Η μάνα μου είναι γέννημα – θρέμμα των Μεγάλων Χωραφιών Αποκορώνου Χανίων. Εξ ης καταγόμενος και εγώ, θεωρώ πατρίδα μου το χωριό ετούτο και το αγαπώ ιδιαίτερα.
Επί σειρά ετών, μοναδική εκκλησία του χωριού ήταν η αφιερωμένη στον «Τίμιο Σταυρό», που, με πολύχρονη ιστορία να το «συνοδεύει», τιμάται στις 14 κάθε Σεπτέμβρη. Αν και όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, υπάρχει άλλος ένας ναός στα Μεγάλα Χωράφια, προς τιμήν του Αγ. Νεκταρίου Αιγίνης ετούτος, έχω πολλές αναμνήσεις από τον «Τίμιο Σταυρό» που έχουν ξεχωριστή θέση στην ψυχή μου και την έχουν πολυποίκιλα σημαδέψει.
Ας μου επιτραπεί να σας παρουσιάσω, με λίγα λόγια, ορισμένες απ’ αυτές τις περιπτώσεις που έχει συνδεθεί ανεξίτηλα η εκκλησία του «Τιμίου Σταυρού» ως κοιμητήριο με την έως και τώρα ζωή μου.
Όταν ήμουν μικρός, λοιπόν, και πήγαινα με τη μάνα μου στο νεκροταφείο του χωριού, τριγύριζα ανάμεσα στους τάφους και ρωτούσα για κάθε όνομα που έβλεπα στους σταυρούς ποιος ήταν και πώς πέθανε. Διάβαζα τα ονόματα και τις ηλικίες, η μάνα μου και η γιαγιά μού μιλούσαν τη συγγενική ή φιλική σχέση που είχε ο κάθε νεκρός με την οικογένειά μας και μάθαινα, με άλλα λόγια, τη δημογραφική και την κοινωνική ιστορία του χωριού. Είναι σημαντικό, ανέκαθεν πιστεύω, να γνωρίζεις τους ανθρώπους που ζούσαν και κατοικούσαν άλλοτε στον τόπο που θεωρείς ιδιαίτερη πατρίδα σου και να ξέρεις και τις μεταξύ τους σχέσεις και πώς ζούσαν, έτσι ανασυνθέτεις νοερά το παρελθόν και αγαπάς περισσότερο τις ρίζες σου, προσέχοντας πλέον πιο πολύ και όσα, υλικά, πνευματικά και ηθικά, σου έχουν κληροδοτήσει.
Λίγες ημέρες πριν ξεκινήσει η πολύ επίπονη και δύσκολη για μένα χρονιά των πανελλαδικών εξετάσεων, είχα ξαναβρεθεί στον «Τίμιο Σταυρό». Ο εκ μητρός παππούς μου αγαπούσε πολύ τα Γράμματα αλλά είχε «φύγει» ήδη από τη ζωή μερικά χρόνια πριν. Προσήλθα, λοιπόν, στον τάφο του στο κοινοτικό κοιμητήριο και ζήτησα την «ευχή» του για τη δοκιμασία που θα με περίμενε. Τον ένιωσα κοντά μου και πήρα ψυχοσωματική δύναμη πριχού ριχτώ στον αγώνα μου.
Θυμάμαι, όμως, και μια χρονιά στην οποία ήμουν φοιτητής στο πανεπιστήμιο Ρεθύμνου. Έδινα ένα δύσκολο μάθημα στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου ανήμερα της ημέρας του «Τιμίου Σταυρού» (14.09), ενώ η οικογένεια είχε συγκεντρωθεί στο χωριό για την εορτή και για γεύμα στο σπίτι μιας αδελφής της μάνας μου. Αν και τα θέματα δεν ήσαν πολύ εύκολα, ένιωσα σαν ένα θεόσταλτο χέρι να με βοήθησε να γράψω όσο χρειαζόταν για να περάσω το μάθημα, και με γέμισε χαρά. Και πράγματι, όταν τελειώνοντας πήρα το λεωφορείο από το Ρέθυμνο για το χωριό και πήγα και βρήκα το σόι, η μάνα μου μού είπε ότι στην πρωινή λειτουργία του «Τιμίου Σταυρού» είχε προσευχηθεί και για μένα.
Η τελευταία μου ανάμνηση αναφέρεται στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Όταν η οικογένειά μας αποφάσισε να μεταφέρει τα οστά της γιαγιάς στον οικογενειακό μας τάφο, άνοιξε το μνήμα όπου αυτά βρισκόντουσαν έως τότε μαζί με τα οστά των γονιών και των αδελφών του παππού μου. Επειδή η γιαγιά μου είχε πεθάνει 40 μέρες μετά τον παππού και δεν είχε τότε καταστεί δυνατό να γίνει η ταφή της στο ίδιο μνήμα με τον άντρα της, θάφτηκε αλλού. Μαζί, όμως, με τα υπολείμματα των συγγενικών σκελετών στο νεκροταφείο του «Τιμίου Σταυρού», οι παραβρισκόμενοι θα μπορούσαν να δουν και ένα κασελάκι, ένα παιδικό, θαρρείς, φέρετρο, με το οποίο στα 1931 είχε ταφεί, θανών σε ηλικία περίπου 2 ετών, ο πρώτος γιος του παππού μου, ο μεγαλύτερος αδελφός της μάνας μου, ο Βαγγελάκης. Μέσα στο κασελάκι ήταν σαν σκόνη θρυμματισμένη τα οστά του μικρού παιδιού, ενώ το ίδιο το μικρό φέρετρο με τις χειρολαβές του παρέμενε εδώ και 60 σχεδόν χρόνια σχεδόν αλώβητο, άθικτο. Και πήρα, στα 29 μου χρόνια, τότε ένα ακόμα μεγάλο μάθημα, το ανθρώπινο σώμα είναι εφήμερο και αναλώσιμο, μονάχα η θεοδώρητη ψυχή είναι άφθαρτη και αιώνια. Δεν ωφελεί, λοιπόν, σε τίποτα να γεμίζουμε την ψυχή μας με άγχη της καθημερινότητας για όσα μικροπράγματα μάς περιτριγυρίζουν (π.χ. κυνήγι χρήματος, φήμης, εξουσίας, υλικών αγαθών), γιατί το μόνο που πετυχαίνουμε έτσι είναι να φορτώνουμε το σώμα μας με δυσίατες αρρώστιες και να το καταστρέφουμε μόνοι μας ανεπιστρεπτί, ενώ τα υλικά αγαθά μένουν επί γης και αλλάζουν χέρια ανά πάσα στιγμή και πανεύκολα.
Πολύ συχνά, τέλος, όταν πέφτω για λυσιμέριμνο και παυσίκακο ύπνο, είτε μεσημεριανό είτε νυχτερινό, έρχεται στο νου μου το εκκλησάκι του «Τιμίου Σταυρού» στα Μεγάλα Χωράφια, μολονότι έχω να το δω με τα μάτια μου καμιά δεκαριά χρόνια. Ζητώ, λοιπόν, από τον Θεό να μην αφήσει ποτέ ασεβή ανθρώπινα χέρια να το βεβηλώσουν, γιατί το θεωρώ αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου, αν και δεν θυμάμαι ακριβώς την πλήρη προ εμού ιστορία του ναϋδρίου. Την ίδια, όμως, στιγμή, νιώθω, σύγκορμα και ολόψυχα, ότι όπως ο Κωνσταντίνος ο Μέγας είχε δει σε θεόσταλτο όραμα τον Σταυρό και το «Εν τούτω νίκα», όμοια παρουσιάζεται και σε μένα στις καθημερινές δυσκολίες, με τη μεσιτεία του Ιησού Χριστού και χάρη στις παρ’ αυτώ προσευχές υπέρ ημών των παππούδων μου και των γονιών μου, ένα θεόπεμπτο σημάδι, άλλο κάθε φορά, που με εμψυχώνει και με ενδυναμώνει να τις αντιμετωπίζω πάντοτε με επιτυχία…