοποθεσία.
Στο Μεϊντάνι υπάρχει και το χρυσοχοείο. Στην πλατεία, μάλλον η ίδια περιοχή με τη Μεγάλη Βρύση.
Στο Καρακόλι. Στο σταθμό Χωροφυλακής (είχε ένα φούρνο). Άγνωστη περιοχή. Μόνο αν ταυτίζεται με το Καραούλι, το σταθμό Γενίτσαρων της πόλης του 1658, τούτες συνορεύει με τη συνοικία Γιαλί-Μαχαλέσι.
Στο Τοπ-Αλτι. Τοποθεσία σε απόσταση βολής κανονιού από τη Φορτέτζα έξω από τα σύνορα της παλιάς πόλης προς τα Ανώγεια. Σε έγγραφο της 2ας Ιουνίου 1672, τα όρια του καθορίζονται ακριβώς εις το επί τούτης καταρτισθέν οροθεσιακόν έγγραφον. Τοπωνύμια Αλτι, Κουμ- Καπί και Μεϊντάνι, υπήρχανε τότες και στον Χάνδακα.
Στην αγορά του Ρεθύμνου κυκλοφορούνε τότες και αρκετά ξενόφερτα εμπορεύματα.
Μερικά από αυτά δεν υπάρχουν καθόλου στο νησί, ενώ άλλων είναι μειωμένη η παραγωγή.
Παρόλο που είχαν απαγορευτεί σε όλη την Οθωμανική επικράτεια οι συναλλαγές και το εμπόριο με τους Ενετούς για να επέλθει μοιραίος εξασθένιση και παρακμή της ισχύος των, φαίνεται πως οι σχετικές διαταγές εφαρμοζότανε ανάλογα με τη διάθεση του τοπικού διοικητή που εισέπραττε τους φόρους εισαγωγής και από το μέγεθος των συνηθισμένων δωροδοκιών των Τούρκων από τους παμπόνηρους Βενετούς εμπόρους.
Άλλωστε η τεράστια έκταση και πόροι της Υψηλής Πύλης, είχαν τη δυνατότητα να αναπληρώσουν οποιαδήποτε ζήτηση στις αγορές της Κρήτης.
Υπάρχει ένας σεβαστός αριθμός 32 εμπορικών ή μαγαζιών που προσφέρουνε υπηρεσίες και καλύπτουνε όλο σχεδόν το κύκλωμα των αναγκών της μικρής πόλης.
Στην αγορά δουλεύουν μόνο άνδρες εκτός από μια Φεριντέ, που πουλάει στραγάλια και τη Νενέ κάποιου τυφλού αράπη που έφτιαχνε παστέλια.
Ένας κάτοικος ή επισκέπτης του Ρέθυμνου στα 1740, θα μπορούσε να βρει για να φάει σε εστιατόρια (ατζίδικα), πιλάφι, κεμπάπ και μουχλιγέ μαγειρεμένα με βούτυρο ή σμυρναίικα κουκιά και ρεβίθια, ενώ στα σπίτια συνηθιζότανε πολύ το γιουβέτσι.
Ακόμα σε μπουγατσατζίδικο θα έβρισκε μπουγάτσα με ντόπιο τυρί και μπουρέκια με κιμά. Ψωμί άσπρο ή μαύρο θα αγόραζε από το φουρνάρικο μαζί με μικρά φραντζολάκια και παξιμάδια, ενώ υπήρχε και ξέχωρος φούρναρης (μπουρεξής) που έψηνε μόνο φαγητά.
Αν ήθελες ένα δροσιστικό σερμπέτι, μπορούσες να το απολαύσεις μέσα σε ένα ασημένιο κύπελλο. Αλλού θα έβρισκες νόστιμο παστέλι με μέλι, ενώ στραγάλια (λεμπλεμπί) πουλούσε κάποια Φεριντέ στην πλατεία, ξεμετρώντας τα με ένα μπρούτζινο ποτήρι.
Καφενεία υπήρχανε φαίνεται αρκετά, εφοδιασμένα με όλα τα αγαπημένα σύνεργα που αποζητούσε ένας μερακλής και ράθυμος Ανατολίτης.
Οι περιγραφές του Tournefort
Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Γάλλου περιηγητή Tournefort που στα 1700 επισκέπτεται την Ελλάδα και την Κρήτη. Οι Τούρκοι γράφει περνούν όλη τους τη ζωή στο τέλμα της οκνηρίας, τρώνε πιλάφι, πίνουν καφέ, καπνίζουν…
Τον καββέ τον προσφέρουν σε φλιτζάνια από Κινέζικη πορσελάνη (φαρφουρί), ενώ μπορούσες να καπνίσεις ανάλογα με τη διάθεση πίπα (μακρύ τσιμπούκι) με κεχριμπαρένιο στόμα, άλλοτε με βαρύ καπνό κι άλλοτε με ελαφρύ που διαθέτανε ειδικά μαγαζιά. Θα έβρισκες ακόμα Περσικό καπνό (τουμπεκί), καθώς και θαυμάσιους ναργιλέδες σε κάποιου Σεφκη. Άφθονα μυρωδάτο μπαχαρικά πουλούσε ένα μαγαζί, πιπέρι, κανέλα, τζερτζεφυλλι (πιπερόριζα), μοσχοκάρυδο, μαστίχα κλπ., ενώ από ενός άλλου αχτάρικου την πραγματεία μας σώθηκε μόνο, από ποιητική οικονομία -το χαβλιζαν (φυτό – το ακορον) χόρτο για τον πονόδοντο.
Πρακτικότερα είδη πρώτης ανάγκης κριθάρι Βεγγάζης και σιτάρι Κομοτηνής, θα αγόραζες από του Αλεξανδρινού Γιουσούφ του γιου της Αραπίνας και πιατικά κάθε λογής και μεγέθους από ένα υαλοπωλείο.
Εκτός το φαγητό όμως και τη διασκέδαση, ήτανε χρειαζούμενα και τα ρούχα, που προσφέρουνε αρκετά εμπορικά, με μονοπώλιο καθώς φαίνεται σε ορισμένα είδη.
Ο Εφεντ Σαλη, διαθέτει αποκλειστικά τσόχες σε όλες τις ποιότητες και χρωματισμούς, ενώ στα μεταξωτά ειδικευότανε δυο άλλοι, μαντίλια, σάλια και φερετζέδες ο ένας και ζώνες από τη Δαμασκό και φέσια από την Τύνιδα ο άλλος.
Φτωχικό μα απαραίτητο ήταν του σχοινοπλέχτη Μουτάφη ντρουβάδες και τρίχινα σκοινιά από κατσικίσιο μαλλί, πράγματα γνωστά σε όλους μας μέχρι τα τελευταία χρόνια.
Το ελκυστικότερο πάντως από τα καταστήματα της αγοράς πρέπει να ήτανε το χρυσοχοείο που είχανε συνεταιρικά στην πλατεία ο Αρμένιος Αρτιν με τον Εβραίο Σαμαληκ.
Εδώ μπορούσες να βρεις δακτυλίδια χρυσά, ασημένια ή κοκάλινα στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, ζαφείρια και διαμάντια ή με μισοπολύτιμο αχάτη.
Επίσης διαθέτουνε ασημένια γιαταγάνια, τσιμπούκια με κεχριμπάρι και κομπολόγια από γιούσουρι. Υπάρχουν ακόμα ένας πεταλωτής, ένας σαμαράς και ομορφοστολισμένα χάμουρα από βακέτα με δώδεκα σειρές σειρητια, ενώ έξω από την πόλη, στο Τοπ-αλτι κάποιος Κερίμ είχε ένα διαλεχτό μπεγίρι που ο στιχοπλόκος μας συμβουλεύει να πάνε όλοι τις φοράδες τους αν θέλουν να αποκτήσουν άλογα από ράτσα.
Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η μεγάλη αγάπη που έτρεφαν οι Τούρκοι της Κρήτης μα και όσοι από τα ντόπια αρχοντόσογα, μπορούσαν να συντηρούνε κάποιο φαρί.
Χωρίς ράφτη δεν μπορούσε βέβαια να έμενε το Ρέθεμνος. Τούτος ήταν ο Μουλα-Τερζής που έραβε σαλβάρια, μεϊντάνια, κάλτσες (τουσλούκ) και αράβικα σαρίκια με περίσσια τέχνη.
Το ίδιο ξεχωριστός για την μαστοριά του ήτανε και ο παπουτσής, που έφτιαχνε μάλιστα δίχως να πάρει μέτρο (ξαμάρι) κίτρινα κοντά μποτίνια (τσισμέδες) για τις χανούμισσες από δέρμα Αξαριώτικο. (Κίτρινο χρώμα παπούτσια φορούσαν μόνο οι Τούρκοι, στους Έλληνες επιτρεπόταν μόνο το κόκκινο χρώμα και φυσικά μαύρο).
Τελευταίο αφήσαμε κάποιον που δεν καταλάβαμε ποια ακριβός ήταν η δουλειά που έκανε. Μάλλον βαρελάς και μαραγκός. Για αυτό μεταφέρουμε ολάκερους τους στίχους που τον αφορούν…
«Εις το Τσιτου-μαχαλεσι Μαρίνος ο Κουτσάφτης κάνει βουτσιά, ντινελ-σιγλια στόφες, του μύλου αδράχτι».
Ύστερα από τις παραπάνω πληροφορίες μπορούμε θαρρώ αρκετά καθαρά να ξαναζωντανέψουμε με λίγη φαντασία τη ζωή και την κίνηση στο Ρέθεμνος του 1740…
Θα συνεχίσουμε όμως…
Πηγές: «Προμηθεύς ο Πυρφόρος» 1983 Άρθρο του Μανόλη Α. Παπαδογιάννη.
«Προμηθεύς ο Πυρφόρος» Άρθρα Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη.
ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΡΕΘΥΜΝΟ: Ενότητες «Ανάπτυξη» « Οδοιπορικά».
Φώτο από διαδίκτυο (Αρχεία Γιώργου Εκκεκάκη, Νίκου Δερεδάκη, Βικεπαίδεια)