Πρωταθλήτρια στην αύξηση φόρων ανακηρύσσεται η Ελλάδα την περίοδο 2007-2017 με δεύτερο να ακολουθεί το Μεξικό. Σύμφωνα με την έρευνα, οι φόροι στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 8,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ τα χρόνια του μνημονίου και συγκεκριμένα την περίοδο 2010- 2017 τα έσοδα από φόρους εκτινάσσονται από το 32% στο 39,4% του ΑΕΠ.
Όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ το 1965 η Ελλάδα ήταν μία από τις τρεις χώρες με τη μικρότερη φορολογική επιβάρυνση έχοντας φορολογικά έσοδα 17,1% του ΑΕΠ έναντι μέσου όρου 24,9%. Το 1990 ανέρχονται σε 25,2% έναντι μέσου όρου 31,9% ενώ το 2000 κινούνται στον μέσο όρο 33,8% αγγίζοντας το 33,4%. Ωστόσο, το 2012, τα φορολογικά έσοδα στην Ελλάδα έχουν εκτοξευθεί στο 35,5% (+3,5 μονάδες σε σχέση με το 2010) και είναι πλέον πάνω από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, ο οποίος έχει ανέβει στο 33,1%.
Το 2014 η εικόνα παραμένει στάσιμη για να εκτοξευθούν εκ νέου τα έσοδα το 2017 οπότε και ανεβαίνουν στο 39,4% του ΑΕΠ ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ανεβαίνει και αυτός σε 34,2%σον αφορά τη συμμετοχή των έμμεσων φόρων στο σύνολο των φορολογικών εσόδων η Ελλάδα κερδίζει και εδώ θλιβερή πρωτιά που αντανακλά τις μεγάλες αδικίες σε βάρος των εισοδηματικά ασθενέστερων.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι φόροι επί εισοδημάτων και κερδών αντιστοιχούσαν το 2017 στο 9% του ΑΕΠ και αποτελούσαν το 22,8% του συνόλου των κρατικών εσόδων. Την ίδια ώρα οι φόροι σε αγαθά κι υπηρεσίες έφτασαν στο 15,4% του ΑΕΠ ή στο 39,1% του συνόλου των φόρων. Πρόκειται για επιβαρύνσεις, που ούτε οι πλούσιες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Γερμανία (26,2% εσόδων), η Γαλλία (24,4% εσόδων) ή η Ολλανδία (29,1% εσόδων), μπορούν να προσεγγίσουν. Μόνο η Πορτογαλία ξεπερνά την Ελλάδα με έμμεσους φόρους στο 39,8% των συνολικών φορολογικών εσόδων.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ αποκαλύπτουν ακόμη ότι οι φόροι στην περιουσία εξαπλασιάστηκαν. Το 2010, αντιστοιχούσαν σε μόλις 0,2% του ΑΕΠ ή περίπου 600 εκατ. ευρώ. Το 2017 οι φόροι στην ακίνητη περιουσία είναι δέκα φορές πάνω ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,1%) ή έξι φορές πάνω σε απόλυτα μεγέθη στα 3,7 δις ευρώ. Στην ίδια θέση ως ποσοστό του ΑΕΠ συναντάμε το Βέλγιο , τη Γαλλία και το Λουξεμβούργο.
Εν τω μεταξύ για το εννεάμηνο του 2018 κοντά στον ετήσια στόχο για ρυθμό ανάπτυξης 2,1% φέτος βρίσκονται τα στοιχεία για το ΑΕΠ , αλλά οι επενδύσεις κινούνται σε αρνητικό έδαφος και την παρτίδα σώζουν κυρίως οι εξαγωγές και ο τουρισμός, όπως και η ιδιωτική κατανάλωση.
Καμπανάκι χτυπούν, επίσης, τα στοιχεία για τις εισαγωγές, που αυξάνονται απειλώντας την ισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που ανακοινώθηκαν χθες, κατά το τρίτο τρίμηνο του έτους το ΑΕΠ σε ετήσια βάση αυξήθηκε κατά 2,2%. Δεδομένου ότι τα προηγούμενα τρίμηνα ο ρυθμός ήταν 2,5% (το α’ τρίμηνο) και 1,7% (το β’ τρίμηνο), ο μέσος ρυθμός του 9μήνου Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου ήταν 2,1%. Έτσι, για να επιτευχθεί ο ετήσιος στόχος του 2,1%, θα χρειαστεί ένας ρυθμός 2% το τέταρτο τρίμηνο.
Στο μέτωπο των επενδύσεων, όμως, σημειώθηκε μείωση κατά 23,2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2017. Το πρώτο τρίμηνο του έτους είχε και πάλι σημειωθεί μείωση 8,8% και το β’ τρίμηνο αύξηση 19,2% (ύστερα από σημαντική αναθεώρηση των αρχικών στοιχείων).