Συνήθως οι δάφνες πλέκουν στεφάνια δόξας για ενήλικες. Ο ηρωισμός δεν έχει όμως ηλικία. Κάποιοι από σας, που μικρά παιδιά είχατε το βαρύ κι επικίνδυνο ρόλο του συνδέσμου στο αντάρτικο, καταλαβαίνετε και σίγουρα συμφωνείτε.
Κάποια άλλα παιδιά εκείνης της δίσεκτης εποχής, που πάλευε η Αντίσταση να λιώσει το ατσάλι της σβάστικας, φόρεσαν το στεφάνι του μαρτυρίου και μάλιστα δείχνοντας απαράμιλλο ηρωισμό.
Ο Μάρκος Πολιουδάκης ήταν μικρό παιδί, περίπου 11 χρόνων όταν παρακολουθούσε κρυφά το απόσπασμα που μετέφερε τους συγχωριανούς του ανάμεσα και τον πατέρα του στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Σαν να μην έφτανε αυτό δυο μέρες μετά κι ενώ η γιαγιά του Ευαγγελία ετοίμασε το κόλλυβο του παιδιού της, στο σπίτι της στο Αστέρι, ένας Γερμανός από το απόσπασμα που είχαν μπει στο χωριό για αντίποινα, με μια κλωτσιά της το πέταξε κάτω προκαλώντας την οργή της. Όρμησε με ένα ξύλο να τον χτυπήσει κι ένας άλλος που ερχόταν στο κατόπι με μια ριπή τη σώριασε νεκρή. Την ίδια τύχη είχε και ο παππούς που έσπευσε να βοηθήσει τη γυναίκα του.
Αυτό το τριπλό χτύπημα άφησε αγιάτρευτη πληγή στην παιδική ψυχή. Και βάλσαμο παρηγοριάς ήταν η ενεργός ανάμειξη στην αντίσταση. Ο μικρός ξεκίνησε τη δράση του μεταφέροντας μηνύματα κι αργότερα τον βλέπουμε να παίρνει μέρος και στη Μάχη των Ποταμών.
Το βιβλίο που έγραψε αργότερα για την ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ, με βάση τις μαρτυρίες από εγκυρότατες πηγές αποτελεί ευαγγέλιο στον τομέα του και κανένας μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε να τον αμφισβητήσει.
Παιδί ήταν και ο εκλεκτός εκπαιδευτικός μας κ. Κώστας Μυγιάκης όταν από τα 11 χρόνια του έπαιρνε από τη Μαρία Λιονή τα μηνύματα και τα μετέφερε στο Αρκάδι για να τα παραδώσει στο Διονύσιο Ψαρουδάκη.
Ο Γιώργος Κατσανεβάκης από το Καβούσι
Δεν ήταν λίγα τα παιδιά ηλικίας 14-16 χρόνων που ζητούσαν να ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες για να βοηθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων.
Παρακλάδι της οικογένειας, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
«Εσείς τι θα κάνατε;»
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του. Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του:
– Αν και σας η Πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και την φιλοπατρία του.
Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Προσαγωγή του πατέρα
Αμέσως μετά διέταξε την προσαγωγή του πατέρα Κατσανεβάκη για ανάκριση με την υπόσχεση ότι δεν θα τον συλλάβει ούτε θα τον φυλακίσει.
Αυτό που δεν γνώριζε ο στρατηγός είναι ότι ο γέρο Κατσανέβας γνώριζε γερμανικά, γιατί είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε γερμανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Και σ’ αυτόν ο Αντρέ άρχισε να ρωτάει τα ίδια:
Προέλευση όπλων, που βρίσκονται οι ανταρτοφωλιές και ποιος στο χωριό αναπτύσσει αντιστασιακή δράση.
– Ναι του είπε με θάρρος ο πατέρας του Γιώργη. Υπάρχουν αντάρτες αμέτρητοι. Χιλιάδες πολεμούν με τον τρόπο τους καθένας. Αλλά για τα λημέρια τους μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω.
Και βλέποντας τον γερμανό να τον ακούει άφωνος πρόσθεσε:
– Αλλά και σας στρατηγέ, αν αυτό που συμβαίνει σε μένα τώρα, αυτή τη στιγμή συνέβαινε σε σας, στην πατρίδα σας, ερωτώ και να μου πείτε, σαν Γερμανός στρατιώτης, θα αποκαλύπτατε εις τον εχθρόν ό,τι μυστικό γνωρίζατε;
Συγκινητική συνάντηση
Ο Αντρέ κοίταξε με θαυμασμό τον γέροντα θαυμάζοντας την ευθύτητα, την ανδρεία και το θάρρος του. Κάτι ψιθύρισε σ’ ένα στρατιώτη και λίγο αργότερα ο μικρός Γιώργος έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν πια ελεύθερος. Ο γέρο Κατσανεβάκης πήρε το λεβέντη του με δάκρια στα μάτια και πήραν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Μόλις έφτασαν οι χωριανοί τους επιφύλαξαν υποδοχή ηρώων και το γεγονός πανηγυρίστηκε από όλους.
Άδοξο τέλος
Θλιβερή ωστόσο είναι η κατάληξη της ιστορίας μας. Ο Γιώργης μεγάλωσε, πήγε και στρατιώτης και μόλις αφυπηρέτησε γύρισε στο χωριό για ν’ ασχοληθεί με την πατρική περιουσία. Ποιος το περίμενε όμως ότι αυτός ο μικρός ήρωας που σώθηκε από την εκτέλεση θα έπεφτε θύμα των στοιχείων της φύσης.
Πράγματι ενώ έβοσκε τα πρόβατά του στη θέση Πύργος του χωριού Καβούσι σκοτώθηκε από κεραυνό!
Ο ήρωας Γιώργος Μακρυγιαννάκης
Εκεί στην πλατεία της Επισκοπής που φέρει το όνομα του ήρωα παπα-Νικολάου Πετράκη είναι το αρχοντικό του κ. Γιώργου Μακρυγιαννάκη.
Πόρτα πάντα ανοικτή στον ξένο και μια πρόθυμη σύζυγος αρχόντισσα πραγματική έτοιμη να επιβεβαιώσει τις παραδόσεις για την πατροπαράδοτη φιλοξενία.
Αυτό το αρχοντικό όμως έχει και κάτι άλλο που το κάνει να ξεχωρίζει. Εκεί σε μια γωνιά υπάρχει πάντα η φλόγα της μνήμης ενός παλικαριού που πριν ακόμα ενηλικιωθεί έπεσε κάτω από τα βόλια του κατακτητή. Γιατί δεν άντεχε να βλέπει γύρω του σκλαβιά και πολεμούσε τον εχθρό χωρίς ποτέ να δειλιάσει. Ήταν ο Νίκος Μακρυγιαννάκης αδελφός του οικοδεσπότη.
Με σφακιανές ρίζες
Ο Νίκος γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.
Οι ρίζες της οικογένειας κρατούν από τα Λιβανιανά ένα χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 250μ. από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του όρμου Φοίνικα και απέχει 10 χλμ. από την Ανώπολη. Η πρόσβαση είναι από το δρόμο Ανώπολης-Αράδαινας, στη διασταύρωση αριστερά, πριν τη γέφυρα της Αράδαινας. Το χωριό είναι σχεδόν κρεμασμένο στις νότιες παρυφές των Λευκών Ορέων. Είχε την ίδια τύχη κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 και καταστράφηκε. Οι κάτοικοι συμμετείχαν και στην επανάσταση του 1821 με αρκετές απώλειες, όπως φαίνεται από τις απογραφές του 1821 και 1828, όπου υπήρχαν 170 και 107 αντίστοιχα κάτοικοι. Από τα Λιβανιανά είχε καταγωγή ο καπετάνιος του 1821 Μανούσος Βαρδουλάκης ή Βαρδουλομανούσος. Υπάρχουν δύο γειτονιές το Πανοχώρι και το Κατοχώρι. Το χωριό ήταν εγκαταλελειμμένο, αλλά πρόσφατα ανακαινίστηκαν κάποια σπίτια.
Από εκεί έφυγαν οι Μακρυγιαννάκηδες και ήρθαν να εγκατασταθούν στην Επισκοπή.
Σκληρή ζωή για όλους. Κοντά στους γονείς και τα παιδιά, ιδίως τα μεγαλύτερα, βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές.
Η Επισκοπή είχε σχολείο μεγάλο με πάνω από 200 μαθητές όλα από την Επισκοπή. Ο Νίκος παρά τις δουλειές δεν έχανε μάθημα. Και αρίστευε πάντα. Θα μπορούσε να κάνει σπουδές. Τα έπαιρνε τα γράμματα.
Μα πώς να πάρει την απόφαση ο γονιός να τον σπουδάσει χωρίς να αδικήσει τα άλλα του παιδιά; Ποιο παιδί να πρωτοκοιτάξει; Μάταια ο δάσκαλος προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα να στείλει στο σχολείο το Νίκο.
Έμεινε στο χωριό λοιπόν ο μικρός χωρίς να προβάλλει καμιά αντίσταση. Με τη βιοπάλη πώς να τα βγάλεις πέρα; Κι όταν υπάρχουν πίσω σου άλλα αδέλφια που σε χρειάζονται.
Κανένας δεν τον άκουσε να παραπονιέται για το όνειρο των σπουδών που είχε θυσιάσει. Άλλωστε οι καιροί είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν για τη θύελλα του πολέμου που πλησίαζε.
Ο πόλεμος τον βρήκε στην εφηβεία
Στην εφηβεία του ο Νίκος βρέθηκε στη λαίλαπα του πολέμου. Τα πρώτα δεινά μετά την επικράτηση των Γερμανών έδειχνε να τον εξοργίζουν παρά να κλονίζουν το θάρρος του.
Μια φωτιά σαν να έκαιγε μέσα του.
Κανένας δεν είχε καταλάβει την τρικυμία που βασάνιζε τον 14χρονο τότε Νικόλα.
Μόνο μια φορά όταν χάθηκε ο Αντώνης τους από κυάμωση κι η μάνα έκλαιγε απαρηγόρητα εκείνος γεμάτος θυμό της έλεγε «Γιατί τον κλαίτε. Σήμερα αυτός αύριο ίσως εμείς. Θα μας αφήσουν λέτε οι Γερμανοί να πάρουμε ανάσα;».
Πότε ακριβώς βρέθηκε στην Αντίσταση κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Μια μέρα κοντά στο ξεψύχισμα της ναζιστικής τυραννίας, φάνηκε ένας χωριανός στο σπίτι του Γιώργη Μακρυγιαννάκη.
Έδειχνε πολύ ταραγμένος. Επειδή όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν ζήτησε από τον πατέρα να ειδοποιήσει τον Νίκο. Όπως είπε, με καταφανή τα σημάδια της ντροπής για την γκάφα του, οι Γερμανοί τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο νεαρός που παρουσίαζε μια ύποπτη δραστηριότητα. Ο χωριανός, κακή ώρα θα πείτε γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν καταδότης αποκάλυψε την ταυτότητα του νεαρού. Αμέσως μετά συναισθάνθηκε τι έκανε κι αφού δεν γινόταν να το πάρει πίσω έσπευσε να ενημερώσει.
Μάλλον όμως πως ήταν αργά.
Στις 24 Ιουλίου 1944 έφεραν οι Γερμανοί και πέταξαν στην πλατεία ένα πτώμα. Λέγεται πως το κεφάλι ήταν χωμένο στο βουργιάλι που κρατούσε.
Από κοντά οι δήμιοι παρακολουθούσαν ποιος θα σιμώσει. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό δεν κινδύνευε μόνο η οικογένεια του ήρωα, αλλά και το χωριό ολόκληρο αν θα αντιδρούσε η τοπική κοινωνία μπροστά στο θέαμα.
Από καμιά κοινωνία δεν λείπουν ευτυχώς οι άνθρωποι που με σωστούς χειρισμούς σώζουν τους υπόλοιπους. Έτσι και στην περίπτωση αυτή.
Κάποιος πήγε με τρόπο και είπε στους Γερμανούς ότι ο Νίκος ήταν ένα …«ζωηρό» παιδί και μάλιστα οι δικοί του τον είχαν απομακρύνει από το σπίτι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε η οικογένεια να πάρει τη σορό και να γίνει η ταφή.
Ο θρήνος για το 18χρονο Νικόλα ράγιζε και τις πέτρες. Σε μια στιγμή πλησίασε να προσκυνήσει το νεκρό ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πατέρας του Παύλου. Ατρόμητος καθώς ήταν έκανε ένα γύρο με τη ματιά του στις μαυροφορεμένες γυναίκες και είπε χωρίς να δειλιάσει:
– Τι τον κλαίτε μωρέ; Οι λεβέντες άνδρες δεν θέλουν το θρήνο.
Ήταν η πρώτη και καλύτερη αναφορά στον ηρωισμό του παλικαριού.
Αμέσως μετά η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί για την προστασία των υπόλοιπων παιδιών. Κι εκεί στη μεταφορά χάθηκαν προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες. Έτσι δεν έχουμε καμιά να μας παρουσιάζει τον ήρωα. Λέγεται όμως πως ήταν λεβέντης. Ένας αληθινός Κρητικός, όμορφος σαν άγγελος.
Μια σημαντική δράση
Κι όταν άρχισαν με το πρώτο φως της λευτεριάς να έρχονται στην επιφάνεια οι δράσεις των ανταρτών τότε έγινε γνωστός και ο ηρωισμός του Νικολάου Μακρυγιαννάκη. Από επίσημα έγγραφα έμαθαν όλοι ότι ήταν μέλος της FOPS 133.
Αναφέρεται και στη λίστα με τα ονόματα των μελών όλων των αντάρτικων ομάδων ορεινών περιοχών Δυτικού Αποκορώνου και Δυτικού Ρεθύμνου. Επίσημα αναφέρεται σαν ενεργό μέλος από 1/1/44 μέχρι 24 Ιουλίου του ίδιου έτους που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Αναφέρεται ότι τελούσε υπό τας διαταγάς του Άγγλου Ταγματάρχου Α. Fielding αξιωματικού της Φορς 133.
Σύμφωνα με άλλη επίσημη έκθεση-αναφορά, εκείνη τη νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 πυροβολήθηκε από Γερμανικό καταδιωκτικό απόσπασμα στη θέση Σκοτεινή Αποκορώνου γιατί είχε επιτύχει την απελευθέρωση Ρώσου αιχμαλώτου και γιατί συνεργαζόταν με Άγγλους σαμποτέρ.
Όπως αντιλαμβάνεσθε το έλεγε η καρδιά του 18χρονου. Δεν ήταν μικρό πράγμα να ελευθερώσει αιχμάλωτο κάτω από τη μύτη των σκοπών.
Μα δεν ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του ήρωα.
Σύμφωνα πάντα με επίσημο έγγραφο ο Νικόλαος Γεωργίου Μακρυγιαννάκης από την Επισκοπή Ρεθύμνου, πιστός πολεμιστής, εκτός των άλλων υπηρεσιών που πρόσφερε στην οργάνωση δηλητηρίασε το νερό και το ρόφημα ενός Γερμανικού φυλακίου με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 12 άνδρες.
Σε μια εποχή που απουσιάζουν τα πρότυπα θα πρέπει η γενιά του διαδικτύου να γνωρίζει ήρωες όπως ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης.
Ένας γενναίος έφηβος που ακόμα και την τελευταία στιγμή δεν λύγισε. Ενώ άλλοι συναγωνιστές του στο πρώτο σήμα κινδύνου έσπευσαν να εξαφανιστούν εκείνος με πλήρη γνώση της κινητοποίησης των Γερμανών εναντίον του προτίμησε να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Κι έφυγε με πλήρη συναίσθηση και περηφάνια ότι επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του.
Μπροστά στα νιάτα αυτά της θυσίας πώς να μην υποκλίνεται καθένας μας με απέραντο σεβασμό κι ευγνωμοσύνη;
ΠΗΓΕΣ: Πολιτιστικό Ρέθυμνο