Ένα τηλεφώνημα στη διάρκεια των εορτών ήταν για μένα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που είχα στη ζωή μου.
Μια φωνή εξαιρετικά καλλιεργημένης γυναίκας τηλεφωνούσε να ευχαριστήσει γιατί στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο είδε την αναφορά στον πατέρα της.
– Και ποιος ήταν; ανυπομονούσα να μάθω.
– Ο Γιάννης Ευαγγελίδης μου απάντησε.
– Ο Επιθεωρητής; ζήτησα να βεβαιωθώ.
Και στην καταφατική της απάντησή ένα κύμα συγκίνησης με κυρίευσε.
Τι σύμπτωση αλήθεια; Πάνω που σκεπτόμουν πως θα διαχειριστώ το αφιέρωμα στα Γενναριάτικα, ήρθε η κ. Νίκη Σκουρογιάννη, αυτό είναι το όνομα της κυρίας, να δικαιώσει αυτό που πίστευα πάντα.
Δεν έχει πια καμιά σημασία ο τόπος και ο χρόνος που αίμα αθώων αμαύρωσε τις σελίδες τις Ιστορίας. Το αίμα δεν έχει χρώμα ιδεολογικό. Η απώλεια ανθρώπων που θα πρόσφεραν στον τόπο με τις γνώσεις και τις ιδέες τους μετράει. Κι όμως χάθηκαν μέσα στη δίνη των ανθρώπινων παθών που συνδαύλιζαν τα ξένα συμφέροντα άνθρωποι που χρειάζονταν ο τόπος.
Για παράδειγμα ο Γεώργιος Ζαννουδάκης, που αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμά του ο εκλεκτός συμπολίτης κ. Χάρης Στρατιδάκης, σαν παράδειγμα εκπαιδευτικού που είχε την ιδέα και των μαθητικών κατασκηνώσεων, ο άριστος αυτός δάσκαλος που έγραφε χωρίς να υπογράφει από σεμνότητα τις προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις του Καρνάβαλου, ο σπουδαίος άνθρωπος που παραστάθηκε με κίνδυνο της ζωής του στα τελευταία του τον επιθεωρητή του Γιάννη Ευαγγελίδη, ΑΠΟΛΥΘΗΚΕ το 1947 στο πλαίσιο της «εξυγίανσης» στο χώρο της Παιδείας.
Είχε βλέπετε ο τόπος ανάγκη μόνο από κήρυκες της μισαλλοδοξίας. Εκείνοι που γεννήθηκαν για να μορφώσουν και ψυχικά τα νιάτα μας έπρεπε να εξαφανιστούν, γιατί έτυχε να έχουν ιδεολογία. Κακόμοιρη Ελλάς.
Παιδιά σου έβλεπες και στις δυο όχθες. Αίμα μάζευες από τις πληγές και των δύο πλευρών. Σάβανα χρειαζόσουν και για τους μεν και για τους δε, αντί για ρούχα γιορτινά που θα φορούσαν σε ημέρες δόξης σου.
Ας γράφει η Ιστορία και ας αναλύουν οι πένες των αρμοδίων που ασχολούνται με την ιστορική πραγματικότητα. Όσοι δεν ακούν αυτά που περιμένουν για να ικανοποιηθεί το δικό τους φρόνημα αρκεί να κάνουν λίγη υπομονή. Είναι πια κοινό μυστικό ότι μόλις αλλάζει το καθεστώς παίρνει καθένας το τίμημα που του αναλογεί.
Λίγη υπομονή μονάχα.
Όσο για εκείνους που θα έπρεπε να αγωνιούν για την αναγνώρισή τους, το χρέος τους κοιτούσαν μονάχα. Είτε ανήκαν εδώ είτε ήταν ταγμένοι εκεί.
Αυτά με έκανε να σκεφτώ πιο βαθιά η κα Νίκη, που ήταν βρέφος, όταν συνέβη η τραγωδία στο σπίτι της. Αργότερα έμαθε μέσα από πολλές προσωπικές περιπέτειες τι είχε συμβεί και έκλεισε το σπιτικό τους. Γιατί το κυνήγι της οικογένειας δεν σταμάτησε με το θάνατο του προστάτη τους.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά μια και βρισκόμαστε σε επέτειο από το θάνατο του Γιάννη Ευαγγελίδη. Κι ένα μνημόσυνο τιμής το Ρέθυμνο του το οφείλει.
Αναφορά σε έναν ευπατρίδη
Όταν ανατρέχεις στις ιστορικές πηγές για να γνωρίσεις το παρελθόν του τόπου σου, χωρίς ν’ απασχολούν το νου σου προσδοκίες και βλέψεις ωφελιμιστικές, νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε χώρα ημιθέων. Δεν ξέρεις που να στρέψεις το ενδιαφέρον. Δεν ξέρεις ποια μορφή να πρωτοθαυμάσεις. Πόση δύναμη ψυχής έκρυβαν αλήθεια οι άνθρωποι αυτοί…
Από τους αγωνιστές που μας εντυπωσίασαν ιδιαίτερα στο διάστημα αυτό των χρόνων που πάνω από 800 μορφές του τόπου έχουν σκιαγραφηθεί ήταν ο Γιάννης Ευαγγελίδης. Ένας ακόμα ευπατρίδης που μπορεί να μην καταγόταν από το Ρέθυμνο αλλά αγωνίστηκε και μαρτύρησε στον τόπο μας σε δίσεκτους καιρούς που όλα τα έσκιαζε η μισαλλοδοξία και παντού θριάμβευε ο ρεβανσισμός.
Ένας προοδευτικός Ηπειρώτης
Ο Γιάννης Ευαγγελίδης γεννήθηκε το 1900 στο Βραδέτο, ένα ορεινό χωριουδάκι του Ζαγοριού της Ηπείρου. Τέλειωσε το δημοτικό στο χωριό του και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Γιάννενα. Ήταν άριστος μαθητής και είχε σκοπό να υπηρετήσει τον Ιπποκράτη. Θα γινόταν γιατρός για να βοηθά κάθε αναξιοπαθούντα που είχε την ανάγκη του.
Ο πατέρας του όμως γρήγορα τον προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα. Δεν είχε χρήματα να βοηθήσει το παιδί του. Ας αναζητούσε ο μικρός άλλο δρόμο για να κάνει κάτι στη ζωή του.
Τι να κάνει κι ο Γιάννης; Αναγκάστηκε να περιοριστεί στο διδασκαλείο στα Γιάννινα και μετά από λαμπρές σπουδές τέλειωσε στα 18 του χρόνια και διορίστηκε δάσκαλος στο Ζαγόρι.
Το 1920 επιστρατεύθηκε για τη Μικρά Ασία. Εκεί πολέμησε δυο χρόνια με το βαθμό του λοχία. Εκτελούσε χρέη τηλεφωνητή στη Μεραρχία Κρήτης. Εκεί γνωρίστηκε και φιλεύτηκε με το γιατρό Γεώργιο Τσουδερό αποκτώντας τον πρώτο του συνδετικό κρίκο με το Ρέθυμνο. Στα 1925 πέτυχε στην μετεκπαίδευση και φοίτησε για δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Στα 1928 πήρε το πτυχίο του με άριστα.
Από κει και μετά αρχίζουν τα δύσκολα για τον Γιάννη που είχε από παιδί γαλουχηθεί με το νάμα του αγνού ιδεολόγου σοσιαλιστή, όπως ήταν κάποτε αυτή η ιδεολογία πριν την κουρελιάσουν οι σύγχρονοι «σωτήρες».
Αγνός ιδεολόγος
Από τα θρανία του διδασκαλείου ακόμα εισχωρούσε όλο και βαθύτερα στο πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και στην ανάγκη για κοινωνικούς αγώνες για να σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Με τον ερχομό του στην Αθήνα προσχώρησε στο Δημοτικισμό. Έγινε μάλιστα μέλος του εκπαιδευτικού Ομίλου του Δημήτρη Γλυνού και ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση σαν σύμβουλος και αντιπρόεδρος της διδασκαλικής ομοσπονδίας.
Μετά την μετεκπαίδευση υπηρέτησε ως δάσκαλος στο πρότυπο μονοτάξιο του διδασκαλείου στα Γιάννενα.
Ενεργά στο συνδικαλισμό
Στα 1931 διορίστηκε επιθεωρητής στη Λήμνο. Ενώ είχε μια τόσο σημαντική κοινωνική θέση και θα μπορούσε να απολαμβάνει τη σιγουριά του δημόσιου υπαλλήλου, δεν εννοούσε να προσαρμοστεί στα στενά περιθώρια που του επέβαλαν οι συνθήκες της εποχής. Ήθελε ν’ ανοίγει δρόμους προόδου. Οργάνωσε ετήσια συνέδρια εκπαιδευτικά και με τη βοήθεια άλλων προοδευτικών δασκάλων εφάρμοσε την πρωτοποριακή μέθοδο της «συγκεντρωτικής διδασκαλίας» σ’ ένα εξατάξιο Γυμνάσιο του Κάστρου Λήμνου. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Ηλία Ηλιού, νεαρό δικηγόρο, οπαδό τότε του Παπαναστασίου.
«Επικίνδυνος για τη μοναρχία»
Η δράση του άρχισε να ενοχλεί το καθεστώς. Και στο δημοψήφισμα του 1935 κρίθηκε «επικίνδυνος για τη Μοναρχία» και εκτοπίστηκε για λίγες μέρες στη Μυτιλήνη.
Το 1937 ένας διορισμός του δίνει μεγάλη χαρά. Θα ερχόταν στο Ρέθυμνο να υπηρετήσει την εκπαίδευση. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν το περιβάλλον που φανταζόταν. Κι εκείνος βέβαια δεν έπαυε να προκαλεί αρνούμενος να υποταχθεί σε φασιστικές εγκυκλίους. Ήταν πλέον «κόκκινο πανί» για το καθεστώς Μεταξά. Με την κήρυξη του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940 αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο κατά των επιδρομέων. Ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε στο ΕΑΜ κι έγινε μέλος της Ν.Ε. Ρεθύμνης. Ήταν επίσης αιρετός πρόεδρος του Συνεταιρισμού των Δημοσίων Υπαλλήλων Ρεθύμνης.
Στο στρατόπεδο
Η αντιστασιακή του δράση δεν άργησε να γίνει γνωστή. Έτσι τον Δεκέμβρη του 1941 συλλαμβάνεται με πολλούς άλλους πατριώτες και κρατείται προσωρινά σε στρατόπεδο του Ηρακλείου μέχρι να ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες για να σταλεί στο Νταχάου.
Μια μέρα κατάφερε να τον επισκεφθεί μια δασκάλα που είχε συνεργαστεί μαζί του και εκτιμούσε τη δράση του. Εκείνος βρήκε την ευκαιρία να της δώσει κρυφά δυο πυκνογραφημένες σελίδες που ήταν και η πνευματική του διαθήκη. Την έγραψε στις 21 Ιουνίου 1943, κρυμμένος σε μια λακκούβα του τείχους του Μεγάλου Κάστρου περιμένοντας το αρματαγωγό που θα τον μετέφερε στη Γερμανία. Την απηύθυνε στον επιστήθιο φίλο του και στενό του συνεργάτη Γιώργη Μανούσου Ζανουδάκη.
Όταν η κινητοποίηση σώζει
Τελικά δεν έφυγε χάρις στην κινητοποίηση συναδέλφων του που έκαναν και τους Γερμανούς να σαστίσουν. Πρώτη φορά τους συνέβαινε κάτι σαν κι αυτό από τη μέρα που πάτησαν στο νησί. Δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιθεωρητές Ηρακλείου και Χανίων ακόμα κι ο Γενικός Επιθεωρητής Κρήτης, πάνω από 250 άτομα συνυπέγραψαν υπόμνημα για να παραμείνει στην Κρήτη ο Ευαγγελίδης. Και τα κατάφεραν.
Ο Ευαγγελίδης όμως ήταν στο μεταξύ ερείπιο από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Οι βαριές αγγαρείες στο στρατόπεδο τον είχαν τσακίσει. Το έλκος του δωδεκαδακτύλου που τον ταλαιπωρούσε επιδεινώθηκε δραματικά. Δεν έλεγε όμως να μείνει αμέτοχος. Κι ας είχε φθάσει ένα βήμα πριν από το θάνατο. Κι ας είχε γλιτώσει τελευταία στιγμή το Νταχάου. Εκείνος επέμενε να αγωνίζεται στην αντίσταση ακόμα κι όταν έπαθε την τρίτη στη σειρά γαστρορραγία.
Στο μεγάλο μπλόκο του 1944 ο Ευαγγελίδης με κίνδυνο να εκτελεστεί επί τόπου αν τον εντοπίζανε κατάφερε να διαφύγει από τη στέγη του σπιτιού του. Βρέθηκε στο Ατσιπόπουλο κοντά στο φίλο του Τζιρίτα που τον φιλοξένησε με απόλυτη ασφάλεια μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί.
Εξ οικείων τα βέλη
Μετά την απελευθέρωση πήρε ενεργά μέρος στην πολιτική οργάνωση σαν μέλος της Ν.Ε. του ΕΑΜ. Ούτε μια στιγμή όμως δεν κράτησε όπλο. Απέφευγε να οπλοφορεί…
Κι ήρθαν τα φρικτά γεγονότα του Γενάρη του 45 που χάρις στον Γιώργη Αγγελιδάκη, στον Χρίστο Τζιφάκη, στον Μιχαήλ Μυρ, Παπαδάκι και σε μερικούς ακόμα φωτισμένους Ρεθεμνιώτες και από τις δύο πλευρές δεν πήραν μεγαλύτερη έκταση αφαιρώντας περισσότερες ζωές.
Στις 15 Ιανουαρίου ο Ευαγγελίδης παθαίνει και πάλι γαστρορραγία και δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δυο μέρες αργότερα ήρθε το τελεσίγραφο Γύπαρη για παράδοση μέχρι τις 4 το απόγευμα της ελάχιστης πια δύναμης του ΕΛΑΣ που υπήρχε στο Ρέθυμνο. Οι άλλοι συνέχιζαν τον αγώνα στα Χανιά. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε και είχαμε τα γνωστά γεγονότα με τον άδικο χαμό 17 παλικαριών. Επειδή ο Ευαγγελίδης δεν μπορούσε να παραδοθεί και να ήθελε, καθώς οι δυνάμεις του τον είχαν προδώσει, μια δύναμη από ΕΟΡΙΤΕΣ περικύκλωσε το σπίτι του κι άρχισαν να βάλουν. Οι σφαίρες περνούσαν ένα μέτρο από το κεφάλι του και χτυπούσαν στον τοίχο. Με κίνδυνο της ζωής του η γυναίκα του, ο γιος του Ερμής και ο πολύτιμος φίλος του Γιώργης Ζανουδάκης, Κυρηναίος του μαρτυρίου του, τον μετέφεραν σε ένα ασφαλέστερο δωμάτιο.
Την επομένη μια δύναμη από ΕΟΡΙΤΕΣ μπήκε στο σπίτι σαν να επρόκειτο να αντιμετωπίσει διμοιρία ληστών, για να συλλάβει τον ημιθανή από τα προβλήματα υγείας του Ευαγγελίδη.
Μάταια η γυναίκα του κι ο γιος τους παρακαλούσαν να τον αφήσουν ήσυχο. Έτσι κι αλλιώς βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου. Μάταια όλα. Εκείνοι βρίζοντας τον ταρακουνούσαν ζητώντας να τους παραδώσει τα όπλα που έκρυβε. Τότε εκείνος με τρεμάμενη φωνή τους είπε:
«Παιδιά ούτε να σταθώ μπορώ ούτε πιστόλι δεν έχω. Εδώ είναι σκοτώστε με αν θέλετε». Ενώ οι άλλοι λεηλατούσαν το σπίτι, ο επικεφαλής έδωσε ένα τέταρτο της ώρας προθεσμία να του φέρουν χαρτί γιατρού. Είμαι σε δύσκολη θέση να αναφέρω ονόματα επιστημόνων που έδιωξαν κακήν κακώς την άμοιρη γυναίκα που ζητούσε έλεος για τον άνδρα της. Ευτυχώς ο γιος της στάθηκε πιο τυχερός. Βρήκε τον Τσουδερό και πήρε την πολυπόθητη βεβαίωση. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν οι δήμιοί του αλλά άφησαν φρουρά για να μη …δραπετεύσει ο κρατούμενος.
Ο Γιάννης Ευαγγελίδης όμως είχε φθάσει στο τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1945 στις 4 το απόγευμα.
Ο Γιώργης Ζανουδάκης είχε μείνει με θάρρος εκεί κοντά στο φίλο του. Ενώ όμως ξεκίνησε τις διαδικασίες για την κηδεία βρέθηκε περικυκλωμένος για να συλληφθεί.
«Αφήστε με, τους είπε, να θάψω τον Ευαγγελίδη και με πιάνετε αύριο…».
«Να τον θάψει η γυναίκα του» ήταν η απάντηση που πήρε.
Τελικά τον άφησαν ελεύθερο για να τον συλλάβουν την επομένη μόλις βγήκε από την εκκλησία που γινόταν η κηδεία του φίλου του. Έχουμε μαρτυρίες ότι τον χτυπούσαν βάναυσα σε όλη τη διαδρομή μέχρι τις φυλακές της Φορτέτζας, τόσο είχαν εξαγριωθεί με την αφοσίωση που έδειξε στον επιθεωρητή και φίλο του παρά τις απειλές τους.
Τρεις μέρες μετά η γυναίκα του Ευαγγελίδη παρουσιάστηκε στην ανωτέρα αρχή και ζήτησε τα έγγραφα για να διεκδικήσει μια σύνταξη.
«Α η χήρα του Ευαγγελίδη που πέθανε προχθές τη ρώτησε ο διοικητής; Καλύτερα που πέθανε μόνος του παρά να τον σκοτώναμε εμείς…».
Αυτή ήταν η τραγική ιστορία ενός αγωνιστή που μέσα από την περιπέτειά του αναδείχτηκε μια ακόμα μεγάλη μορφή. Εκείνη του δασκάλου Γεωργίου Ζανουδάκη για τον οποίο έχουμε κάνει σχετικό αφιέρωμα.
Η οικογένεια έφυγε από το Ρέθυμνο. Η κ. Νίκη μου περιέγραψε με μεγάλη αξιοπρέπεια τα δεινά που έζησαν χήρα και παιδιά.
Ιδιαίτερα η μητέρα Βασιλική Σωμάκου, που είχε καταφύγει στα Γιάννενα με τα παιδιά της συνελήφθη το 1948, βασανίστηκε απάνθρωπα, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε στην ονομαστή δίκη του Πρίντζου.
Στην ίδια δίκη καταδικάστηκε και ο γιος της Ερμής που ήταν μόλις 16 χρόνων, τέσσερις φορές σε θάνατο. Η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια λόγω του νεαρού της ηλικίας του.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών τον βρήκε στην Ιταλία που σπούδαζε. Ήταν από τα ενεργά στελέχη του ΠΑΜ και στη μεταπολίτευση συνέχισε τη δράση του μέσω του ΚΚΕ Εσωτερικού. Υπηρέτησε σαν προϊστάμενος Τύπου στην ελληνική πρεσβεία στο Μεξικό.
Και τι τραγική σύμπτωση. Στις 18 Ιανουαρίου 1986 σκοτώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα. Ίδια μέρα που είχε βρει τραγικό θάνατο ο πατέρας του στο Ρέθυμνο θύμα της μισαλλοδοξίας κι αυτός.
Πηγές:
Νίκου Περακάκη «Ηρωες και Μάρτυρες».
Νίκου Περακάκη: «Δροσουλίτες».
Μαρτυρίες Νίκης Σκουρογιάννη θυγατέρας του Γιάννη Ευαγγελίδη και φωτογραφίες από το οικογενειακό τους αρχείο.
Εύας Λαδιά: Το συναξάρι ενός αγνού ιδεολόγου