Είναι μερικά πράγματα που ακόμα και ο χρόνος έχει σεβαστεί. Για παράδειγμα τον απόηχο της φωνής του Πέτρου Σκουλούδη, που είχε και αυτό το θείο χάρισμα να πλουτίζει την πληθωρική του προσωπικότητα.
Όσοι ευτύχισαν να τον ακούσουν διατηρούν πάντα την πρώτη εκείνη συγκίνηση. Φωνή βαθιά, γεμάτη, καθάρια που πρόσταζε τον λόγο και τα σημεία στίξης κι εκείνα υπάκουαν πειθήνια. Για να συνθέτουν ένα μοναδικό αποτέλεσμα.
Η πρώτη και τελευταία φορά που είχα κι εγώ το προνόμιο να τον ακούσω ήταν στον Δημοτικό Κήπο, την πρώτη φορά που το Λύκειο με την ευκαιρία του Κλήδονα συνδύαζε το έθιμο με τις γνωστές αρχαίες τελετές. Είχα μείνει εκστατική. Και μάλιστα τον έφερνα πάντα σαν παράδειγμα όταν, αργότερα, προϊστάμενοί μου στην ΕΡΤ εκθείαζαν εκφωνητές.
– Σκέψου τους έλεγα να ακούγατε κι έναν ερασιτέχνη τον Πέτρο το Σκουλούδη. Εκεί να σας ήθελα να κάνετε συγκρίσεις.
Ένας «Πατούχας» μοναδικός
Ο συμπολίτης μας αυτός δέσποζε επί σειρά ετών στην πολιτιστική μας ζωή. Κι ήταν τόσο καλός που λέγεται ότι κάποτε έφερε σε δύσκολη θέση ακόμα και τον μεγάλο μας Μάνο Κατράκη.
Ήταν τότε που ο κορυφαίος μας ηθοποιός έκανε περιοδεία με τον «Πατούχα». Στο Ηράκλειο και μετά από μια παράσταση εξαιρετικά επιτυχημένη, ανέφερε σε τυχαία συζήτηση με φίλους ότι επόμενος σταθμός θα είναι το Ρέθυμνο.
«Μην το επιχειρήσεις» πετάχτηκε κάποιος από τη συντροφιά, «Κάποιος Σκουλούδης παίζει αυτή την εποχή το ίδιο έργο και λένε ότι είναι καταπληκτικός. Τέτοιο «Πατούχα» ούτε επαγγελματίας δεν βγάζει».
Πάθος με το θέατρο
Ο Πέτρος Σκουλούδης είχε πάθος με το θέατρο. Στις ηθογραφίες κυρίως ήταν απαράμιλλος. Και μας έδωσε πολλές επιτυχίες σαν ένα από τα βασικά στελέχη της ερασιτεχνικής σκηνής. Από τους καλύτερους μαθητές του κι ο μεγάλος μας και αξέχαστος Λευτέρης Κορωνάκης.
Ο Πέτρος Σκουλούδης γεννήθηκε στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου το 1914. Μαθητής ακόμα του Γυμνασίου ασχολήθηκε με το θέατρο.
Μετά το Γυμνάσιο υπηρέτησε τη θητεία του κι αργότερα ντύθηκε πάλι στο χακί για να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο. Με την κατάρρευση βρέθηκε στην ίδια γραμμή με τις ανυπότακτες συνειδήσεις. Οργανώθηκε από τους πρώτους στην αντίσταση και επέστρεψε στην ασφάλεια του σπιτιού του μόνο με την απελευθέρωση. Για τον ατίθασο λεβέντικο χαρακτήρα του κάνει αναφορά και ο Ανδρέας Νενεδάκης στους «Βουκεφάλες» του.
Η Τέχνη ήταν η μαγευτική Σειρήνα που τον καλούσε σε γοητευτικές περιπέτειες. Κι εκείνος δεν της αντιστάθηκε ποτέ.
Το θέατρο ήταν η μεγάλη του αδυναμία κι άρχισε να επιδίδεται σε αυτό από πολύ νωρίς.
Το 1936 ίδρυσε την Ερασιτεχνική Σκηνή Ρεθύμνου που συνετέλεσε στην διάδοση των Καλών Τεχνών.
Η οργανωτική του ικανότητα, το πάθος του για την ποιότητα που ανέβαζε πάντα τον πήχη ψηλά και η φλόγα του να ενεργοποιεί την τοπική κοινωνία σε έργα πολιτισμού τον είχε κάνει αναπόσπαστο μέλος κάθε καλλιτεχνικής προσπάθειας. Άπειρες ήταν οι διοργανώσεις με την υπογραφή του, που έδιναν ζωή στο Ρέθυμνο εκείνης της εποχής. Ο Πέτρος Σκουλούδης δεν έλειπε φυσικά και από τα κορυφαία πολιτιστικά γεγονότα όπως η Γιορτή Κρασιού, το Καρναβάλι και ο Κλήδονας.
Για την υποκριτική του ικανότητα είχαν γραφτεί διθυραμβικές κριτικές στον τοπικό αλλά και στον Αθηναϊκό Τύπο.
Πρόθυμος όπως πάντα δεν μπορούσε να αγνοήσει και το κάλεσμα του Λυκείου των Ελληνίδων που θαύμαζε πάντοτε για την ενεργό του παρουσία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι. Κι έδινε τον καλύτερο εαυτό του στον τομέα ευθύνης του, συμμετέχοντας σε εκδηλώσεις του Λυκείου, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στις ευχαριστήριες επιστολές που ελάμβανε.
Αν και άνθρωπος της Τέχνης ο Πέτρος Σκουλούδης πατούσε γερά στη γη. Πρόσφερε στην γενέτειρά του παράγοντας πολιτισμό αλλά και ο ίδιος είχε δώσει σωστό προσανατολισμό στις φιλοδοξίες του. Ακολούθησε επαγγελματική καριέρα στο δημόσιο και συνταξιοδοτήθηκε ως διευθυντής Τελωνείου.
Θα μπορούσε να έχει προσφέρει περισσότερα στον τόπο του αλλά το 1965 πήρε μετάθεση στην Αθήνα, όπου έγινε μόνιμος κάτοικος. Κατέβαινε όμως στο Ρέθυμνο, όποτε του ζητούσαν να προσφέρει κάποια υπηρεσία.
Ο γάμος του με τη Στέλλα Στ. Ριτσάτου ήταν από τις καλές στιγμές της ζωής του, γιατί θεμελίωσε μια όμορφη οικογένεια που λάμπρυναν δυο παιδιά.
Μανόλης Σκουλούδης
Εξάδελφος του Πέτρου ήταν ο Μανόλης Σκουλούδης από τις μεγάλες μορφές του πολιτισμού ιδρυτής του Ωδείου Χανίων.
Γεννήθηκε το 1901 στη Χαλέπα Χανίων και από νωρίς έδειξε την μεγάλη του έφεση στη μουσική.
Σπούδασε θεωρητική μουσική και πιάνο. Ήταν από τους σημαντικότερους καθηγητές πιάνου του Εθνικού Ωδείου. Διακρίθηκε κυρίως ως χρονογράφος, διηγηματογράφος και μουσικοκριτικός.
Με το ψευδώνυμο «Κουρήτης» έγραφε σε πολλά περιοδικά κι εφημερίδες όπως «Καθημερινή», «Ώρα», «Νεοελληνικά Γράμματα» κ.α αποκτώντας πολυπληθές και αφοσιωμένο αναγνωστικό κοινό.
Φύση ανήσυχη και δημιουργική ίδρυσε το 1924 τον Σύνδεσμο για τη Διάδοση των Καλών Τεχνών στην Κρήτη και θεμελίωσε το Κρητικό Ωδείο Χανίων.
Καταξιωμένος μουσικοσυνθέτης συνεργάστηκε με την Ελεύθερη Σκηνή της Μαρίκας Κοτοπούλη γράφοντας τη μουσική σε όσα έργα ανέβασε.
Οι γνώσεις και το κύρος που είχε αποκτήσει δουλεύοντας ακούραστα τον έφεραν το 1933 στο Εθνικό Θέατρο σαν μόνιμο συνθέτη και διευθυντή της Ορχήστρας.
Το 1936 έρχονται και άλλα ενδιαφέροντα να ξεδιπλώσουν πτυχές της καλλιτεχνικής του φύσης. Με τη συνεργασία των φίλων του Δ. Φωτιάδη, Θ. Καστανάκη, Γ. Θεοτοκά κ.α. εκδίδει το περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» και με τον Σ. Καψωμένο τη λογοτεχνική επιθεώρηση «Ερωτόκριτος».
Το 1976 ξεκίνησε συνεργασία με την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία».
Ασχολήθηκε με όλα τα είδη του έντεχνου λόγου αλλά και με τις μεταφράσεις έργων του Σαίξπηρ, Καμύ, Ουγκώ, Τολστόι, Έλλιοτ, κ.α.
Ο Μανόλης Σκουλούδης ασχολήθηκε με επιτυχία και διέπρεψε σαν σεναριογράφος. Από τα πιο γνωστά του κινηματογραφικά σενάρια ήταν «Κυρία Ντορεμί», «Παλιές αμαρτίες», «Υπόθεση Ντρέυφους», «Ρούπελ», «Δολοφονία εν ψυχρώ» και «Ένας Ντεληκανής».
Διετέλεσε εξ άλλου μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, του Συνδέσμου Ελλήνων Συνθετών και του Σωματείου Ελλήνων Κριτικών.
Κόρη του ήταν και η πασίγνωστη και ωραία ηθοποιός Κλεό Σκουλούδη.
Μερικά στοιχεία μόνο παραθέτουμε για την οικογένεια αυτή με παρακλάδια της οποίας θα ασχοληθούμε και σε επόμενα αφιερώματά μας.