Οι ηλικιωμένοι που μεγαλώσανε στο χωριό Καπεδιανά του Βρύσινα και διαμένουν σήμερα στην πόλη δεν ξεχνούν το χωριό τους και κατά διαστήματα, όταν τους δοθεί η ευκαιρία και μπορούν, το επισκέπτονται για μια βόλτα όπως λένε να πάρουν τον καθαρό τους αέρα από τον τόπο που γεννηθήκανε και μεγαλώσανε μέσα στην Κατοχή. Όμως, χωρίς να το θέλουν, έρχονται στη σκέψη τους τα βιώματα και η διατροφή τους, που περάσανε και απορούν το πώς μείνανε στη ζωή.
Πρόσφατα ο Ανδρέας Μ. με τον γιο του Κυριάκο, πραγματοποίησαν αυτόν τον περίπατο στο χωριό τους και γυρίζοντας κοντά στη βρύση έγινε τυχαία συνάντηση και με άλλους χωριανούς, ο ένας της ίδιας ηλικίας με τον Ανδρέα, 81 ετών, τον Γιάννη Τ.
Για λίγη ώρα έγινε συζήτηση μεταξύ τους γύρω από την παιδική τους ζωή στο χωριό και τα θυμούνται ακόμα όλα. Ο Ανδρέας θυμήθηκε ένα από αυτά και είπε: όλα τα χωριανάκια τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα βγαίναμε και λέγαμε τα κάλαντα για το καλό του χρόνου από σπίτι σε σπίτι και παίρναμε το φιλοδώρημα από τον νοικοκύρη του σπιτιού. Όμως το σπίτι του Κωστή Π. το βρίσκαμε πάντα κλειστό. Από ενωρίς έκλεινε την πόρτα της αυλής του, βάζοντας πίσω της βαριά αντικείμενα για να αδυνατούμε να μπούμε μέσα να τους πούμε τα κάλαντα. Δεν ήθελε να μας δώσει φιλοδώρημα και τα παιδιά τους δεν τ’ αφήνανε να έρθουν κοντά μας στα κάλαντα. Οι γονείς μας, μάς είχαν ενημερώσει ότι είναι πολύ τσιγκούνης-σπαγκοραμμένος. Και συνέχισε: Αυτή η οικογένεια την Κατοχή είχε περισσότερα αγαθά από τις άλλες, αλλά ποτέ δεν δίνανε για να βοηθήσουν τους χωριανούς που δεν είχαν.
Ο πατέρας δεν πήγαινε στο καφενείο για να μην κεράσει την παρέα. Και η οικογένεια δεν πήγαινε στην εκκλησία για να μην πάει λάδι και δώσει χρήματα για τα κεριά.
Οι χωριανοί τον περιφρονούσαν. Σπαγκοραμμένο ή τσιγκούνη τον παρομοίαζαν, ούτε καλημέρα ορισμένοι δεν του έλεγαν.
Στο πανηγύρι του Σωτήρος Χριστού, άνθρωπος δεν πήγαινε στο σπίτι του και από τα διπλανά χωριά τον ξέρανε ότι είναι τσιγκούνης.
Επίσης τον αποφεύγανε να συνεργαστούν μαζί του καθότι ήταν απαιτητικός και ήθελε να παίρνει τα περισσότερα. Όλες τις συμφωνίες που έκανε με τους χωριανούς τις σπούσε όταν δεν πλεονεκτούσε.
Μια χρονιά είχε κάνει συμφωνία με χωριανό να συζέψουν μαζί τις αγελάδες τους για να σπείρουν τα σιτηρά τους στο χωριό και στον Βρύσινα. Στη μέση της σποράς τον εγκατέλειψε γιατί απαιτούσε να κάνει περισσότερες ζευγαριές και πήγε μετά με άλλο από το διπλανό χωριό. Μετά τον έβρισε λέγοντάς του: Μωρέ σπαγκοραμμένε, ποτέ δεν θα χορτάσεις; Άσε να ζήσει και κανείς άλλος. Δεν σε φτάνουνε αυτά που έχεις; Ανθρωπιά δεν έχεις;
Οι χωριανοί τον αποφεύγανε ακόμα και στις οικογενειακές τους συναλλαγές. Όπως: Δεν αφήνανε τα παιδιά τους να παντρευτούν με τα δικά του. Μια φορά ένας νέος του χωριού ήθελε να παντρευτεί τη μεγάλη του κόρη που ήταν πολύ όμορφη. Ο πατέρας του, του είπε: Να μην την πάρεις γιατί όταν πεινάς από την τσιγκουνιά της, θα τρως την ομορφιά της να χορτάσεις; Καλύτερα να πάρεις του Αγροφύλακα την κόρη που είναι νοικοκυρά και είναι η οικογένειά της σαν εμάς. Γι’ αυτό τα παντρεύανε από άλλα χωριά που δεν τους ξέρανε.
Ακόμα δεν του βγάζανε τη ρακή στο καζάνι και τις ελιές στο ελαιοτριβείο του χωριού γιατί δεν πήγαινε φαγητό να φάνε οι εργάτες όπως τότε συνηθίζανε και τα πήγαινε με τον γάιδαρο του στο διπλανό χωριό.
Και τέλος είπε ο Ανδρέας: Την Κατοχή είχαμε πολύ φτώχεια και πεινούσαμε. Γι’ αυτό καταφεύγαμε ακόμα και να κλέψουμε για να φάμε: όσπρια, κηπευτικά, φρούτα κ.λπ. από αυτούς που είχανε περισσότερα. Οι πιο πολλοί πηγαίνανε στα υπάρχοντα του «Τσιγκουνοκωστή». Έτσι τον λέγανε.
Εγώ μια μέρα με τον μεγάλο αδελφό μου πήγαμε μόλις έφυγε από το περιβόλι του ο Κωστής με τα καλάθια και μαζέψαμε: καρύδια, ντομάτες, αγγούρια, φρούτα κ.λπ. τα γεμίσαμε και τα πήγαμε στο σπίτι μας. Μας περιμένανε τα αδέλφια μου να φάμε όλοι μαζί, γιατί εκείνη την ημέρα οι γονείς μας λιχνίζανε και δεν είχαμε φαγητό. Μετά πήγαμε στο αλώνι για να τους βοηθήσουμε.
Και μια άλλη μέρα που είχε αλωνέψει φακές και κουκιά, πήγαμε πάλι με τον αδελφό μου και πήραμε από ένα σακούλι φακές και ένα κουκιά και τα υπόλοιπα τα σκεπάσαμε όπως τα είχε για να μην καταλάβει ότι τον έχουν κλέψει.
Μια μέρα είχε πει ο καφετζής του χωριού στο καφενείο του: Η τσιγκουνιά που έχει ο Κωνσταντίνος είναι αρρώστια και στον γιατρό να τον πάνε δεν υπάρχει φάρμακο να του δώσει για να θεραπευθεί.
Εκτός από τα παραπάνω ήταν συνέχεια ανήσυχος για τα υπάρχοντά του, όταν έφευγε από το σπίτι για εργασία στα χωράφια, το μυαλό ήτανε μήπως οι χωριανοί πάνε και του ανοίξουν την αποθήκη να πάρουν κυρίως λάδι που είχε αρκετό, ενώ ορισμένοι δεν είχανε. Την ίδια σκέψη έκανε και όταν γύριζε στο σπίτι, μήπως πάνε στο αλώνι ή στο περιβόλι να του κλέψουν. Αναγκαζόταν όταν είχε πολύ καρπό στο αλώνι, την νύχτα να κοιμάται εκεί. Η τσιγκουνιά του τον περιόριζε να έχει σχέσεις με τους χωριανούς, φοβούμενος ότι και αυτοί όταν δεν έχουν θα τον κλέψουν.
Ο Κωστής έκανε μόνο παρέα και συζεψές τα τελευταία χρόνια με τον Στεφανή του διπλανού χωριού, που του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.
Η οικογένειά του έκανε στερημένη ζωή στη διατροφή της για να έχει περισσότερα αγαθά, γι’ αυτό όλοι τους ήτανε αδύνατοι. Η Θεανώ, η γειτόνισσά τους που έβλεπε τα χάλια τους είπε στη γυναίκα του: Κυριακούλα, τρώτε λίγο παραπάνω γιατί με τη τσιγκουνιά σας θα πεθάνετε όλοι. Δώστε και λίγα από τα πράματά σας στους χωριανούς που δεν έχουν. Κανείς δεν τα παίρνει μαζί του όταν ποθάνει. Αυτός που δίνει γεμίζει η καρδιά του και αυτός που τα παίρνει γεμίζουν τα χέρια του. Οι δικές σας καρδιές είναι ολόμαυρες που δεν δίνετε σε κανέναν. Ο Θεός θα σας τιμωρήσει γρήγορα.
Εκτός από τα χωριά και στις πόλεις είχε κάνει την εμφάνισή της η τσιγκουνιά σε όλα τα επαγγέλματα και την αντιμετωπίζανε με την περιφρόνησή τους, φέροντας τα επιθυμητά τους αποτελέσματα.
Σήμερα οι παλιές συνήθειες έχουν περιοριστεί στο ελάχιστο εξαιτίας της ανοδικής προόδου που έφθασε ο άνθρωπος και ακόμα με την σωστή αξιολόγηση όλων έχει παραμεριστεί το παρελθόν τους. Έτσι το μέλλον όλων έγινε καλύτερο με τις νέες συνήθειες που ακολουθούμε και ουδεμία ομοιότητα έχουν με τις παλιές.
Τελειώνοντας αυτό ξαναβεβαιώνεται σήμερα με τη δυσάρεστη οικονομική κατάσταση που διαβιώνει η χώρα μας, αφενός και αφετέρου η άφιξη πλήθους προσφύγων η προσφορά αλληλεγγύης προς όλους από όλους ξεπερνά τα όρια των δυνατοτήτων τους όλων μαζί.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός