Του ΓΙΩΡΓΗ Σ. ΚΑΛΟΓΕΡΑΚΗ
Θυμάμαι τη μέρα που έφευγε ο πατέρας μου για τον πόλεμο στην Αλβανία, τη μάνα μου να κλαίει και να ετοιμάζει το βουργίδι του για το ταξίδι.
Τον καιρό που ήταν στον πόλεμο, κάθε βράδυ μας έβαζε η μάνα μου τα τρία αγόρια και κάναμε προσευχές και μετάνοιες για να τον φυλάει ο Θεός και να γυρίσει γερός και όταν σταματούσαμε μας φώναζε να συνεχίζουμε.
Αργότερα τις μέρες της μάχης της Κρήτης, oι καλογερήδες είχαμε πάει κάτω από το χωριό με τα ζώα μας, στου Σαμπάνη το Χάρακα άρμεγαν τα ζώα και πίναμε το γάλα τα παιδιά και κοιμόμουν δίπλα στη γιαγιά μου τη Χαρίκλεια(Κατσαντωνιά). Άλλη φορά με κρατούσε από το χέρι έξω από το χωριό και πετούσαν χαμηλά Γερμανικά αεροπλάνα και ‘γω φοβισμένος με τον εκκωφαντικό ήχο τους, που τα έβλεπα πρώτη φορά, έλεγα στη γιαγιά μου: Αεροπλάνα γιαγιά, Παναγία μου βλέπει το μπαμπά μου. Τότε έριξαν μια βόμβα που ευτυχώς έπεσε έξω από το χωριό.
Τη μέρα που γύρισε από την Αλβανία ο πατέρας μου, το καλοκαίρι του 1941, θυμάμαι που βγήκαν στους δρόμους του χωριού οι άνθρωποι να τον υποδεχτούν και κατέβαιναν προς το σπίτι. Ο μικρός αδελφός μου Κυριάκος τον είχε ξεχάσει, δεν τον γνώριζε και δεν τον πλησίαζε.
Την κατοχή θυμάμαι ένα Γερμανό που ήλθε στο σπίτι και ζητούσε από τη μάνα μου αυγά και κότες. Η μάνα μου φοβόταν να μπει στο στάβλο και μου λέει εμένα να μπω να φέρω τ’ αυγά. Τότε βλέποντας έξω μια μικρή κότα που την είχα με σπάγκο στο πόδι για να την παίζω την παίρνει και ‘γώ μετά έκλαιγα που μου πήρε το παιχνίδι μου.
Μας είχαν αυστηρά αρμηνέψει να μην απαντάμε στις ερωτήσεις των Γερμανών, όταν ερχόταν στο σπίτι και έψαχναν που είναι ο πατέρας μου, γιατί δεν πήγαινε στα έργα στο Τυμπάκι. Καθόμαστε αμίλητοι στην πεζούλα και στην ερώτηση, που μπαμπάς; σηκώναμε αρνητικά τους ώμους μας.
Θυμάμαι όταν ο πατέρας μου έφερε στο σπίτι το Μανώλη το Ντισπυράκη μετά την διαφυγή του από τους Γερμανούς κάτω από το Άνω Μέρος και του έβγαλαν τα γερμανικά ρούχα που του φορούσαν και τα κόκκινα γερμανικά στιβάνια, έσκαψαν λάκκο στην αυλή του σπιτιού και τα έθαψαν, ντύνοντάς τον με πολιτικά.
Άλλοτε είχαν ειδοποιήσει τον πατέρα μου να μην ξαναπλησιάσει τους Γερμανούς γιατί τον έχουν υποψιαστεί, ότι ως Πρόεδρος του Άι-Γιάννη Αμαρίου, τους κοροϊδεύει και συνεργάζεται με τους Άγγλους και τους αντάρτες. Έτσι δεν έμπαινε στο χωριό και έμενε τη νύχτα στο αλώνι μας κάτω από το χωριό και του πηγαίναμε εκεί φαγητό.
Θυμάμαι να έρχεται τις νύχτες ο πρωτοξάδελφος του πατέρα μου, παπά-Κυριάκος Κατσαντώνης, που ήταν στο αντάρτικο. Χτυπούσε το τζάμι στο μικρό βορεινό παραθυράκι, του ανοίγαμε, καθόταν στο τζάκι το χειμώνα, έτρωγε, έπινε και συνέχιζε. Συχνά είχε αμύγδαλα στις τσέπες του και έδινε σε μας τα μικρά.
Άλλοτε, ενώ αλωνεύαμε ήλθε ο Ζωιδαντώνης και κουβέντιαζαν με τον πατέρα μου για την αντίσταση. Λέει στον πατέρα μου: «Συναδέλφι, (ο παπούς μου είχε βαπτίσει αδελφό του), δεν θέλω τίποτα άλλο παρά να πιάσω ένα Γερμανό να τον σκοτώσω και να ….» σκληρά λόγια. Ο πατέρας μου του απαντά. Όχι μωρέ συναδέλφι ετσά. Σκότωσέ τον και μέχρι εκειά, όχι τέτοια πράματα.
Όταν έκαψαν το Άνω Μέρος, επειδή υπήρχε φόβος ότι θα κάψουν και το χωριό μας, θυμάμαι που οι καλογερήδες έφεραν τα υφαντά τους, τις πατανίες, το ρουχισμό και τα κατέβασαν σ’ ένα ξεροπήγαδο που ήταν στην αυλή του σπιτιού μας.
Τότε ήλθαν και έμεναν δίπλα μας στη γιαγιά μου ο αδελφός της από το καμένο Άνω Μέρος, Κατσαντώνης Κωστής (Βλαντάκης) και η οικογένειά του και παίζαμε με τα παιδιά του.