Καθένας από τους παλιούς αυτής της πόλης αναμφίβολα έχει αναμνήσεις από τον μώλο, όπως απλά τον αποκαλούσαμε πριν κάποιες δεκαετίες (μοναδικός και μικρότερος τότε…). Θυμάμαι καλοκαιρινά μεσημέρια, ψάρεμα με καλάμι, όταν τα ψάρια ορμούσαν στο δόλωμα. Ένα πουράκι Velos ή Europa (επρόκειτο για όμοιο προϊόν, ελληνικότατο, μόνο τα δεύτερα ήταν μεγαλύτερα) έτοιμο να ανάψει την κατάλληλη στιγμή. Όλη η περιοχή του μώλου, ήδη από τη διαπλάτυνση στο ξεκίνημά της, πεδίο ατέλειωτης περιπλάνησης για κάποια χρόνια. Εκείνος φαντάζει σαν προέκταση της
Φορτέτζας, ο θαλάσσιος βραχίονάς της.
Περνά, βέβαια, ο καιρός. Έτσι σήμερα οραματιζόμαστε και σχεδιάζουμε τον μώλο, προσδίδοντάς του μια διττή, ταυτόχρονη λειτουργικότητα: Από την εξωτερική του πλευρά, αυτή της προστασίας της πόλης μας από τον κατακλυσμό των χειμερίων κυμάτων, που όσο σπάνιος είναι (το πολύ δις ετησίως), τόσο και περισσότερο αρνητικός τυγχάνει για την ποιότητα της ζωής των κατοίκων της και τις εντυπώσεις – τεταρτοκοσμικής κατηγορίας – του όποιου επισκέπτη. Από τη μέσα πλευρά του προορίζεται ως ορμητήριο του θαλάσσιου τουρισμού της πόλης, αμφότερα έργα ύψιστης σημασίας και προτεραιότητας.
Παράλληλα, θα έπρεπε να προωθήσουμε τη σύνδεση του λιμανιού μας με κείνο του Πειραιά. Όχι, φυσικά, σε καθημερινή βάση, κάτι μη βιώσιμο και για τον λόγο αυτόν ανέφικτο: τούτο είχε ήδη γίνει αντιληπτό από την εποχή των αείμνηστων «Αρκάδι» και «Πρέβελης» (κι αυτά στον υπήνεμο μώλο άραζαν), όταν δεν ήταν λίγες οι φορές που, σε χειμερινά ταξίδια (για παράδειγμα ο χειμώνας του 1995), ένα άτομο έφτανε να καταλάβει μόνο του ολόκληρη τετράκλινη καμπίνα (όχι Α’ θέσης)!
Θα έπρεπε λοιπόν να προσπαθήσουμε να δρομολογηθεί ένα καράβι -ένα εμφανίσιμο, όμορφο και ποιοτικό πλοίο- για σύνδεση με Πειραιά μια φορά την εβδομάδα (και ας κάνει και άλλα δρομολόγια τις υπόλοιπες μέρες). Τουλάχιστον μέχρι να ξεκινήσει ο θαλάσσιος τουρισμός.
Ας έχουμε πάντως την αισιοδοξία και την πεποίθηση πως ο υπήνεμος μώλος έχει να μας μάθει ακόμη πολλά.