Είχα διαβάσει γι’ αυτόν στο βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950» που επιμελήθηκε ο εκλεκτός μας συμπολίτης λόγιος Κωστής Ηλ. Παπαδάκης. Κι είχα συγκινηθεί με την ιστορία ενός τόσο χαρισματικού καθηγητή, που στάθηκε όμως τόσο άτυχος στη σύντομη ζωή του.
Ήταν βέβαια και το ύφος του κ. Παπαδάκη, που τέρπει τον αναγνώστη, αλλά και η περίπτωση ενός νέου ανθρώπου που χάνεται στο απόγειο της μεγάλης του προσφοράς, δεν μπορεί να σε αφήσει ανεπηρέαστο.
Έτσι γνώρισα τον Παντελή Κοτσυφό, που ο πρόωρος θάνατός του είχε βυθίσει το πένθος την εκπαιδευτική κοινότητα.
Πρωτοσέλιδα στον τοπικό τύπο
Πόσο σημαντικός ήταν το διαπίστωσα και από τον τοπικό τύπο της εποχής, που δημοσιεύει πρωτοσέλιδα, 28 Αυγούστου του 1936, νεκρολογίες για τον Κοτσυφό, μία μάλιστα από αυτές, υπογράφει και ο γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκις.
Ο Παντελής γεννήθηκε στο Ρουσσοσπίτι το 1903. Ξεκίνησε 12χρονο παιδί από το χωριό του για να κατακτήσει τη γνώση και τη ζωή. Σαν παιδί δεν χάρηκε την ξεγνοιασιά, καθώς ήταν υποχρεωμένος να εξασφαλίσει τον επιούσιο από την πιο τρυφερή ηλικία.
Δούλευε σκληρά χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η αιώνια θλίψη στο πρόσωπο της μητέρας του, που ο χάρος την είχε πληγώσει επανειλημμένα αποστερώντας της αγαπημένα της πρόσωπα, κυρίως τα παιδιά της.
Ένας βιοπαλαιστής
Αν ήθελες να οριοθετήσεις τον ορισμό του βιοπαλαιστή τον Παντελή Κοτσυφό θα έφερνες στο νου σου. Με άπειρες στερήσεις, αλλά μεγάλη φλόγα για μάθηση, κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές του και να διοριστεί καθηγητής φιλόλογος, στο Γυμνάσιο το 1928. Πάλεψε μόνος, χωρίς καμιά βοήθεια, έστω ηθική. Κι όμως τα κατάφερε.
Από την αρχή φάνηκε πόσο χαρισματικός ΔΑΣΚΑΛΟΣ ήταν. Εκτός από ευρυμάθεια διέθετε και το χάρισμα του καλού παιδαγωγού. Κι ήταν μεγάλη τύχη για την εκπαιδευτική κοινότητα να τον έχει στις τάξεις της.
Απλός, μετρημένος, πρόθυμος να προσφέρει, σεμνός και ταπεινός ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους συναδέλφους του ενώ οι μαθητές του τον λάτρευαν. Το γελαστό του πρόσωπο, η ευχάριστη πάντα διάθεσή του κι ας τον απασχολούσε το σοβαρότερο πρόβλημα, έκανε τους πάντες να τον φέρνουν ως ακριβό παράδειγμα. Άφηνε κάθε αρνητική σκέψη, κάθε πρόβλημα έξω από το σχολείο και μπαίνοντας κάθε πρωί, στο προαύλιο, έφτιαχνε τη μέρα όποιου συναντούσε.
Κοντά σε κάθε μαθητή
Κάθε παιδί γι’ αυτόν ήταν και μια ιδιαίτερη περίπτωση. Έτσι πλησίαζε τους μαθητές του και ανάλογα ενίσχυε κάθε τους θετικό στοιχείο στον χαρακτήρα και στο γνωστικό τους επίπεδο. Ιδιαίτερα ήθελε να είναι κοντά και να βοηθά τους αδύναμους μαθητές.
Είχε επηρεαστεί από τις σύγχρονες παιδαγωγικές μεθόδους της εποχής του, που ήθελαν τον δάσκαλο πατέρα και όχι τιμωρό και με τον τρόπο αυτό επικοινωνούσε καλύτερα με τους μαθητές του.
Έπαιζε μαζί τους, περνούσε από το σπίτι τους να δει πως πήγαιναν με τη μελέτη, να συζητήσει με το παιδί που παρουσίαζε κάποιο πρόβλημα, άκουγε με προσοχή τις θέσεις και τις αγωνίες τους, κάθε τους παράπονο.
Ήταν καθηγητής και εξομολόγος μαζί. Μιλούσε με κάθε μαθητή στη γλώσσα που βοηθούσε καλύτερα την επικοινωνία. Κι όλα αυτά σε μια εποχή που ο καθηγητής έπρεπε να στέκει στο ψηλότερο βάθρο. Να είναι αυστηρός και απόμακρος. Να επιβάλλεται με τον αυταρχισμό του και μόνο. Ο Παντελής Κοτσυφός συνέχισε την τακτική του απολαμβάνοντας την πλήρη δικαίωση της παιδαγωγικής του με την πρόοδο των μαθητών του.
Αλλά και στο σχολείο ήταν πρόθυμος για κάθε γραφική εργασία βοηθώντας τη διοίκηση. Αυτό αναφέρει και ο Πρεβελάκις στη νεκρολογία του. Ποτέ κανένας συνάδελφός του δεν άκουσε την άρνησή του σε ότι του ζητήθηκε. Μέχρι και τους απόντες συναδέλφους του αντικαθιστούσε με χαμόγελο κι ευτυχισμένος που μπορούσε να εξυπηρετήσει.
Κι ήρθε η αρχή του τέλους
Οι κακουχίες από την παιδική του ηλικία και ο επαγγελματικός του ζήλος, που δεν του άφηνε χρόνο να ξεκουραστεί, η κακή διατροφή, λόγω περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων, άρχισαν να εμφανίζουν τις συνέπειές τους επτά χρόνια μετά τον διορισμό του.
Ίσως να τον κούρασε και η ολόθερμη αφοσίωση στη δημιουργία του πρώτου Μουσείου Ρεθύμνου που ξεκίνησε ο Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος.
Είχε οριστεί για την οργάνωσή του με αντικείμενα από ιδιωτικές συλλογές, μια ομάδα συμπολιτών με γνώση του αντικειμένου που αποτελούσαν ο Ευθύμιος Βερνάδος, ο Εμμανουήλ Γενεράλης και ο Δημήτρης Ιωαννίδης. Η «ψυχή» του Μουσείου, όμως, ήταν ο Παντελής Κοτσυφός, που είχε αναλάβει την επιμελητεία. Μόλις τέλειωνε τις υποχρεώσεις του φιλολόγου, εντός και εκτός σχολείου, όπως περιγράψαμε, αφοσιωνόταν στη μελέτη προκειμένου να οργανωθεί καλύτερα το Μουσείο. Πολλές φορές τον εύρισκε το ξημέρωμα εκεί στην οδό Καστρινογιαννάκη, που δημιουργούσαν τον πυρήνα του πρώτου αρχαιολογικού μουσείου. Ο ζήλος του αυτός είχε πολλές φορές επαινεθεί και μάλιστα από προσωπικότητες της εποχής.
Ο αρχαιολόγος Σπύρος Μαρινάτος σε επιστολή του στον Ακρίτα των αρχαιολογικών μας θησαυρών, Εμμανουήλ Καούνη, αναφέρεται με εκτίμηση στον Παντελή Κοτσυφό και τον χαρακτηρίζει «καλό κι αγαθό». Η επιστολή αυτή όπως μάς πληροφορεί ο κ. Παπαδάκης στη σχετική του αναφορά στο βιβλίο «Ρέθυμνο 1900-1950» υπάρχει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη.
Όσο κι αν αγαπούσε όμως, αυτό που έκανε και μάλιστα χωρίς καμιά απολύτως αμοιβή, κάπου υπερεκτίμησε τις δυνάμεις του. Και ξαφνικά ήρθαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας που θέριζε εκείνη την εποχή. Είχε προσβληθεί από φυματίωση.
Άρρωστος και πάμπτωχος
Αναγκάζεται να σταματήσει τη διδασκαλία και να ξεκινήσει θεραπεία. Στο μεταξύ ζει στην απόλυτη φτώχεια. Ο ίδιος υπομένει. Για τη μόνη που λυπάται είναι η ηλικιωμένη μητέρα του που φυτοζωεί και αυτή.
Ο Μιχαήλ Πρεβελάκις δεν παύει να στηρίζει ηθικά τον νεαρό του συνάδελφο, με επιστολές που τού υπενθυμίζουν πόσο πολύτιμος είναι για όλους.
Εκείνος απαντά με ευγένεια αφήνοντας να διαφανεί ότι δεν τον έχει εγκαταλείψει η ελπίδα.
Σε μια επιστολή του αναφέρει στον σεβαστό του γυμνασιάρχη ότι προσπαθεί και ελπίζει να γίνει καλά και να επιστρέψει στο αγαπημένο του Μουσείο, καθώς η έδρα πια θα είναι απαγορευμένη γι αυτόν. Η φυματίωση ως γνωστόν ήταν μεταδοτική ασθένεια.
Ήλπιζε κυρίως ότι θα εξασφαλίσει μια σύνταξη καθώς θα μπορούσε να θεωρηθεί «παθών εν υπηρεσία» για να βοηθήσει και τη μητέρα του.
Ο θάνατος τον βρήκε ολομόναχο
Καταλαβαίνει όμως ότι μάταια ελπίζει. Η υγεία του χειροτερεύει. Εκεί στο «Διόνυσο» που νοσηλεύεται, γνωστό σανατόριο στην Αθήνα, έχει σαν μόνη παρηγοριά να σκέπτεται το Ρέθυμνο, τους μαθητές, τους φίλους του. Και να σφίγγεται η καρδιά του στη σκέψη ότι δεν θα τους ξαναδεί.
Εκεί που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του ήταν στη σκέψη της μητέρας του. Ποιος ξέρει πως περνούσε. Ποιος ξέρει αν είχε να φάει κάτι.
Όταν χειροτέρεψε, αγωνία και μόνο τον κυρίευε. Ήξερε ότι φθάνει το τέλος. Που θα άφηνε τη μητέρα του; Ποιος θα τη νοιαζόταν;
Με την ίδια αγωνία ζούσε και η μητέρα του που είχε ήδη δοκιμάσει το πικρό ποτήρι να χάνεις παιδιά. Ο Παντελής της είχε απομείνει, που λόγω νεαρής ηλικίας δεν είχε ακόμα φτιάξει οικογένεια. Πίστευε η μάνα ότι θα έπαιρνε την αποζημίωση της ζωής από το μοναχογιό της πλέον. Η μοίρα της όμως δεν επρόκειτο να αλλάξει.
Ο Παντελής Κοτσυφός πέθανε σε ηλικία 33 ετών τον Αύγουστο του 1936. Δεν είχε κανένα κοντά του να του κλείσει τα μάτια.
Γιατί εκτός των άλλων ο τόσο πρόωρα χαμένος καθηγητής δεν ήθελε να επιβαρύνει συγγενείς και φίλους.
Το χώμα της Αττικής γης τον δέχτηκε. Αλλά η μνήμη του έμεινε για πάντα άσβεστη στη συνείδηση των μαθητών του και όσων τον έζησαν..
Ανεκτίμητο βιβλίο
Κι άλλες φορές έχουμε αναφερθεί στη σημαντικότητα αυτού του δίτομου έργου του κ. Κωστή Ηλ. Παπαδάκη και των μαθητών του «Ρέθυμνο 1900-1950». Κι έχουμε τονίσει ότι είναι ανεκτίμητο.
Αν έλειπε από τα τοπικά γράμματα, ποιος θα ήξερε για τον Παντελή Κοτσυφό. Ποιος θα άναβε ένα κερί στη μνήμη ενός χαρισματικού ανθρώπου και εκπαιδευτικού, που πέθανε τόσο νέος, χωρίς να προλάβει να χαρεί τη ζωή και το αποτέλεσμα του μόχθου του. Να δει ολοκληρωμένο το Μουσείο Ρεθύμνου για το οποίο ξόδεψε τόσες δυνάμεις θυσιάζοντας ακόμα και την υγεία του στον βωμό του καθήκοντος.