«Η φύση ολόκληρη, μόνη της, από δυο πράγματα φτιάχνεται,
από σώματα και από κενό» Λουκρήτιος, De rerum natura.
Άστεγοι, ασκεπείς, υποσιτισμένοι και απελπισμένοι. Υλικά, πνευματικά, πολιτικά. Άλλοι σβήνουν σε παγκάκια κάποιας πόλης. Άλλοι θα περιμένουν να βραδιάσει ή να τελειώσει η λαϊκή, για να ψάξουν στα απορρίμματα λίγη τροφή να σταθούν στα πόδια τους. Για άλλη μια μέρα. Κάποιος άλλος θα βρεθεί πρώτη φορά στο δρόμο μην μπορώντας να ανταποκριθεί σε χαράτσια, δάνεια και δόσεις και ένας απελπισμένος κωφεύοντας απέναντι στη λογική θα κάνει ένα βήμα στο κενό. Ένας τρίτος, φοβούμενος το θεσμικό «κενό» θα στραφεί στην απελπισία του απέναντι στους συνανθρώπους του, κυνηγώντας μετανάστες, μαχαιρώνοντας πολιτικούς αντιπάλους ή απλά στηρίζοντας ιδέες απολυταρχικές, κανιβαλικές, μισαλλόδοξες, στην παράδοξη διαδικασία μιας οιονεί «δημοκρατικής» εκλογικής αναμέτρησης, που εδώ και κάποια χρόνια έχει νομιμοποιήσει τα εργαλεία εκτροπής της.
Με γοργούς ρυθμούς η κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας ολισθαίνει όλο και χαμηλότερα. Οι επιπτώσεις της κρίσης, οι βαθιές πληγές που αυτή έχει χαράξει στην αυτό-συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, δεν λένε να επουλωθούν. Τρανή απόδειξη των παραπάνω, η κενότητα της δημόσιας σφαίρας διαλόγου. Πριν από 60 περίπου χρόνια ο Χάμπερμας όριζε την «δημόσια σφαίρα». Για να καταλάβει ο αναγνώστης τι σημαίνει αυτό, ας φανταστεί μια «φούσκα», μέσα στην οποία συνυπάρχουν όλα τα θέματα που απασχολούν την κοινωνία, όπως αυτά αναδεικνύονται από την επικαιρότητα. Αυτή τη φούσκα ας την τοποθετήσει νοερά πάνω από κάθε σπίτι, γειτονιά, καφενείο, τραπέζι καφενείου, χώρο εργασίας και κοινωνικοποίησης.
Κάπως έτσι η δημόσια σφαίρα διαλόγου, λέει με πιο επιστημονικά λόγια ο Χάμπερμας, ίπταται πάνω από τα κεφάλια του κοινωνικού συνόλου, καθορίζοντάς του με τι θα ασχοληθεί στις συζητήσεις του. Σήμερα, στην Ελλάδα, το εσωτερικό της φούσκας που εξηγήθηκε παραπάνω, κατακλύζεται από σκάνδαλα, μίζες, ξέπλυμα χρήματος, συλλήψεις, απολογίες, αποδράσεις, ένοπλες πρωτοπορίες, υποσχέσεις για την Ανάκαμψη εν είδει «Δευτέρας Παρουσίας», ωμούς εκβιασμούς από τους Ευρωπαίους και Αμερικάνους «φίλους» κι ακόμη χειρότερα, εκχυδαϊσμένους πολιτικούς καυγάδες με «πολέμους ανακοινώσεων» και «νέες κόντρες στη Βουλή» ή «αναπαλαιωμένους» κομματικούς ηγετίσκους που φέρνουν την «αλλαγή». Όλοι και όλα αφορούν και απευθύνονται στον «ελληνικό λαό».
Κι όπως οι «ατρόμητοι Γαλάτες», δεν φοβούνται παρά μόνο ένα πράγμα, μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, έτσι κι ο «ελληνικός λαός», ο θεματοφύλακας «της πατρίδας», «της λεβεντιάς», «του φιλότιμου», «της ελευθερίας», «του αγώνα» (αναλόγως ποιος απευθύνεται σε αυτόν), εδώ και τρία χρόνια, τρέμει στην ιδέα μήπως η δημόσια σφαίρα, ολοκληρώνοντας την ελεύθερη πτώση της μέσα στο υλικό και πνευματικό κενό, προσγειωθεί εντέλει πάνω του. Σαν άλλη «γριά αλεπού», όμως, η Ιστορία, γνωρίζει ότι σε τέτοιες συνθήκες στο πέρασμά της, είναι που συνήθως γονιμοποιούνται οι σπόροι της κοινωνίας του μέλλοντος.
Γιατί το κενό είναι ένας από τους μεγαλύτερους αρχέγονους φόβους του ανθρώπου. Ο «φόβος του κενού» είναι αυτός που οδήγησε στην ανάπτυξη εν γένει του πολιτισμού. Συστατική ουσία της ανθρώπινης προόδου, ο τελευταίος αποκτά υπό το πρίσμα αυτό κοινωνικό κι όχι μόνο ατομικό χαρακτήρα.
Κι ίσως έτσι, μέσω δηλαδή της συλλογικής συνειδητοποίησης, τα φοβικά πολιτικά υποκείμενα της ελληνικής κοινωνίας που μέχρι τώρα απελπίζονται στη μοναξιά της κενότητας, αρχίσουν να δημιουργούν για να την καλύψουν, καταφέρνοντας εντέλει να βαδίσουν, χέρι-χέρι, προς έναν εναλλακτικό δρόμο που τα ίδια θα έχουν ορίσει.
* Ο Νίκος Παπαδάκης είναι δημοσιογράφος, απόφοιτος τμήματος Επικοινωνίας και Μ.Μ.Ε. Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών