Γράφουν οι:
Ασπασία Παπαδάκη, Δρ Ιστορίας, Προϊσταμένη των Γ.Α.Κ. – Αρχείων Ν. Ρεθύμνης
Μιχάλης Τζεκάκης, τέως διευθυντής της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου
Ακριβώς επειδή έχουν γραφτεί τόσο πολλά, θεωρήσαμε σκόπιμο σήμερα να μην προσθέσουμε ένα ακόμα δημοσίευμα στα τόσα άλλα που ενίοτε επικαλύπτονται. Πιστεύουμε ότι είναι προτιμότερο να τον αποχαιρετήσουμε ως Ρεθεμνιώτες ενθυμούμενοι την παρουσία και την προσφορά του στην πόλη μας, από το 1977 που ήλθε να διδάξει στη νεοϊδρυθείσα Φιλοσοφική Σχολή στο Ρέθυμνο μέχρι σήμερα. Να επικεντρώσουμε δηλαδή την προσπάθειά μας στο να δώσουμε στοιχεία ως προς τη σχέση του με το Πανεπιστήμιο στο Ρέθυμνο και τις σημαντικές αναφορές του σε επιφανείς Ρεθυμνίους. Οι συγγραφείς του μικρού αυτού αφιερώματος δεν διεκδικούν επιστημονική πληρότητα ούτε άλλη πρωτοτυπία. Αρκετά από τα στοιχεία που παρουσιάζονται είναι ήδη δημοσιευμένα, πιστεύουν όμως ότι συγκεντρωμένα εδώ φωτίζουν μια πλευρά του χαρακτήρα και του ήθους του Σ. Αλεξίου που δεν είναι ευρύτερα γνωστή.
Εκφράζονται ευχαριστίες στον κύριο εκδότη των έργων του τον κ. Αιμίλιο Καλιακάτσο (Εκδόσεις Στιγμή) που μας επέτρεψε να δημοσιεύσομε κείμενα του από τις εκδόσεις του, καθώς και για τις φωτογραφίες που μας έστειλε από το αρχείο του. Ευχαριστίες επίσης εκφράζονται στον κ. Κώστα Μπουρναζάκη για την επιστολή του Π. Πρεβελάκη προς τον Σ. Αλεξίου που μας επέτρεψε να αναδημοσιεύσομε από το βιβλίο του: Ανθολογία από το έργο του Παντελή Πρεβελάκη. Ηράκλειο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη 2010.
Το ξεκίνημα
Το 1977 αποτελεί ένα έτος σταθμό για την πολιτιστική ιστορία του Ρεθύμνου. Τότε ξεκίνησε η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο. Ήλθαν οι πρώτοι διδάσκοντες, μπήκαν οι πρώτοι φοιτητές και άρχισε η οργάνωση της Βιβλιοθήκης. Πρόεδρος της Διοικούσας Επιτροπής ήταν ο Ρεθεμνιώτης Μανούσος Μανούσακας και σημαίνον μέλος της ο Ηρακλειώτης Νίκος Παναγιωτάκης. Το διάταγμα για την ίδρυση και τον καθορισμό της έδρας του Πανεπιστημίου Κρήτης είχε εκδοθεί από το 1973, γενικότερα όμως η δεκαετία 1970-1980 χαρακτηρίζεται από μια οξύτατη αντιπαράθεση ανάμεσα στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο εξαιτίας του νεότευκτου Πανεπιστημίου. Κάθε πόλη για λογαριασμό της διεκδικούσε τις Σχολές και τα Τμήματα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Στο Ρέθυμνο υπήρχε η υποψία ότι κάθε πανεπιστημιακός που προέρχεται από το Ηράκλειο εκπροσωπεί τα συμφέροντα του Ηρακλείου και ότι στην ουσία μεθοδεύει ως τελική λύση τη μεταφορά των πανεπιστημιακών σχολών από το Ρέθυμνο στο Ηράκλειο. Αντίστοιχα οι Ηρακλειώτες θεωρούσαν ότι η παρουσία σχολών και τμημάτων στο Ρέθυμνο αποτελούσε από μόνο του ένα μοιραίο γεγονός που θα οδηγούσε στη βαθμιαία απαξίωση και τον τελικό μαρασμό του Πανεπιστημίου ήδη από τη γέννησή του.
Μέσα σ’ αυτό το ιδιαίτερα βεβαρημένο κλίμα ο Στυλιανός Αλεξίου, βέρος Ηρακλειώτης αυτός, ο πιο αντιπροσωπευτικός τύπος Ηρακλειώτη λογίου θα λέγαμε, έρχεται στο Ρέθυμνο για να διδάξει Κρητική Λογοτεχνία στη νεοσύστατη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης. Αυτό από μόνο του αποτελούσε ένα αρνητικό πρόσημο για τον Αλεξίου. Μπαίνει αυτόματα πρώτος στη λίστα των υπόπτων που τελούντες «εν διατεταγμένη υπηρεσία» μεθοδεύουν το ξερίζωμα του Πανεπιστήμιου Κρήτης από το Ρέθυμνο. Αποτελεί κατά τη γνώμη μας άκρως ενδιαφέρον θέμα να εξεταστεί πώς ο ίδιος ο Αλεξίου διαχειρίστηκε αυτό το ιδιαίτερα αρνητικό κλίμα που συνόδευσε εκείνα τα χρόνια την άφιξή του στο Ρέθυμνο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχέση του Αλεξίου κατά την περίοδο που προηγήθηκε με Ρεθεμνιώτες που ζούσαν στο Ρέθυμνο ήταν υποτυπώδης. Ο Αλεξίου γνώριζε και εκτιμούσε κάποιους διακεκριμένους Ρεθεμνιώτες, όπως τον Μανούσο Μανούσακα, τον Παντελή Πρεβελάκη και τον Γ. Κουρμούλη, όμως έμεναν πια στην Αθήνα. Απ’ όσους κατοικούσαν στο Ρέθυμνο εκείνα τα χρόνια, ο μόνος που φαινόταν να ασχολείται κάπως με τα κρητολογικά θέματα ήταν ο μακαρίτης ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, κι αυτός με τρόπο εντελώς ερασιτεχνικό. Ο Αλεξίου τον θυμάται να ξεναγεί στη Φορτέτσα και να απαγγέλλει με τη στομφώδη φωνή του κομμάτια ολόκληρα από τον Κρητικό Πόλεμο του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή. Ο Αλεξίου εκτιμούσε στον Σταυρουλάκη ότι ένας Ρεθεμνιώτης είναι περήφανος για τον Μπουνιαλή, τον θεωρεί δικό του, τον αγαπά και τον αποστηθίζει. «Αντηχεί ακόμη στα αυτιά μου η απαγγελία του άλλοτε προέδρου της Λαογραφικής και Ιστορικής Εταιρείας Ρεθύμνου Χριστοφόρου Σταυρουλάκη, που ήξερε μεγάλα τμήματα του Κρητικού Πολέμου, και τα έλεγε από στήθους με την αργή, βαθειά, υποβλητική του φωνή», θα γράψει ο Αλεξίου στην εισαγωγή της μνημειώδους έκδοσης του Κρητικού Πολέμου.
Η διαμονή του Σ. Αλέξιου στο Ρέθυμνο
Ερχόμενος στο Ρέθυμνο ο Αλεξίου είχε τη δυνατότητα και, αν θέλετε, και τα κίνητρα να «σνομπάρει» την πόλη και τους Ρεθεμνιώτες. Μπορούσε να μισθώνει ένα ταξί για να τον φέρνει στο Ρέθυμνο και τελειώνοντας το μάθημά του να τον ξαναγυρίζει πίσω στο Μεγάλο Κάστρο και τους ανθρώπους του, εκεί όπου ανήκε. Άλλωστε είχε κατηγορηθεί εμμέσως πλην σαφώς ότι ως Ηρακλειώτης υποτιμούσε τον Μπουνιαλή και γενικότερα τη συμβολή των Ρεθυμνίων στην Κρητική Αναγέννηση.
Προτίμησε όμως να αγοράσει ένα διαμέρισμα κοντά στο γνωστό τότε «Δελφίνι» και να μένει όσο περισσότερο μπορούσε στην πόλη μαζί με τη σύζυγό του Μάρθα Αποσκίτη, την αγαπημένη του Ολυμπία, όπως εκείνος την αποκαλούσε. Ιδιαίτερα μετά τη συνταξιοδότησή τους περνούσαν ολόκληρα καλοκαίρια στο Ρέθυμνο. Του άρεσε να κάνει βόλτα στην παραλιακή οδό, να κολυμπά στον κόλπο του Γεροποτάμου, να τρώει φρέσκο ψάρι στον «Ερωτόκριτο» στο παλιό λιμάνι, ή στο μικρό μαγαζί της «Κυρίας Μαρίας» κοντά στο σπίτι του. Ο ίδιος προτιμούσε τις απλές γεύσεις της κρητικής κουζίνας, όπως τα χόρτα, τα όσπρια και τα θαλασσινά. Το στέκι του όμως ήταν το εστιατόριο «Πάνθεον» στην παραλία του Ρεθύμνου, όπου πήγαινε τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας κι εκεί συχνά καλούσε για φαγητό όποιον γνωστό, φίλο ή συνάδελφο βρισκόταν στην πόλη, με αποτέλεσμα τα βράδια εκείνα να εξελίσσονται σε φιλολογικές βραδιές. Παρακολουθούσε επίσης αρκετές από τις παραστάσεις του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ που είχε ξεκινήσει τότε να γίνεται στη Φορτέτσα. Όλα αυτά σταμάτησαν πριν από 12 χρόνια, όταν λόγοι υγείας της συζύγού του δεν τους επέτρεπαν τη συνέχιση της διαμονής τους εδώ. Αξίζει να γίνει ξεχωριστή αναφορά στην κυρία Αποσκίτη, η οποία αγάπησε το Ρέθυμνο όπως εκείνος, υποστηρίζοντας τις επιλογές του συζύγού της και συνεκδίδοντας μαζί του κορυφαία έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Οι Αλεξίου είδαν την παραμονή τους στο Ρέθυμνο ως μια ευκαιρία για να γνωρίσουν το δυτικό κρητικό ιδίωμα, όπως μιλιέται ακόμη και στις μέρες μας.
Το εναρκτήριο μάθημα του Στυλιανού Αλεξίου στο Τμήμα Φιλολογίας
του Πανεπιστημίου Κρήτης
Η συμβολή του Ρεθύμνου στην Κρητική Αναγέννηση:
Ένας ύμνος για το Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες
Ο Σ. Αλεξίου ξεκίνησε τα μαθήματά του ως διδάσκων στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης στις 9 Νοεμβρίου του 1977 με μια μνημειώδη διάλεξη που είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε (η γράφουσα ως πρωτοετής φοιτήτρια κι ο γράφων ως δ/ντής της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης) με θέμα: Η Συμβολή του Ρεθύμνου στην Κρητική Αναγέννηση. Η ομιλία αποτελεί ένα ύμνο για το Ρέθυμνο και τους Ρεθεμνιώτες της εποχής της βενετοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό απαντούσε αποστομωτικά σ’ αυτούς που τον κατηγορούσαν ότι ως Ηρακλειώτης σκόπιμα υποτιμά και παραγνωρίζει τους συγγραφείς που προέρχονται από το Ρέθυμνο και ιδιαίτερα τον Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή. Το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αμάλθεια, τεύχ. 39 (Απρίλιος-Ιούνιος 1979) και ανατυπώθηκε στις 3 Ιουλίου 1982, στην εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα στο πλαίσιο του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ. Θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικό το κείμενο αυτό και για το περιεχόμενο του αλλά και ως ένδειξη του ήθους και του χαρακτήρα του Σ. Αλεξίου.
Κανείς άλλος μέχρι σήμερα δεν έχει γράψει με τρόπο έγκυρο και τεκμηριωμένο ένα τέτοιο εγκώμιο για την πόλη μας. Και είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι το εγκώμιο αυτό προέρχεται από έναν Ηρακλειώτη του κύρους και της πνευματικής εμβέλειας του Αλεξίου. Ο Δήμος Ρεθύμνης θα πρέπει να δημοσιεύσει το κείμενο αυτό σε φυλλάδιο και να το διανέμει σε όλους τους επισκέπτες μας.
Για τις ανάγκες του αφιερώματός μας το αναδημοσιεύουμε διασκευασμένο σε ενότητες και συμπληρωμένο με συναφή κείμενα του Σ. Αλεξίου, κυρίως από την έκδοση του Κρητικού Πολέμου και της Ερωφίλης.
Ο Σ. Αλεξίου αρχίζει τον εναρκτήριο λόγο του με τη φράση: «Μεγάλη είναι η πνευματική παράδοση του Ρεθύμνου, γιατί μεγάλες κρητικές ψυχές, μεγάλοι τεχνίτες του λόγου και σοφοί γεννήθηκαν και έζησαν εδώ» και στη συνέχεια κάνει επώνυμη εκτενή αναφορά σε επιφανείς Ρεθεμνιώτες.
1. Ο Γεώργιος Χορτάτσης
«Το μεγαλύτερο από τα ένδοξα παιδιά του Ρεθύμνου είναι βέβαια ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο γενάρχης της νεοελληνικής τέχνης του στίχου και της σκηνής, ο ποιητής της Ερωφίλης, της Πανώριας και του Κατσούρμπου, τριών λαμπρών θεατρικών έργων που παίζονται σήμερα με επιτυχία και μελετώνται όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό.
Εκτός από τις πληροφορίες που έχουμε για τη ρεθεμνιώτικη καταγωγή του μεγάλου αυτού ποιητή και για ορισμένους επιφανείς συγγενείς του, μας πείθει γι’ αυτήν και ο ίδιος, αφού στο έργο του μνημονεύει βουνά και σπανιότατα τοπωνύμια του νομού Ρεθύμνης».
Ο λόγος του Χορτάτση
«Ήδη στις πρώτες μου μελέτες για την κρητική λογοτεχνία έδειξα ότι ο λόγος του Χορτάτση είναι «μέχρι επιτηδεύσεως έντεχνος», ότι γράφει σύνθετα και δύσκολα, ότι οι προτάσεις είναι αρκετά συχνά υπερβολικά μεγάλες, η φυσική σειρά των λέξεων αλλαγμένη κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην είναι εύκολο να βρεθούν παραδείγματα ανάλογης σύνταξης σε άλλα νεοελληνικά έργα: επίθετα μακριά από τα ουσιαστικά, αντικείμενα μακριά από τα ρήματα, πολλές εξαρτημένες προτάσεις, έλλειψη ασυνδέτων».
Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Χορτάτση γενικότερα στη διαμόρφωση του γλωσσικού οργάνου της κρητικής λογοτεχνίας και στην αποδέσμευση από τη μεικτή γλωσσική μορφή της υστεροβυζαντινής και μεταβυζαντινής παράδοσης και της πρώιμης κρητικής παραγωγής που συνεχίζεται με διακυμάνσεις ως τις αρχές της τελευταίας τριακονταετίας του 16ου αιώνα. Όπως έδειξα παλαιότερα, η γλώσσα των έργων που γράφτηκαν έπειτα από τη φάση αυτή είναι διαφορετική, κι αυτό οφείλεται σε μια συνειδητή στροφή, πρωτίστως του Χορτάτση. Απορρίπτονται πολλά στοιχεία της αρχαίας ή της μέσης ελληνικής, ενώ άλλα αφομοιώνονται, και ορισμένα χρησιμοποιούνται σε σημεία όπου δεν ενοχλούν, για να δώσουν χρώμα: «Ζευ, τσ’ οφθαλμούς σου γύρισε σ’ εκείνη».
Ο Χορτάτσης, η δημοτική γλώσσα και το κρητικό ιδίωμα
«Ο Χορτάτσης είναι μορφωμένος ποιητής που αγκάλιασε τη δημοτική γλώσσα και εργάσθηκε για την καλλιέργεια, τον πλουτισμό και τη διαμόρφωσή της σε τέλειο εκφραστικό όργανο. Πήρε ως βάση το κρητικό ιδίωμα, τη γλώσσα των θαυμαστών δημοτικών τραγουδιών της Κρήτης και πάνω σ’ αυτή έχτισε το οικοδόμημά του. Δέχθηκε στη γλώσσα του πολλά στοιχεία της γραφομένης, απομάκρυνε πολλά που δεν μπορούσαν να αφομοιωθούν, και έδωσε διαύγεια και δύναμη στο στίχο. Το ιδίωμα της κρητικής λογοτεχνίας, με τον Χορτάτση, παύει να είναι μεικτό και γίνεται μια «κλασσική» γλώσσα. Αυτό που μάταια προσπάθησαν να κάμουν οι γλωσσολόγοι του 1900 με τους αγώνες των, το είχε ήδη κατορθώσει κατά τον τελειότερο τρόπο ο μεγαλοφυής Ρεθύμνιος του ΙΣΤ’ αιώνα».
Ο Χορτάτσης και τα ιταλικά του πρότυπα
«Ο Χορτάτσης χρησιμοποιεί βέβαια ορισμένα ιταλικά πρότυπα στο θεατρικό του έργο, αλλά τα πρότυπα αυτά τα ανέπλασε δημιουργικά. Και ας μη νομίσει κανείς ότι τα θέματά του είναι μόνο βασίλισσες που χάνουν τη ζωή τους για την αγάπη και συμβατικές βοσκοπούλες. Υπάρχει ένα σοβαρό στοιχείο κοινωνικής κριτικής στο έργο του. Με δύναμη στιγματίζει στην Ερωφίλη τη βία της αυταρχικής εξουσίας, όπως στην καταπληκτική σκηνή των βασανιστηρίων στα χορικά του, που είναι εφάμιλλα ή και ανώτερα των χορικών του Σοφοκλή, καταδικάζει την παρανοϊκή δίψα της δύναμης και του πλούτου (στα πρότυπα του το στοιχείο αυτό είναι λιγότερο έντονο)».
Ανανεωτής της γλώσσας και της λογοτεχνίας, δάσκαλος και οδηγητής του Κορνάρου
«Είχε έτσι η Ερωφίλη τον αναγκαίο χρόνο για να διαδοθεί, να γίνει αγαπητή και να επηρεάσει, όπως είναι βέβαιο ότι έγινε, ένα άλλο κορυφαίο έργο της κρητικής λογοτεχνίας, τον Ερωτόκριτο, που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις πρέπει να τελείωσε γύρω στα 1610. Η αντίθετη άποψη, ότι ο Ερωτόκριτος επηρέασε την Ερωφίλη και όχι αντίστροφα, δεν φαίνεται πιθανή. Η μεγάλη λογοτεχνική και γλωσσική ανανέωση της κρητικής παραγωγής έγινε μέσα στο πλαίσιο του Θεάτρου. Το θέατρο με τη ζωντανή επαφή του προς το κοινό ευνόησε τη συνειδητή στροφή προς το ιδίωμα, και τα θεατρικά στοιχεία του Ερωτοκρίτου, οι ανεπτυγμένοι διάλογοι, η οργανική διαίρεση σε πέντε μέρη και η δήλωση των ονομάτων των προσώπων, δείχνουν ότι ο Κορνάρος ακολουθεί ένα ήδη καταξιωμένο θεατρικό πρότυπο» (Ερωφίλη, Εισαγωγή, σ. 50).
Ο Χορτάτσης αναγνωρίζεται σήμερα ο μεγάλος ανανεωτής της γλώσσας και της λογοτεχνίας της εποχής του, ο θεμελιωτής του Κρητικού Θεάτρου, δάσκαλος και οδηγητής του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές διάνοιες. Αποφασιστική υπήρξε λοιπόν η συμβολή του Ρεθύμνου στη δημιουργία της Κρητικής Λογοτεχνίας και στη διαμόρφωση του κρητικού ιδιώματος ως καλλιεργημένης γραπτής γλώσσας. Έτσι εξηγείται η παρουσία χαρακτηριστικών τύπων του λόγου της δυτικής Κρήτης όχι μόνο στον πρωτεργάτη του πνευματικού αυτού άθλου, τον Χορτάτση, και στους άλλους Ρεθεμνιώτες ποιητές, αλλά και στους καταγομένους από την ανατολική Κρήτη».
Το χρέος του Ρεθύμνου για το Χορτάτση όπως τεκμαίρεται από τα κείμενα του Σ. Αλεξίου
Μέσα από τα κείμενα του Αλεξίου για τον Γ. Χορτάτση εκφράζεται ο απερίφραστος θαυμασμός και η εκτίμηση του για το έργο του. Μιλώντας γι’ αυτόν δεν φείδεται ασυνήθιστων για τον εν γένει συγκρατημένο λόγο του επαίνων. «Ο μεγαλοφυής Ρεθύμνιος του ΙΣΤ΄αιώνος», «ο μεγάλος ανανεωτής της γλώσσας και της λογοτεχνίας της εποχής του, ο θεμελιωτής του Κρητικού Θεάτρου, δάσκαλος και οδηγητής του Βιτσέντζου Κορνάρου, μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές διάνοιες».
Μελετώντας τα κείμενα του Αλεξίου για τον Γ. Χορτάτση δεν μένει καμιά αμφιβολία πλέον για το ότι ο Χορτάτσης αποτελεί τη σημαντικότερη πνευματική μορφή του Ρεθύμνου όλων των εποχών. Αμφιβάλλω αν εμείς οι Ρεθεμνιώτες έχουμε κατανοήσει το μάθημα που μας έδωσε εκείνος για τον Χορτάτση. Πώς αλήθεια έχουμε τιμήσει αυτό το μεγάλο τέκνο της πόλης μας; Με ένα δρόμο έξω ακριβώς από τα όρια της παλιάς πόλης και τους καλοκαιρινής χρήσης αναβαθμούς στη Φορτέτσα που τους ονομάζουμε Ερωφίλη. Την ευθύνη την έχουμε όλοι μας που πέρα από την κενή καυχησιολογία μας δεν συνειδητοποιήσαμε την αξία και το κλέος αυτού του μεγάλου Ρεθεμνιώτη και να τον τιμήσουμε κατά που του έπρεπε. Ευτυχώς που ήλθε ένας ευπατρίδης από το Μεγάλο Κάστρο για να μας το θυμίσει. … Θα τον ακούσουμε;
Το αφιέρωμα στον Στέλιο Αλεξίου συνεχίζεται στο αυριανό μας φύλλο.