[O Σκουλή Μπαμπά…] έπαιζε μαζί με τα παιδιά της πόλης ένα παράξενο παιχνίδι. Κυνήγι Θησαυρού τους το έλεγε. Τα παιδιά έπρεπε να πάνε σε διάφορα σημεία της παλιάς πόλης, λύνοντας γρίφους. Έτσι, τους μάθαινε την πόλη και την ιστορία της. Αυτός ήταν και ο μεγάλος θησαυρός που κέρδιζαν. Η γνώση.
[…]
Τους έβαζε όμως πάντα έναν απαράβατο όρο. «Κανείς μεγάλος δεν πρέπει να απασχολείται και να μαθαίνει για το παιχνίδι μας τούτη τη μέρα. Αυτό θα είναι ένα μεγάλο μυστικό μεταξύ μας. Εμείς έχουμε δικό μας τρόπο σκέψης και αντίληψης. Μιλούμε τη δική μας γλώσσα. Τη γλώσσα της παιδικής ψυχής. Τη γλώσσα του Ανύπαρκτου-Πραγματικού και του Αόρατου-Φανερού! Οι μεγάλοι μόνο ανταγωνισμό και προβλήματα θα μας δημιουργήσουν».
Έτσι, ίδρυσε την Αδελφότητα της Ευγενούς Άμιλλας και της Εχεμύθειας.
[…]
Όλη η Αδελφότητα ήταν από ώρα μαζεμένη εκεί.
Έδωσαν τον μεγάλο τους όρκο: της Δικαιοσύνης, της Εχεμύθειας, της Ομαδικότητας, της Αλληλεγγύης, της Ευγενούς Άμιλλας.
Αγαπητοί Μαλαγάνες,
τώρα, που το παιδικό κυνήγι που διοργανώσατε έχει πλέον ολοκληρωθεί με επιτυχία, και αφού έχετε δικαιολογημένα εισπράξει τα συγχαρητήρια για κάθε επίπεδο της προσπάθειάς σας αυτής, σας παρακαλώ να ξαναδιαβάσετε και, βέβαια, να ξανασυλλογιστείτε, μαζί μου τα παραπάνω αποσπάσματα του κειμένου, το οποίο απευθύνατε σε παιδιά ηλικίας 11-12 ετών.
Ανοίγω μια παρένθεση, για να δηλώσω ότι δεν μιλώ με το κύρος του «ειδικού». Δεν είμαι ψυχολόγος, κοινωνικός επιστήμονας ή παιδαγωγός. Έχω σπουδάσει Ιστορία -επιστήμη στην οποίαν εκπαιδεύεσαι να κρίνεις «πίσω από τις λέξεις» που διαβάζεις- μεγαλώνω δυο παιδιά και δραστηριοποιούμαι ενεργά στους συλλόγους γονέων εδώ και μια δεκαετία.
Κλείνω την παρένθεση. Κάθε αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι, με τα παραπάνω αποσπάσματα του κειμένου σας, μεταφέρετε την έκκλησή σας να μη «βοηθηθούν» τα παιδιά από τους γονείς τους, στη διάρκεια του παιχνιδιού. Ποιό σχήμα, όμως, είναι αυτό που μεταφέρει το μήνυμά σας; Ένας ενήλικας καθοδηγητής (καθόλα συμπαθής, κάποιος που τα παιδιά χρειάζονται για «να τα συντονίζει και να τα κατευθύνει», κάποιος που «μιλάει τη γλώσσα τους, τη γλώσσα της παιδικής ψυχής») συστήνει με τα ανήλικα παιδιά μιαν Αδελφότητα, που έχει δικό της τρόπο σκέψης και αντίληψης, επικοινωνεί με δική της γλώσσα και ορκίζεται σ’ ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα. Η λειτουργία, δε, της Αδελφότητας, πρέπει να παραμένει μυστική από τους μεγάλους, είναι «όρος απαράβατος»!
Προφανώς… σας ξέφυγε, δεν μπορεί να θέλατε να το πείτε αυτό! Προφανώς, δεν διαβάσατε πίσω από τις ίδιες σας τις λέξεις!
Το σχήμα σας νομιμοποιεί το αντίθετο ακριβώς από αυτό για το οποίο αγωνιζόμαστε να πείσουμε τα παιδιά μας: ότι δεν πρέπει να έχουν μυστικά από εμάς! Και δεν μιλώ, προφανώς, για τα μυστικά που μπορούν να έχουν τα παιδιά μεταξύ τους (δηλ. τα μέλη μιας ομάδας ή παρέας, που λειτουργούν σε μια βάση ισοτιμίας λόγω ακριβώς της ανηλικότητάς τους), αλλά για μυστικά μεταξύ παιδιών και ενός ενήλικα, ο οποίος έχει τη θέση του οργανωτή/καθοδηγητή/αρχηγού – δηλ. μια θέση εξουσίας έναντι των υπολοίπων μελών, λόγω της ενηλικότητάς του και των γνώσεων που αυτός κατέχει.
Περιττεύει, νομίζω, να συνεχίσω με σημειολογική ανάλυση διαφόρων στοιχείων του περί ού ο λόγος σχήματος και να μακρηγορήσω πάνω σε πιθανές προεκτάσεις. Βρίσκω μόνο σαν ανάγκη να πω «φωναχτά» μια σκέψη:
Είναι ανάγκη τα παιδιά να μορφώνονται, όχι να «μυούνται». Η μόρφωση απελευθερώνει το πνεύμα, η κάθε είδους μύηση το καθιστά ελέγξιμο. Ποικίλα τα παραδείγματα στη διεθνή -αλλά και την εγχώρια, πλέον- πραγματικότητα (αλλά και στην απόλυτα τοπική κοινωνική πραγματικότητα, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω). Για να μορφωθούν πραγματικά, τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη από «καθοδηγητές», ούτε από «μεγάλους φίλους» που (φαίνονται ότι) «μιλούν τη γλώσσα της παιδικής ψυχής» – έχουν ανάγκη από γονείς και δασκάλους. Μεγάλη ανάγκη από αληθινούς, εμπνευσμένους δασκάλους.
Υ.Γ. Το κυνήγι του θησαυρού δεν είναι «παράξενο».
Παίζεται στο φως της ημέρας, μπροστά στα μάτια όλων.
Καμιά ανάγκη…«εχεμύθειας».