Η ενδο-οικογενειακή/ ενδοσυντροφική βία είναι ένα πολύπλευρο, πολυπαραγοντικό και παθογενές κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται με τα έμφυλα στερεότυπα και την οργάνωση της οικογένειας κάθε κοινωνίας.
Τη συναντούμε στην ιστορία της ανθρωπότητας, μέσα σε ένα πατριαρχικό εξουσιαστικό σύστημα το οποίο τη χρησιμοποιεί, ως μέσο επιβολής και κυριαρχίας του ισχυρού πατριάρχη προς τους «κατωτέρους» του.
Για πολλούς αιώνες, η ενδο-οικογενειακή βία θεωρούνταν κοινωνικά αποδεκτή και νομιμοποιούνταν από τις ισχύουσες κοινωνικές επιταγές που αναδεικνύουν την απόλυτη υπεροχή και κυριαρχία του άνδρα απέναντι στη γυναίκα.
Έτσι, αν κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν θα δούμε ότι οι αναφορές στα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είναι ελάχιστες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και τότε η βία δεν υπήρχε. Απλώς επικρατούσε η άποψη, «τα εν οίκω μη εν δήμω». Αυτή η άποψη, σε σχέση με το σήμερα, αναθεωρεί την παραπάνω αντίληψη και αποδέχεται ότι η αντιμετώπιση της ενδο-οικογενειακής βίας αφορά όλους τους σκεπτόμενους ανθρώπους, ανεξαρτήτως φύλου.
Θύματα είναι συνήθως οι γυναίκες και τα παιδιά όλων των ηλικιών. Είναι, ωστόσο, αναμενόμενο ότι σε κάθε σχέση μπορεί να δημιουργηθούν προβλήματα ή συγκρούσεις. Όταν όμως τα προβλήματα και οι συγκρούσεις ξεπερνούν τα αποδεκτά όρια, τότε πλέον περνάμε στα όρια της κακοποίησης. Η βία γίνεται δικαίωμα του πιο ισχυρού προς τους πιο αδύνατους. Π.χ οι άνδρες προς τις γυναίκες, οι γονείς στα παιδιά, οι ενήλικες στους ηλικιωμένους.
Οι ορισμοί της κακοποίησης είναι ποικίλοι, καθώς κακοποίηση δε νοείται μόνο η σωματική και η σεξουαλική, που τα σημάδια είναι εμφανή, αλλά και οι «αόρατες» μορφές της, όπως η ψυχολογική, η κοινωνική, η οικονομική, που είναι δύσκολα αναγνωρίσιμη και προσδιορίζεται από τις πολιτισμικές, ιδεολογικές, κοινωνικές και αξιακές παραμέτρους μέσα στις οποίες αναπτύσσεται.
Παρά την νομική κατοχύρωση της ισότητας των φύλων σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στη αγορά εργασίας και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου τους, η θέση των φύλων τόσο στην οικογένεια όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο εξακολουθεί να είναι άνιση. Ο διαφορετικός τρόπος αναγνώρισης και καταξίωσης των αντρών και των γυναικών, εξακολουθεί να υφίσταται και να δικαιολογεί ένα ευρύ φάσμα κοινωνικών διακρίσεων σε βάρος του γυναικείου φύλου.
Η παρουσία φαινομένων κοινωνικής παθογένειας όπως της κακοποίησης γυναικών και παιδιών δημιουργούν πλέον, την ανάγκη της εξεύρεσης μεθόδων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση τους καθώς η σχέση μεταξύ οικογένειας, παιδιού και βίας είναι αμφίδρομη και ανατροφοδοτική η οποία εξηγεί την κοινωνική δημιουργία θυτών και θυμάτων.
Η πολύχρονη εμπειρία του Φορέα μας, στη διαχείριση μεγάλου αριθμού περιστατικών ενδοοικογενειακής/ ενδοσυντροφικής βίας μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, η εμφάνιση περιστατικών βίας (οποιασδήποτε μορφής) στο οικογενειακό περιβάλλον ενός παιδιού δρα καταλυτικά στην ψυχική ισορροπία και ανάπτυξη του και στην ικανότητα του για μάθηση, καθώς τα παιδιά αντιγράφουν από τους γονείς τους τις απαξιωτικές και επιθετικές συμπεριφορές που εισπράττουν μέσα στο οικογενειακό τους περιβάλλον.
Σήμερα, η επίδραση που ασκεί η εκπαίδευση στους μαθητές λειτουργεί καταλυτικά στην αναδιαμόρφωση των έμφυλων στερεοτύπων, καθώς το σχολείο αποτελεί ένα κοινωνικό σύστημα που σκοπό έχει να εκπαιδεύσει, να κοινωνικοποιήσει τους μαθητές και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μιας συνεχώς εξελισσόμενης κοινωνίας.
Οι δύο βασικοί άξονες της εκπαίδευσης είναι αφενός η ακαδημαϊκή και αφετέρου η συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Το σχολείο μπορεί να λειτουργήσει σε μεγάλο βαθμό ως παράγοντας πρόληψης αλλά και θεραπείας διαμέσου της ενεργούς συμμετοχής και συνεργασίας όλων των, άμεσα και έμμεσα, εμπλεκομένων στο φαινόμενο της έμφυλης βίας.
Υπό αυτή την οπτική αντιλαμβανόμαστε το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει ο εκπαιδευτικός στο σύγχρονο σχολείο. Βασική προτεραιότητα της εκπαιδευτικής κοινότητας πρέπει να είναι η διαμόρφωση νέων υγιών κοινωνικών προτύπων που θα εξαλείψουν το φαινόμενο της έμφυλης βίας και της κακοποίησης σε κάθε κοινωνία.
Επίσης, σημαντικό ρόλο θα μπορούσε να παίξει ο κλάδος της σχολικής ψυχολογίας, μέσω της οποίας οι εκπαιδευόμενοι θα αναπτύξουν τα κατάλληλα συμπεριφορικά πρότυπα και τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης που χρειάζεται να έχουν τα μέλη κάθε κοινωνίας, η οποία οφείλει να διακατέχεται από την έμφυλη δικαιοσύνη…
* Η Μαρία Παχιαδάκη είναι πρόεδρος του Συνδέσμου Μελών Γυναικείων Σωματείων Ηρακλείου και Ν. Ηρακλείου, τακτικό μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής Ισότητας των Φύλων Κρήτης (ΠΕΠΙΣ Κρήτης)