Εκτεθειμένη σε πολλαπλούς κινδύνους βρίσκεται μία μεγάλη μερίδα ανηλίκων της χώρας. Τα στοιχεία που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες ώρες είναι ανησυχητικά, αποκαλυπτικά ενός προβλήματος με πολλές αιτίες και προεκτάσεις. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ελληνικού Κέντρου Ασφαλούς Διαδικτύου του Ινστιτούτου Τεχνολογίας και Έρευνας, που δημοσίευσαν χτες τα ΡΝ ,οι μαθητές 12-18 ετών εμφανίζονται να είναι ευάλωτοι στις παγίδες του ίντερνετ. Ένα στα τέσσερα παιδιά φέρεται να έχει λάβει προσωπικές φωτογραφίες άλλων και έχει δεχτεί διαδικτυακή παρενόχληση, ενώ ένα στα δύο συνομιλεί με αγνώστους! Άλλο ένα στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να δοθεί έμφαση είναι ότι αν κάτι συμβεί στο διαδίκτυο, το 62% των παιδιών θα ζητήσει βοήθεια από τους γονείς του, το 21% από κάποιον φίλο, ένα 13% θα το αντιμετωπίσει χωρίς να ζητήσει βοήθεια και μόνο ένα 4% θα απευθυνθεί σε κάποιον εκπαιδευτικό.
Ο καθηγητής Ψυχολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης Ηλίας Κουρκούτας, μιλώντας στα «Ρ.Ν» δίνει χρήσιμες συμβουλές προς γονείς και παιδιά, αναγνωρίζοντας ωστόσο την πολυπλοκότητα του θέματος.
Την ίδια στιγμή, σοκ προκαλούν οι πληροφορίες που έδωσε χθες στη δημοσιότητα ο πρόεδρος του «Χαμόγελου του Παιδιού», Κώστας Γιαννόπουλος, για το έτος που μας πέρασε.
Ειδικότερα:
– Για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια λειτουργία, το 45% των ανθρώπων που καλούν στο «Χαμόγελο του Παιδιού» είναι… παιδιά.
Τα παιδιά που παίρνουν τηλέφωνο να ζητήσουν βοήθεια ξεκινούν από 10 ετών.
– Η γραμμή SOS 1056 χτυπούσε ανά δύο λεπτά για υπόθεση παιδιού που βρίσκεται σε κίνδυνο.
Σχεδόν κάθε μέρα υπήρχε μία δήλωση αυτοκτονικού ιδεασμού από παιδιά!
Το καμπανάκι του κινδύνου κρούει ηχηρά όταν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που βασανίζονται από προβλήματα ψυχικής υγείας. Ένα παραπάνω όταν ένα σημαντικό ποσοστό εξ αυτών είναι ανήλικοι. Η πανδημία γέννησε ή φούντωσε πάθη και λάθη, με θύματα πολλές φορές μικρά παιδιά. Είναι επιβεβλημένη ανάγκη να βρεθεί μία ουσιαστική λύση για όσους χρειάζονται βοήθεια.
Χαρακτηριστική αλλά και πρωτοφανής είναι η υπόθεση μητέρας που απευθύνθηκε στο «Χαμόγελο του Παιδιού» για να ενημερώσει ότι χτύπησε το παιδί της. «Πήρε τηλέφωνο και μας είπε «χτύπησα το μωρό άσχημα, κάντε κάτι γιατί κινδυνεύει». Η γυναίκα αυτή στο παρελθόν είχε ζητήσει βοήθεια και δεν της είχε δοθεί με αποτέλεσμα να φτάσει εδώ που έφτασε» σχολίασε σχετικά ο κ. Γιαννόπουλος.
Η έξοδος από τον… λαβύρινθο
Αναλύοντας όλα τα παραπάνω δεδομένα, ο κ. Κουρκούτας περνάει αρχικά απ’ το φίλτρο της επιστήμης του την έκθεση στο διαδίκτυο και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τους ανήλικους χρήστες του: «Είναι αναμενόμενο να υπάρχει αυτό όταν εκατομμύρια μηνύματα ανταλλάσσονται πλέον μεταξύ των νέων κάθε μέρα και όταν το διαδίκτυο έχει γίνει σχεδόν κυρίαρχο (κι αν όχι, βασικό συμπληρωματικό) μέσο επικοινωνίας ειδικά για τους έφηβους και προεφήβους που δεν έχουν τη δυνατότητα άμεσης δια ζώσης επικοινωνίας μεταξύ τους. Τα επιθετικά ή προσβλητικά μηνύματα ή ακόμη και τα μηνύματα για τρίτα πρόσωπα με ανάλογο περιεχόμενο έχουν ως στόχο την πρόκληση γέλιου ή την απαξίωση και τη γελοιοποίηση του άλλου εκφράζοντας διάφορα ανταγωνιστικά ή επιθετικά συναισθήματα σύμφυτα στην ανθρώπινη ψυχοκοινωνική λειτουργία ή ακόμη την επιθυμία να μοιραστούν κρυφές στιγμές και προσωπικά δεδομένα γνωστών και φίλων και αυτό βασικό χαρακτηριστικό όλων των ηλικιών είναι πολύ πιο εύκολο να σταλούν ηλεκτρονικά. Το διαδίκτυο ευνοεί και σε μεγάλο βαθμό έχει αντικαταστήσει το παραδοσιακό «κουτσομπολιό» την επιθυμία δηλαδή να μάθουμε (ένα είδος «ηδονοβλεψίας») και να μιλήσουμε για τον άλλον να μοιραστούμε προσωπικά μυστικά ικανοποιώντας με αυτόν τον τρόπο την επιθετικότητα μας ή ακόμη και μια πολύ βασική ανθρώπινη ανάγκη να μαθαίνουμε για τον άλλο ή ακόμη και να γελάμε μαζί του».
Στην ερώτηση που οφείλεται αυτό το φαινόμενο ο καθηγητής, κ Κουρκούτας, ανέφερε: «Είναι η πρακτική ευκολία και η ανωνυμία του διαδικτύου που ευνοεί όλη αυτή τη διόγκωση κακόβουλων ή επιθετικών πράξεων και τάσεων. Δεν μπορούμε όμως να ξεχωρίσουμε την αρνητική πλευρά του διαδικτύου από την ουσιαστική και καλοήθη πλευρά που είναι η τεράστια ανάγκη των εφήβων και προεφήβων να επικοινωνούν και να μιλάνε για τον εαυτό τους, όπως και να μαθαίνουν για τους άλλους, μια ισχυρή αναπτυξιακή ανάγκη για τη διαμόρφωση και ολοκλήρωση της προσωπικότητας τους. Αναπόφευκτα εκεί θα διαφανούν και όλες τις αρνητικές πλευρές των σχέσεων και των χαρακτήρων, καθώς και άλλων ιδιαιτεροτήτων της αναπτυξιακής αυτής φάσης. Η δημιουργία ομάδων, το αίσθημα συμμετοχής σε μια παρέα με στόχο την επιθετικότητα απέναντι στον άλλο και τη διαδικασία απαξίωσης τους είναι ένα βασικό κίνητρο γιατί διασφαλίζει τη συνοχή μιας ομάδας, το αίσθημα του ανήκειν σε μια ομάδα επιτελώντας διάφορους καλοήθεις ή κακοήθεις ψυχικούς στόχους. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά τέτοια μηνύματα έχουν σεξουαλικό περιεχόμενο κάτι που απασχολεί σε σημαντικό βαθμό τους εφήβους και είναι αυτό που πάντοτε εξάπτει τη φαντασία τους (είτε για το καθαρά ερωτικό είτε για το «γαργαλιστικό»/χιουμοριστικό περιεχόμενο) και βέβαια έμμεσα και την ανάγκη να ασχοληθούν για αυτά και να μοιραστούν πληροφορίες κάθε είδους και με κάθε τρόπο.
Η κοινωνία μας έχει πολύ σεξ και βία (και πολύ ναρκισσισμό), αλλά για αυτά δεν μιλάμε καθόλου στα παιδιά και στους εφήβους κι αν το κάνουμε θα είναι με ένα ηθικοπλαστικό διδακτικό και ανούσιο για τα παιδιά τρόπο (συχνά γεμάτο στερεότυπα), ενώ η σεξουαλικότητα, τα πολύ σημαντικά ζητήματα της εφηβείας και των διαπροσωπικών ερωτικών – ρομαντικών σχέσεων απουσιάζουν σχεδόν παντελώς από το σχολικό και οικογενειακό πλαίσιο ως βασικές διαστάσεις της ζωής μας και ως ερέθισμα για ουσιαστική επικοινωνία και άκουσμα των προβλημάτων των εφήβων».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, τι πρέπει να προσέξουν οι γονείς και τα παιδιά για να αποφεύγουν τις παγίδες;
«Κυρίως τις εξαρτήσεις την υπερβολική χρήση εννοείται και την έκθεση σε περιεχόμενο που πραγματικά έχει βλαπτικό χαρακτήρα. Το πώς αυτό θα γίνει χωρίς οι γονείς να καταστέλλουν βασικές ανάγκες των εφήβων είναι ένα πολύπλοκο θέμα».
Κατά πόσο έχει, ενδεχόμενα, επηρεάσει αυτή την τάση των παιδιών, η καραντίνα;
«Αυτό είναι σίγουρο και σε σχέση με τη συχνότητα λόγω απουσίας ζωντανής επαφής και σε σχέση με το στρες και το άγχος που ενδεχομένως να έχουν βιώσει. Αλλά είναι και ένα ανεξάρτητο ζήτημα από την επιδημική κρίση».
Ο καθηγητής Ψυχολογίας του ΠΤΔΕ σχολίασε επίσης τα στοιχεία που παρέθεσε το «Χαμόγελο του Παιδιού» και ο κ. Γιαννόπουλος προσωπικά: «Κοιτάξτε δεν ξέρουμε αν η βία και η κακοποίηση έχει αυξηθεί. Προσωπικά θεωρώ πως όχι. Οι κοινωνίες μας και τα εκπαιδευτικά – οικογενειακά πλαίσια ήταν πολύ πιο αυταρχικά και επιθετικά παλιότερα. Η γνώμη μου είναι ότι τώρα τα παιδιά, όπως και οι γυναίκες ανέχονται πολύ λιγότερα και υπάρχουν τρόποι και δυνατότητες αυτά να καταγγελθούν. Άλλο η αύξηση των καταγγελιών και παραπόνων και άλλο η πραγματική αύξηση της βίας ή κακοποίησης».
Εν προκειμένω, ο εγκλεισμός τί ρόλο έπαιξε;
«Αντικειμενικά έχει αυξήσει το στρες, το άγχος τις καταθλίψεις, τις εντάσεις και τα ξεσπάσματα/ συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια σε συνδυασμό με τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα των γονέων και αυτό σίγουρα έχει επηρεάσει και τις στάσεις και συμπεριφορές όλων, όπως και τα αντίστοιχα συναισθήματα ανασφάλειας ή επιθετικότητας».