Η εκπαίδευση είναι το αντίδοτο στην οικονομική κρίση και άρα, «επενδύστε στην εκπαίδευση». Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνει ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) στα μέλη του. Ωστόσο, οι Έλληνες νέοι, παρότι το ποσοστό όσων ακολουθούν την τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει αυξηθεί σημαντικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες -όπως και σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ-, «πληρώνουν» τις στρεβλώσεις του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, οι οποίες επιβαρύνονται εξαιτίας της πολυετούς, πολυεπίπεδης κρίσης στη χώρα. Έτσι, πλέον, σε σύγκριση με μία δεκαετία νωρίτερα, πολύ περισσότεροι επιθυμούν να συνεχίσουν τις σπουδές τους μετά το λύκειο, και όταν εισαχθούν σε κάποιο ΑΕΙ, παρατείνουν τις σπουδές τους, αφού η βασική… προοπτική τους είναι να μείνουν σπίτι, ενώπιον της απειλής της ανεργίας.
Από την άλλη τα στοιχεία δείχνουν ότι στην Ελλάδα το εκπαιδευτικό σύστημα βαδίζει σε λάθος δρόμο, ήδη από την πρώτη βαθμίδα, με κατάληξη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Λόγω της διάρθρωσης των ΑΕΙ της χώρας μας, οι απόφοιτοι των ελληνικών πανεπιστημίων έχουν κατευθυνθεί σε σπουδές με χαμηλή ζήτηση, σε αντίθεση με τα περιζήτητα επαγγέλματα διεθνώς τα επόμενα χρόνια. Σπουδάζουν κοινωνικές επιστήμες, τέχνες και δημοσιογραφία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έκθεση του Οργανισμού, «Education at a Glance 2017» (με στοιχεία από τις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ αλλά και τις υπερδυνάμεις όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ρωσία, η Βραζιλία), που παρουσιάζει η «Καθημερινή» στην πλειονότητα των χωρών του ΟΟΣΑ οι πιο δημοφιλείς πανεπιστημιακοί τίτλοι σπουδών είναι στον τομέα των επιχειρήσεων, της διοίκησης ή της νομικής. Κατά μέσον όρο στον ΟΟΣΑ το 23% των ατόμων ηλικίας 25-64 ετών έχει ολοκληρώσει σπουδές σε έναν από αυτούς τους τρεις τομείς, έναντι 5% στις φυσικές επιστήμες, στη στατιστική και στα μαθηματικά, 4% στις τεχνολογίες πληροφορικής και 17% στη μηχανική.
Το ποσοστό είναι παρόμοιο όσον αφορά τους νεοεισακτέους φοιτητές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση υποδεικνύοντας ότι το ενδιαφέρον για αυτούς τους τομείς σπουδών παραμένει αμετάβλητο. Εντούτοις το ενδιαφέρον για τις επιστήμες, την τεχνολογία, τη μηχανική και τα μαθηματικά αυξάνεται καθώς αυξάνει και το επίπεδο εκπαίδευσης. Αυτές οι επιστήμες προσφέρουν τα βασικά «κλειδιά» για μια καλή επαγγελματική διαδρομή, χωρίς βεβαίως να αγνοείται ότι ένας εργαζόμενος θα κληθεί -έως και επτά φορές, λένε οι έρευνες- να αλλάξει εργασιακό αντικείμενο. Συγκεκριμένα, το 2015 ο αριθμός των αποφοίτων σε αυτούς τους τομείς σπουδών σε διδακτορικό επίπεδο ήταν σχεδόν διπλάσιος από αυτόν σε επίπεδο πτυχίου.
Στον αντίποδα η Ελλάδα είναι μεταξύ των χωρών στις οποίες οι πιο δημοφιλείς τομείς σπουδών είναι οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, οι τέχνες και η δημοσιογραφία. Στους κλάδους αυτούς έχει σπουδάσει το 25% των αποφοίτων της χώρας ενώ το ποσοστό διευρύνεται εάν προστεθεί το 7% που επέλεξε να σπουδάσει επιστήμες εκπαίδευσης. Ένας στους πέντε (19%) έχει σπουδάσει οικονομικά και δίκαιο, ενώ το 6% έχει ξεκινήσει τις βασικές σπουδές του από τα μαθηματικά, το 16% από τη μηχανική, το 4% από την πληροφορική και το 12% έχει σπουδάσει στους τομείς υγείας.
Με βάση τα στοιχεία της ετήσιας έρευνας του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα παρουσιάζει μία από τις μεγαλύτερες -ποσοστιαία- αυξήσεις των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Το 2000, το 24% των ατόμων ηλικίας 25 έως 34 ετών στην Ελλάδα κατείχε πτυχίο πανεπιστημίου ή ΤΕΙ. Έκτοτε το ποσοστό αυξάνεται και φθάνει στο 26% το 2005 και το 31% το 2010. Όμως, από τότε που ξέσπασε η οικονομική κρίση, η αύξηση όσων έχουν πτυχίο ΑΕΙ εκτινάχθηκε και έφθασε το 2016 στο 41% επί του συνόλου των ατόμων 25-34 ετών. Αντιστρόφως μειώθηκαν οι απόφοιτοι των χαμηλότερων εκπαιδευτικών βαθμίδων.