Έναν πραγματικό θησαυρό, άγνωστο στους περισσότερους Ρεθεμνιώτες, κρύβει το Παλαιοντολογικό Μουσείο Ρεθύμνου που λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή, το οποίο και είχε την ιδέα της ανάδειξης του χώρου στον οποίο στεγάζεται, δηλαδή στο Τέμενος του Μασταμπά, αλλά και τη δημιουργία του Μουσείου που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2009, ενώ στις προθήκες του βρίσκονται παλαιοντολογικά ευρήματα που ανήκουν στη συλλογή του Δήμου Ρεθύμνου.
Στην έκθεση του Μουσείου παρουσιάζονται απολιθώματα ασπόνδυλων, προερχόμενα από τις υποθαλάσσιες περιοχές του Ρεθύμνου και της Κρήτης, τα οποία χρονολογούνται από την Παλαιοζωική, την Μεσοζωική και την Καινοζωική περίοδο. Επιπλέον, πολύ σημαντικό είναι και το υλικό των οστών ενδημικών ελεφάντων και των πολύμορφων ελαφιών της Κρήτης, καθώς και των απολιθωμένων ενδημικών νάνων ιπποπόταμων.
Στόχος της έκθεσης είναι να δοθεί στον επισκέπτη η ευκαιρία να αντιληφθεί τις αλλαγές που έχουν συντελεσθεί στο περιβάλλον του Ρεθύμνου αλλά και τη διαχρονική εξέλιξη της γεωλογικής Ιστορίας της Κρήτης και ειδικότερα του νομού πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου. Τα απολιθώματα θηλαστικών ζώων -όπως ελάφια, ελέφαντες και ιπποπόταμοι που έζησαν πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια- καθώς και τα πετρώματα ηλικίας πάνω από 300 εκατομμυρίων χρόνων, αποτελούν αδιάσειστα πειστήρια της ιστορίας και συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Ένα ενδιαφέρον ταξίδι στην μορφολογική ιστορία και την ποικιλιακή σύνθεση καλείται να κάνει ο επισκέπτης του Μουσείου εξετάζοντας το παλαιοντολογικό υλικό της έκθεσης. Το υλικό αυτό αποτελεί την συλλογή του πολύχρονου έργου του καθηγητή Siegfried Kuss (η προσπάθειά του ξεκίνησε το 1962 και διήρκεσε μέχρι τον θάνατό του). Με τη συνδρομή του Δήμου Ρεθύμνου που παραχώρησε το υλικό και του Τμήματος Ιστορικής Γεωλογίας και Παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών τα εξαιρετικής σημασίας εκθέματα είναι στη διάθεση του κοινού προς εξερεύνηση.
Στη σημασία και τη μοναδικότητα των ευρημάτων που εκτίθενται αναφέρθηκε μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Βασίλης Σιμιτζής, γεωλόγος και άμισθος επιμελητής του Μουσείου. «Τα ευρήματα που φιλοξενούμε στο Μουσείο είναι όλα πολύ σπουδαία. Έχουμε μοναδικά ευρήματα στην περιοχή του Ρεθύμνου και πρέπει να πούμε και σύμφωνα με τους καθηγητές και τους επιστήμονες στο Ρέθυμνο συναντάται η μεγαλύτερη συγκέντρωση απολιθωμάτων σε επίπεδο Κρήτης αλλά και σε επίπεδο Μεσογείου. Αν και υπάρχουν στην Κρήτη πάνω από επτά θέσεις με παρόμοια απολιθώματα, στην περιοχή μας έχουν βρεθεί τα περισσότερα» τόνισε ο κύριος Σιμιτζής και παράλληλα εξέφρασε και την πικρία του για το ότι το Μουσείο επισκέπτονται κυρίως τουρίστες, ενώ οι ίδιοι οι κάτοικοι της πόλης αγνοούν την ύπαρξή του. «Δυστυχώς το Ρεθεμνιώτικο κοινό, οι ίδιοι μας οι συμπολίτες δεν γνωρίζουν πολλά πράγματα για το Μουσείο και για τον χώρο και πολλές φορές σε ερώτηση επισκεπτών που είναι το Παλαιοντολογικό Μουσείο μερικοί λένε ότι δεν υπάρχει καν κάτι τέτοιο. Εδώ υπάρχει ένα έλλειμμα κυρίως ενδιαφέροντος παρόλο που φιλοξενεί κυριολεκτικά κάποιους θησαυρούς» υπογράμμισε.
Το Τέμενος του Μασταμπά
Ο χώρος που φιλοξενείται το Παλαιοντολογικό Μουσείο Ρεθύμνου, το Τέμενος του Μασταμπά ή του «Βελή Πασά», όπως αλλιώς ονομάζεται, αποτελεί από μόνος του ένα μνημείο ιδιαίτερης ιστορικής αξίας. Υποστηρίζεται ότι χτίστηκε στα ερείπια του Καθολικού Ναού του Αγίου Ονουφρίου μετά την κατάκτηση του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς το 1946. Το τέμενος περιβαλλόταν από ισλαμικό μοναστήρι, ενώ η αυλή και ο κήπος του ήταν γεμάτοι με αρωματικά φυτά. Στον χώρο φιλοξενήθηκε το 1700 ο Γάλλος περιηγητής Tournefort, ο οποίος έδωσε μια εντυπωσιακή περιγραφή του μνημείου και των βοτάνων του, ενώ ο Εβλιγιά Τσελεμπί είχε παρομοιάσει τον περιβάλλοντα χώρο του τζαμιού ως επίγειο παράδεισο. Σήμερα σώζονται δεκατρία συνεχόμενα κελιά του μοναστηριού στην δυτική πλευρά, τα οποία έχουν αποκατασταθεί, καθώς επίσης και ο Μιναρές που περιλαμβάνει έναν εξώστη και διασώζει επιγραφή με χρονολογία 1789, επιτρέποντάς μας να συμπεράνουμε ότι είναι ο παλιότερος μιναρές του Ρεθύμνου. Μια εντυπωσιακή πόρτα, με εξαιρετικό διάκοσμο λεπτοδουλεμένων ανάγλυφων παραστάσεων φυτών και λουλουδιών, οδηγεί στο κυρίως Τζαμί, όπου σήμερα στεγάζεται η συλλογή του Παλαιοντολογικού Μουσείου Ρεθύμνου. Από την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1924, το μνημείο υπέστη μεγάλες φθορές που κορυφώθηκαν με τους βομβαρδισμούς του νησιού το 1941 και την κατάρρευση μεγάλου τμήματος των τρούλων. Για τον λόγο αυτό τη δεκαετία του 1980 άρχισαν εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του κτιρίου που σήμερα βρίσκεται σε πολύ καλή κατάσταση.
Περήφανος για τη σημασία του χώρου και για τις επιμέρους πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που καταμαρτυρούν την ιστορική του αξία στο πέρασμα του χρόνου, ο κ. Σιμιτζής μας έδωσε το ιστορικό περίγραμμα της ύπαρξης του Τεμένους του Μασταμπά. «Ο χώρος είναι από μόνος του ένα μνημείο, είναι ένα παλιό Μουσουλμανικό Μοναστήρι, περιγράφεται από τους περιηγητές και έχει καταγραφεί από πολύ παλιά, μέχρι και από τον Ευλιγιά Τσελεμπή, που ήρθε λίγο πριν την Άλωση της Κρήτης περίπου το 1669, έχουμε βέβαια και μαρτυρίες νεότερων περιηγητών στην συνέχεια. Το μοναστήρι φτιάχτηκε λίγο πριν την άλωση του Ρεθύμνου από τους Τούρκους, δηλαδή 1646. Πιθανολογείται ότι φτιάχτηκε από τα ερείπια κάποιων εκκλησιών για αυτό και κάποια μέλη του είναι χριστιανικά. Τέτοιο παράδειγμα είναι το κεντρικό θύρωμα που φαίνεται να κατασκευάστηκε για άλλη χρήση αρχικά και στη συνέχεια μεταφέρθηκε από εκεί που βρισκόταν και ενσωματώθηκε στο Τέμενος. Μια θεωρία είναι ότι αρχικά πιθανόν να είχε συναρμολογηθεί σαν εξωτερικό θύρωμα, πιθανότατα του περιτοιχίσματος του ίδιου μοναστηριού και στη συνέχεια του τζαμιού. Είναι θύρωμα Τοσκανικού ρυθμού, το μοναδικό στο Ρέθυμνο. Ιδιαίτερο είναι και το γεγονός ότι το Τέμενος του Μασταμπά έχει εννέα θόλους, δεν υπάρχουν στο Ρέθυμνο εννέα θόλοι σε άλλο τζαμί, ενώ ο μιναρές του είναι ο πιο παλιός στην πόλη, ανεγέρθη το 1780 και δεν έχει αναστηλωθεί ποτέ. Τα κελιά των μοναχών, τα οποία βρίσκονται σε κυματοειδή μορφή, είναι πολύ χαρακτηριστικά και το ηγουμενείο, το οποίο έχει αναστηλωθεί μερικώς, δημιουργούν αυτό το μοναδικό σύνολο. Υπάρχουν διάσπαρτες στους χώρους του μνημείου διαφορές επιτύμβιες στήλες με πολλές και ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Τη μετάφραση αυτών των στηλών έχουν επιμεληθεί οι Οθωμανολόγοι του Πανεπιστημίου και μας έχουν παράσχει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το μοναστήρι. Μέσα από αυτές τις επιγραφές έχουμε μάθει ότι αρχικά ήταν ένα μοναστήρι του τάγματος των Καδηρίδων μοναχών και στη συνέχεια πέρασε στο Τάγμα των Μπεκτασήδων. Ο Βελή πασάς που είναι και ο ιδρυτής του μοναστηριού και του χώρου ήταν επιφανής Τούρκος και στην ιεραρχία αμέσως μετά τον πορθητή του Ρεθύμνου, του Γαζή Χουσεΐν» ανέφερε ο επιβλέπων-υπεύθυνος του Μουσείου.
Ο υπαίθριος χώρος του μουσείου
Οι Οθωμανοί περιηγητές περιγράφουν το μοναστήρι σαν ένα επίγειο παράδεισο με πολλά λουλούδια και πολλά αρωματικά φυτά. Αυτό ακριβώς είναι που προσπαθεί να επιτύχει και σήμερα η διοίκηση του Μουσείου, παρότι υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες λόγω της υποστελέχωσης του Οργανισμού. Οι πόροι είναι περιορισμένοι αποκλείοντας έτσι την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού για την φροντίδα του χώρου, ενώ οι εθελοντές είναι αυτοί που με την προσφερόμενη εργασία τους στηρίζουν τη λειτουργία του Μουσείου. Στην επισήμανση για την ελλιπή αξιοποίηση του περιβάλλοντα χώρου του Μουσείου προέβη και ο επιβλέπων του Μουσείου, κ. Σιμιτζής. Ειδικότερα ανέφερε: «Σήμερα εμείς δεν έχουμε κατορθώσει να έχουμε ένα πάρα πολύ ωραίο βοτανικό κήπο, όπως ήταν και το όνειρο του Μουσείου Γουλανδρή τα πρώτα χρόνια. Αρχικά στόχος τους ήταν να δημιουργήσουν στον χώρο αυτό ένα βοτανικό κήπο, ενώ μετά προχώρησαν και στην πραγμάτωση της ιδέας του Παλαιοντολογικού Μουσείου. Πάραυτα, έχουμε προσπαθήσει να παρουσιάσουμε στους επισκέπτες μας μερικά ενδημικά φυτά της Κρήτης και μερικά αρωματικά όπως για παράδειγμα ο δίκταμος, η λεβάντα, η δάφνη, το δεντρολίβανο, κάποιους βασιλικούς και αγριοτριανταφυλλιές, νεραντζιές, λυγαριές, χαρουπιές, ελιές, τον Κρητικό φοίνικα και γενικά μια μικρή εικόνα της ενδημικής χλωρίδας της Κρήτης στον εξωτερικό μας χώρο. Χρειάζεται ορισμένες παρεμβάσεις και εργασίες διαμόρφωσης ο εξωτερικός χώρος και κάνουμε ότι μπορούμε για αυτό. Ο Δήμος μας βοηθάει όπως μπορεί βέβαια στον ευπρεπισμό του κήπου αλλά αυτό δεν είναι αρκετό για να πετύχουμε το αποτέλεσμα που θέλουμε».
Να σημειωθεί ότι ο υπαίθριος χώρος του Μουσείου είναι ιδανικός για την πραγματοποίηση πολιτιστικών εκδηλώσεων, όπως συναυλίες, βιβλιοπαρουσιάσεις κ.λ.π. και ήδη τον επιλέγουν αρκετοί Ρεθεμνιώτες για τον σκοπό αυτό.
Το Παλαιοντολογικό Μουσείο Ρεθύμνου λειτουργεί κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο 9:00 με 15:00, ενώ για τη λειτουργία του υπάρχει η συνεργασία του Δήμου Ρεθύμνου και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή. Η εποπτεία του Μουσείου γίνεται από την Εφορία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου, ενώ η συλλογή εποπτεύεται από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Τμήμα Παλαιοντολογίας και Γεωλογίας.
Να σημειωθεί ότι πρόεδρος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή είναι η κ. Νίκη Γουλανδρή και αντιπρόεδρος η κ. Φαλή Βογιατζάκη.