Ο παπα-Μακρής ήταν από τους ανθρώπους που δέσποζε στις αφηγήσεις του Γιάννη Χαλκιαδάκη, όταν αναφερόταν στα παιδικά του χρόνια.
Κι ο λόγος σημαντικός. Ήταν εκείνος που τον είχε μεταφέρει με το υποζύγιο στο Ρέθυμνο για να δώσει εξετάσεις στο Γυμνάσιο.
Ο Ιωάννης Νικ. Μακρής γεννήθηκε το 1888 στα Σελλιά. Το 1906 επί Κρητικής Πολιτείας διορίζεται δάσκαλος στη Γαύδο και αργότερα μεταξύ των Βαλκανικών Πολέμων και του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρετεί ως δάσκαλος στην περιοχή της Καστοριάς.
Κληρωτός του 1910 υπηρετεί στη συνέχεια τη θητεία του ως λοχίας και μετά την απόλυσή του δεν επιστρέφει στη διδασκαλική του θέση αλλά μεταναστεύει στην Αμερική.
Με την κήρυξη των Βαλκανικών πολέμων γυρίζει στην Ελλάδα και συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Μια προσφορά που αμείβεται με δύο παράσημα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Σαν τέλειωσε ο πόλεμος μετατάσσεται στη Χωροφυλακή και με το βαθμό του ενωμοτάρχη υπηρετεί στην προσωπική ασφάλεια του Βενιζέλου μέχρι την πτώση του το Νοέμβρη του 1920. Σαν υπεύθυνος ασφαλείας δεν δίσταζε να θέτει και την ίδια του τη ζωή σε κίνδυνο για να προστατεύσει το Βενιζέλο. Εκείνο το βράδυ μετά τις εκλογές, σαν από προαίσθημα, μπορεί να είχε και κάποια προειδοποίηση (ποιος ξέρει) ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος. Φοβόταν απόπειρα δολοφονίας του Εθνάρχη και εφάρμοσε με επιτυχία ένα σχέδιο που αποδείχτηκε σωτήριο.
Ο ίδιος κάθισε στο αυτοκίνητο του Βενιζέλου, συστήνοντας στον μεγάλο πολιτικό να μεταβεί στο αυτοκίνητο που επέβαιναν οι άνδρες της ασφαλείας του. Όπως κι έγινε. Ευτυχώς γιατί αμέσως μετά επιβεβαιώθηκαν όλες οι ανησυχίες του Ιωάννη Μακρή. Έγινε η απόπειρα και ήταν ευτυχώς ανεπιτυχής.
Επιστροφή στην εκπαίδευση
Μετά την πτώση του Βενιζέλου ο Ιωάννης Μακρής επιστρέφει οριστικά στην εκπαίδευση και διδάσκει σε αρκετά χωριά γύρω από τη γενέτειρά του. Το 1930 χειροτονείται ιερέας. Η δικτατορία του Μεταξά τον βρίσκει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο χωριό του και με τις δυο του ιδιότητες. Παπάς και δάσκαλος επιμένει να υπηρετεί με θάρρος και παρρησία τις αρχές της δημοκρατίας. Στηρίζει τα ιδανικά του και δεν νοιώθει κανένα φόβο στις απειλές του καθεστώτος που αισθάνεται αγκάθι ενοχλητικό το δημοκράτη δάσκαλο και παπά που δεν εννοεί να σκύψει το κεφάλι.
Η σθεναρή του αυτή στάση δεν αφήνει τους κρατούντες να ηρεμήσουν. Κι αφού δεν μπορεί να …συνετίσει τον απροσκύνητο παπά η πολιτική ηγεσία ανατίθεται στην εκκλησιαστική να βάλει τάξη.
Η αντίδραση του Μητροπολίτη
Έτσι μια μέρα ο παπα-Γιάννης λαμβάνει την παρακάτω επιστολή με ημερομηνία 8/2/1940:
«Αιδεσιμώτατε Παπά Ιωάννη
Ατυχώς καταγγέλλεσαι δια τα εξής:
1) Ότι δεν δεικνύεις το απαιτούμενον και επιβαλλόμενον ενδιαφέρον δια την πρόοδον της νεολαίας του χωρίου Σου, αλλά τουναντίον προβάλλεις διάφορα εκάστοτε προσκόμματα και μάλιστα αρνείσαι την παραχώρησιν του γηπέδου του σχολείου δια την άσκησιν και ενέργειαν υπό της νεολαίας διαφόρων παιδειών.
2) Ότι δεν καθοδηγείς και δεν φρονηματίζεις την νεολαίαν ομιλών και αναπτύσσων εις αυτήν τα σχετικά προς τον ανώτατον εθνικόν σκοπόν της οργανώσεως καθ’ εκάστην Τετάρτην καθ’ α η σχετική διαταγή ορίζει και δεν κάμνεις δις τουλάχιστον του μηνός διαλέξεις σύμφωνα πάλιν προς τας υποδείξεις της οργανώσεως.
3) Ότι ως δημόσιος υπάλληλος ενώ έχεις αναρτήσει εις την οικίαν Σου την φωτογραφίαν του Βενιζέλου, δεν έχεις αναρτήσει την φωτογραφίαν της Α. Μ του βασιλέως ημών καθώς και την του Εθνικού ημών Κυβερνήτου κ. Μεταξά.
Άκουσε αιδεσιμώτατε αυτά καταγγέλλονται επισήμως και είναι βάσιμα. Δεν θέλω ποτέ να πιστεύσω ότι αι παραλείψεις αυταί προέρχονται από κακήν πρόθεσιν.
Πάντως πρέπει να προσέξεις και να αλλάξεις τακτικήν και να διορθώσεις αυτάς τας παραλείψεις ώστε να γίνει αισθητόν εις τους ενορίτας Σου ότι δεικνύεις το απαιτούμενον ενδιαφέρον υπέρ της εθνικής νεολαίας και δεν παραλείπεις τίποτε το εξαρτώμενον από την αιδεσιμότητά Σου. Αυτά Σου υποδεικνύω και παραγγέλλω προς αποφυγήν των συνεπειών και των εκ του νόμου κυρώσεων.
Μετ’ ευχών
+ ο Λάμπης και Σφακίων».
Ο παπα-Ιωάννης διάβασε με προσοχή βέβαια την επιστολή του προϊσταμένου του αλλά καθόλου δεν θορυβήθηκε. Ας έλεγε ότι ήθελε ο υποχρεωμένος από το καθεστώς ιεράρχης να ξεχνά σε ποιον απευθύνεται. Η ιδεολογία του ήταν εντελώς προσωπική του υπόθεση. Κανένας δεσπότης, καμιά απειλή δεν θα μπορούσε να τον υποτάξει.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον παπα-Γιάννη, έτοιμο να ριχτεί κι αυτός στη μάχη αλλά οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν. Ήρθε η σκλαβιά να φέρει πολλά βάσανα και στους Σελλιανούς. Αξίζει να διαβάσετε λεπτομέρειες στο εξαιρετικό βιβλίο «Οι Σελλιανοί των Σελλιών του Δήμου Φοίνικα» του εκλεκτού εκπαιδευτικού κ. Κώστα Ι. Ανδρεδάκη, συγγραφέα ενός από τα βιβλία που δεν πρέπει να λείπουν από καμιά βιβλιοθήκη.
Ο παπα-Γιάννης ένοιωθε στο πετσί του κάθε ταλαιπωρία χωριανού του χωρίς να μπορεί να βοηθήσει όσο θα ήθελε. Έζησε πολλές άσκημες στιγμές αλλά ένα γεγονός τον τάραξε τόσο ώστε μέσα σε λίγη ώρα τα κατάμαυρα μέχρι τότε γένια και μαλλιά του έγιναν κάτασπρα.
Κι αυτό το περιστατικό αναφέρεται με πολλές λεπτομέρειες στο βιβλίο του Μανόλη Παντινάκη: «Η επαρχία Αγίου Βασιλείου αφηγείται: «Η Κατοχή δεν μας λύγισε…».
Η τραγική μοίρα τριών πατριωτών
Ήταν τότε που συνελήφθησαν τρεις πατριώτες για δολιοφθορά. Ο παπα-Γιάννης ειδοποιήθηκε αμέσως να πάει στο σημείο που κρατούσαν οι Γερμανοί τους ομήρους για τη γνωστή διαδικασία της ορκωμοσίας. Ένας Θεός ξέρει πόσες φορές ο παπα-Γιάννης με την έγνοια πάντα για το χωριό του έβαζε και τη ζωή του σε κίνδυνο. Εκείνη τη μέρα πάντως ήταν γραφτό να μη βοηθά τίποτα τους πατριώτες. Κι ο παπα-Γιάννης Μακρής έδωσε πολλές φορές αφορμή για να κινδυνεύει άμεσα εκείνη τη μέρα. Η πρώτη δόθηκε όταν μαθαίνοντας για την σύλληψη των τριών και την απόφαση για την καταδίκη τους σχολίασε δυνατά: «Δεν τους έφτανε μπάρε μου ο ένας…». Σε λίγο δαιμόνισε πάλι τον αξιωματικό που περίμενε να σπεύσει ο παπάς για να ξεκινήσει η ανάκριση καθυστερώντας όσο μπορούσε στη θεία λειτουργία που τελούσε.
Όταν τελικά με βαριά καρδιά έφτασε στο σημείο που τον περίμεναν δέχτηκε αμέσως την οργή τους. Πλησίασε ένας ελληνομαθής αλλά μισέλληνας Γερμανός και αφού σήκωσε το χέρι του να τον χτυπήσει τον ρώτησε αν ήταν κι αυτός στο σαμποτάζ. Κι ζήτησε εξηγήσεις για την καθυστέρηση.
Αγέρωχος ο παπα-Γιάννης σήκωσε το κεφάλι. Εξήγησε ότι η θεία Λειτουργία δεν διακόπτεται για κανένα λόγο και αναφέρθηκε στην μοναδική εξαίρεση όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αγία Σοφία. Όταν του ζητήθηκε να ορκίσει τους κρατούμενους στο Ευαγγέλιο και πάλι είχε το θάρρος να αρνηθεί με τον εύλογο ισχυρισμό ότι δεν προβλέπει το Ελληνικό Δίκαιο να ορκίζονται οι κατηγορούμενοι για να πάρει σε ουρλιαχτό την απάντηση του Γερμανού:
«Το Γ’ Ράιχ ορκίζει…».
Σε μια προσπάθεια να σωθούν τουλάχιστον οι δύο ο παπα-Γιάννης αξιοποίησε το δικαίωμα της εξομολόγησης και πρότεινε στους τρεις να αποφασίσουν ποιος θα αναλάβει την ευθύνη. Τους ζήτησε να γίνει ένας από αυτούς ο «Χρίστος του Δρίσκου» εννοώντας τον ήρωα πρόγονό του. Ευτυχώς οι Γερμανοί νόμισαν ότι αναφέρεται στο Χριστό και δεν έδωσαν σημασία. Για τους άμοιρους πατριώτες όμως η τύχη δεν ήταν με το μέρος τους Εκτελέστηκαν και οι τρεις.
Αμέσως μετά επέστρεψε ο παπα-Γιάννης στην εκκλησία. Για να διαπιστώσει έκπληκτος ο επίτροπος που είχε αφήσει να προσέχει την εκκλησία ότι ο αγαπημένος τους παπάς είχε γεράσει μέσα σε λίγη ώρα.
«Αράς αράς κατά βαρβάρων…»
Τη Μεγάλη Παρασκευή όμως έβγαλε το άχτι του. Κατά την περιφορά του Επιταφίου κάνοντας την καθιερωμένη στάση σε διάφορα σημεία του χωριού, έξω από το κτήριο που βρίσκονταν οι Γερμανοί ο παπα-Γιάννης έψαλε: «Αράς αράς κατά βαρβάρων…» και τους θύμιαζε. Εκείνοι που δεν καταλάβαιναν τι έλεγε ο παπάς νόμιζαν πως τους ευλογεί και χαμογελούσαν.
– Παπα-Γιάννη θα μας κάψεις του είπε τρομαγμένος ο ψάλτης.
– Γροίκα και ψέλνε του απάντησε ο ατρόμητος ιερέας και συνέχισε το έργο του.
Τέλος στο ίδιο βιβλίο του Μανόλη Παντινάκη, αναφέρεται και η επιτυχία του παπα-Γιάννη να σώσει το χωριό από το κάψιμο που προγραμμάτιζαν οι Σουμπερίτες.
Είναι πολλά αυτά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε για τον παπα-Γιάννη. Είναι όμως οι σχετικές αναφορές στα βιβλία που προαναφέραμε, ώστε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να καταφύγουν και να γνωρίσουν καλύτερα τον παπα-Γιάννη Μακρή.
Έναν υπέρμαχο της Δημοκρατίας, ένα φλογερό πατριώτη, έναν σπάνιο άνθρωπο, που τίμησε με τη ζωή και το έργο του και τον τόπο του και την ιεροσύνη του.
O αλησμόνητος παπα-Μιχάλης
Ήταν στιγμή ευλογημένη όταν συναντούσες τον παπα-Μιχάλη. Σ’ αγκάλιαζε με ‘κείνη τη φωτεινή ματιά του κι είχε πάντα κάτι να πει με τη σεμνή, αλλά τόσο ζεστή, φωνή του.
Ήταν τόσο ευαίσθητος, τόσο σημαντικός εκείνος ο αγαθός λευίτης που αποτελεί την ομορφότερη ανάμνηση παιδικών χρόνων για τους περισσότερους Ρεθεμνιώτες. Τον αισθανόσουν πάντα κοντά σου σε χαρά και σε λύπη. Άκουγες και το γλυκό του μάλωμα με σεβασμό. Γιατί ποτέ δεν υπήρξε άδικος με κανέναν.
Μπροστά στο Άγιο Βήμα, λεβέντης καθώς ήταν, εντυπωσίαζε, χωρίς να το επιδιώξει. Άλλωστε όταν ιερουργούσε ο παπα-Μιχάλης, καμιά άλλη σκέψη δεν μπορούσε να σε αποσπάσει σε κάτι απλό καθημερινό.
Σωστά ειπώθηκε ότι βίωνε τη θεία λειτουργία κι αυτό μετέδιδε στο εκκλησίασμα.
Έδινε χρώμα ο παπα-Μιχάλης με την αγγελική παρουσία του σε κάθε τελετή, σε κάθε μεγάλη στιγμή της Ορθοδοξίας μας. Ιδιαίτερα μέρες σαν αυτές.
Περήφανος για την ταπεινή καταγωγή του
Γεννήθηκε στη Δρύμισκο το 1929. Ήταν γιος ενός ευσεβέστατου απλού ανθρώπου του Κωνσταντίνου Σταυριανάκη και της Παγώνας Κυριακάκη. Ήταν ένα αγνό, πράο παιδί γεμάτο όρεξη για μάθηση. Φρόντιζε να είναι πάντοτε κοντά σε ‘κείνους που είχαν ανάγκη και να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια.
Συνέχισε τις σπουδές του χωρίς να αμελήσει κανένα από τα καθήκοντά του και λίγο αργότερα έλαβε το πτυχίο Ποιμαντικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Ο παπα-Μιχάλης είχε καταφέρει να κερδίσει, τη νεολαία κυρίως, χωρίς αφορισμούς και ιδιαίτερη προσπάθεια.
Και στα 42 χρόνια της εφημερίας του, είχε επιτύχει να στάξει βάλσαμο στις πληγές, όσων είχαν να καταθέσουν πονεμένες εμπειρίες στο μυστήριο της εξομολόγησης.
Είχε το σπάνιο χάρισμα να ανακουφίζει με το λόγο και την ειλικρινή αγάπη που έτρεφε για όλους τους ανθρώπους.
Ο ναός των Τεσσάρων Μαρτύρων ήταν ο καημός του και το βάρος του δικού του σταυρού. Γιατί πέρασε πολλά μέχρι να καταφέρει, στη θέση του παλιού ναού να υψωθεί ο σημερινός που είναι «στολίδι» για την πόλη.
Από τον τότε Επίσκοπο μέχρι φορείς, μέχρι κάποιους στενοκέφαλους που θέλουν να το παίζουν παράγοντες όσο διαρκεί η εποχή της υποστήριξής τους από τοπικούς άρχοντες, ο παπα-Μιχάλης τράβηξε των «παθών του τον τάραχο». Απογοητεύσεις, πικρίες, στενοχώριες. Κι όμως με προσευχή και πίστη συνέχιζε τον αγώνα του.
Ήταν φυσικό στην πρώτη λειτουργία που έκανε, στον νέο περικαλλή ναό, να μας θυμίζει άγγελο που δεν πατά στη γη. Θα πρέπει να ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του.
Η « Χριστιανική Γωνιά»
Ο παπα-Μιχάλης είχε πάντα διάθεση να βοηθήσει τους πάσχοντες, αλλά η μόνιμη έγνοια του ήταν πώς να δώσει μονιμότερες λύσεις στα θέματα Πρόνοιας της ενορίας του. Έτσι δημιούργησε τη Χριστιανική Γωνιά, φορέα βραβευμένο και από την Πολιτεία, που έγινε και παραμένει ένας χώρος αγάπης, που προσφέρει καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό, σε κάθε πάσχοντα.
Το 1989 ο παπα-Μιχάλης επισκέφθηκε τους Άγιους Τόπους. Με τη χαρά μικρού παιδιού δακρύζοντας, κάποιες φορές, μου περιέγραφε τα συναισθήματά του, πατώντας εκεί περπάτησε ο Κύριος. Και από το ταξίδι του αυτό και μετά, δεν έλειπε από τις υπογραφές του η λέξη «Χατζής» που ήθελε και να την ακούει γιατί όπως έλεγε ήταν όνειρο ζωής.
Λεβέντης στα δύσκολα
Συνηθίζω να μην αναφέρομαι σε σημεία που αποτελούν μελανές σελίδες στην ιστορία του τόπου.
Θα κάνω μια εξαίρεση γιατί από αυτό που ήρθε στο νου, με την ευκαιρία, φαίνεται και η προσωπικότητα του παπα-Μιχάλη.
Όταν ήταν υποχρεωμένος να κτυπά πόρτες για την ανέγερση του νέου ναού των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, κράτησε σε δέλτο μνήμης, ανεξίτηλης, όλους τους ευεργέτες.
Σε μια περίοδο που είχε και το Ρέθυμνο διχαστεί, τα γνωστά μιας εποχής που μας αξιολογούσαν ανάλογα με την ιδεολογική μας ταυτότητα, ο παπα-Μιχάλης δέχτηκε τη μήνη τοπικού παράγοντα, γιατί σε μια τελετή φάνηκε σαν να κάνει διάκριση σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο. Ακόμα το θυμάμαι και θαυμάζω…
Θεέ μου τι λεβεντιά ήταν εκείνη… Άστραψε και βρόντησε ο υπέροχος εκείνος ιερέας.
«Θα μου πείτε εμένα πως θα δεχθώ κάποιον που ποτέ δεν μου έκλεισε την πόρτα στις εκκλήσεις μου για το ναό αυτό; Νομίσετε ό,τι θέλετε. Λιθοβολήστε με. Την ανθρωπιά μου δεν τη διαπραγματεύομαι…».
Είπε και σώπασαν οι πάντες. Τι να πουν άλλωστε;
Αυτά σε μια εποχή που έπρεπε να ακολουθείς ρεύματα της εποχής για να επιβιώσεις κοινωνικά.