Ήταν στιγμή ευλογημένη όταν συναντούσες τον παπα Μιχάλη. Σ’ αγκάλιαζε με ‘κείνη τη φωτεινή ματιά του κι είχε πάντα κάτι να πει με τη σεμνή, αλλά τόσο ζεστή, φωνή του.
Έδινε την αίσθηση μιας αγγελικής παρουσίας. Ακτινοβολούσε αγάπη και το μόνο που τον απασχολούσε πάντα ήταν ο ναός των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Θυμάμαι, τότε που τον πρωτογνώρισα, με πόση αγωνία έτρεχε από υπηρεσία σε υπηρεσία, πόσες επιστολές έστελνε σε παράγοντες και πόσο ευτυχισμένος δήλωνε όταν εύρισκε ανταπόκριση. Σου έδινε την εντύπωση ότι του χάρισαν τον κόσμο ολόκληρο.
Κι όταν πια έγινε ο ναός, όπως ονειρευόταν, τότε θύμιζε Συμεών να ψιθυρίζει το «Νυν απολύεις…».
Μεγάλη η χαρά του όταν απέκτησαν και επίσημα μια θέση στο Αγιολόγιο οι Τέσσερις Μάρτυρες επί Τίτου προκαθημένου της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων.
Ήρθε πασίχαρος στο γραφείο, στάθηκε στην πόρτα κρατώντας την πατριαρχική και συνοδική πράξη που υπέγραφε ο τότε Πατριάρχης Δημήτριος, διάβασε την πρώτη παράγραφο κι έπειτα σώπασε γιατί τον είχε πνίξει η συγκίνηση.
Ήταν τόσο ευαίσθητος, τόσο σημαντικός εκείνος ο αγαθός λευίτης που αποτελεί την ομορφότερη ανάμνηση παιδικών χρόνων για τους σημερινούς πενηντάρηδες και άνω. Τον αισθανόσουν πάντα κοντά σου σε χαρά και σε λύπη. Άκουγες και το γλυκό του μάλωμα με σεβασμό. Γιατί ποτέ δεν υπήρξε άδικος με κανέναν.
Μπροστά στο Άγιο Βήμα, λεβέντης καθώς ήταν, εντυπωσίαζε, χωρίς να το επιδιώξει. Άλλωστε όταν ιερουργούσε ο παπα Μιχάλης, καμιά άλλη σκέψη δεν μπορούσε να σε αποσπάσει σε κάτι απλό καθημερινό.
Σωστά ειπώθηκε ότι βίωνε τη θεία λειτουργία κι αυτό μετέδιδε στο εκκλησίασμα.
Ήταν μια απευθείας προσέγγιση στο μεγαλείο του θείου δράματος η φωνή του κάθε Μεγάλη Πέμπτη όταν σε καθήλωνε με ‘κείνο το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου…», όπως βεβαιώνει σε νεκρολογία του και ο επίσης αξέχαστος θεολόγος Γιάννης Κουμεντάκης.
Ο ίδιος στο υπέροχο κείμενό του μας θυμίζει το μεγαλείο που πρόσθετε ο μακαριστός πατέρας τη μεγάλη στιγμή της Αναστάσεως, ψάλλοντας το πρώτο «Χριστός Ανέστη» από τη στολισμένη με βάγια εξέδρα των Τεσσάρων Μαρτύρων τη νύχτα του Μ. Σαββάτου.
Έδινε χρώμα ο παπα Μιχάλης με την αγγελική παρουσία του σε κάθε τελετή, σε κάθε μεγάλη στιγμή της Ορθοδοξίας μας.
Περήφανος για την ταπεινή καταγωγή του
Γεννήθηκε στη Δρύμισκο το 1929. Ήταν γιος ενός ευσεβέστατου απλού ανθρώπου του Κωνσταντίνου Σταυριανάκη και της Παγώνας Κυριακάκη. Ήταν ένα αγνό, πράο παιδί γεμάτο όρεξη για μάθηση. Φρόντιζε να είναι πάντοτε κοντά σε ‘κείνους που είχαν ανάγκη και να προσφέρει κάθε δυνατή βοήθεια.
Πάλευε ο πατέρας ν’ αναστήσει τα παιδιά του χωρίς ποτέ να βαρυγκωμήσει για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε.
Το περιβάλλον που μεγάλωσε, ο παπα Μιχάλης, οι παραδόσεις που τον γαλούχησαν, η ιστορική του καταγωγή, τον έφεραν κοντά στην Εκκλησία από φλεγόμενη πίστη και αγάπη στον Χριστό.
Ακολούθησε σπουδές στην Ιερατική Σχολή Χανίων και χειροτονήθηκε αμέσως διάκονος το 1953 και δυο χρόνια αργότερα έγινε ιερέας στον ιερό χώρο, όπου επρόκειτο να μεγαλουργήσει ως εφημέριος και ως άνθρωπος. Τον χειροτόνησε ο τότε επίσκοπος Αθανάσιος Αποστολάκης.
Οπαδός της δια βίου μόρφωσης
Συνέχισε τις σπουδές του χωρίς να αμελήσει κανένα από τα καθήκοντά του και λίγο αργότερα έλαβε το πτυχίο Ποιμαντικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο παπα Γιώργης Χουρδάκης, σε μια νεκρολογία του, αναφέρει στο βιογραφικό του παπα Μιχάλη ότι παρακολούθησε και σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτό που τον διέκρινε πάντα ήταν ο σεβασμός στις ρίζες του.
Ποτέ δεν ντράπηκε για την ταπεινή του καταγωγή, αντίθετα μιλούσε με ευγνωμοσύνη και περηφάνια για τους γεννήτορές του, που ενώ ήταν πάμπτωχοι, κατάφεραν να προσφέρουν τόσα πολλά στα παιδιά τους.
Κυρίως να τα γαλουχήσουν με τις αξίες της ζωής.
Φίλος με τους νέους
Ο παπα Μιχάλης είχε καταφέρει να κερδίσει, τη νεολαία κυρίως, χωρίς αφορισμούς και ιδιαίτερη προσπάθεια.
Και στα 42 χρόνια της εφημερίας του, είχε επιτύχει να στάξει βάλσαμο στις πληγές, όσων είχαν να καταθέσουν πονεμένες εμπειρίες στο μυστήριο της εξομολόγησης.
Είχε το σπάνιο χάρισμα να ανακουφίζει με το λόγο και την ειλικρινή αγάπη που έτρεφε για όλους τους ανθρώπους.
Φανατικός φυσιολάτρης
Αν και στην πόλη ήταν τα καθήκοντά του, ήθελε να είναι κοντά στο χωριό του, κοντά στη φύση. Κι αυτό τον προορισμό είχαν οι αποδράσεις του. Λάτρευε το κυνήγι κι ήταν ο αγαπημένος κάθε παρέας κυνηγών. Ασχολείτο με τη γη. Ήθελε να είναι κοντά στις δραστηριότητες κάθε απλού ανθρώπου. Έτσι τις ελεύθερες ώρες του, όσες του είχαν απομείνει φυσικά, γιατί ήθελε να είναι κοντά στους ενορίτες του, τις ξόδευε στα μελίσσια του και στα πρόβατα.
Ο εφημέριος Κεραμέ Κωνσταντίνος Πετυχάκης, μιλώντας κάποτε στην εφημερίδα μας τα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» για το συλλειτουργό του, ομολόγησε πόσο τον καμάρωνε όταν τον έβλεπε να ιερουργεί στο ναό του Προφήτη Ηλία, που είχε ο ίδιος κτίσει ή να ξεκουράζεται κάτω από ένα μεγάλο δέντρο στο χωριό του. Από εκεί ήταν η χαρά του να μιλά στους χωριανούς του με τον μελιστάλαχτο λόγο του που ήταν ανόθευτη πνευματική τροφή. Αγαπούσε επίσης τη θάλασσα και ήταν άριστος κολυμβητής. Ήξερε να προσαρμόζεται σε κάθε περιβάλλον χωρίς να εκθέτει το σχήμα του. Ακόμα και στις παρέες κυριαρχούσε με τον χορό και το τραγούδι του. Γιατί όταν τραγουδούσε ριζίτικα χαιρόσουν να τον ακούς.
Σπάνιο άκουσμα
Θυμάμαι ένα βράδυ πηγαίνοντας να πάρω τα παιδιά από τη μητέρα μου, που έμενε απέναντι από το σπίτι του παπα Μιχάλη, στην Ιερολοχιτών, με καθήλωσε ένα υπέροχο άκουσμα. Είχαν γιορτή. Πρέπει πως ήταν των Ταξιαρχών. Τραγουδούσε ο παπα Μιχάλης ριζίτικο. Κι όταν τέλειωσε εκείνος συνέχισε η πρεσβυτέρα του η αξέχαστη Αμαλία Σταυριανάκη, που ήταν από τις βασικές φωνές και της Μικτής Ρεθεμνιώτικης Χορωδίας. Άκουγα και δεν ήθελα να φύγω. Καθόμουν καταμεσής του δρόμου και απολάμβανα.
Αγώνες για τον ναό
Ο ναός των Τεσσάρων Μαρτύρων ήταν ο καημός του και το βάρος του δικού του σταυρού. Γιατί πέρασε πολλά μέχρι να καταφέρει, στη θέση του παλιού ναού να υψωθεί ο σημερινός που είναι «στολίδι» για την πόλη.
Από τον τότε Επίσκοπο μέχρι φορείς, μέχρι κάποιους στενοκέφαλους που θέλουν να το παίζουν παράγοντες όσο διαρκεί η εποχή της υποστήριξής τους από τοπικούς άρχοντες, ο παπα Μιχάλης τράβηξε των «παθών του τον τάραχο». Απογοητεύσεις, πικρίες, στενοχώριες. Κι όμως με προσευχή και πίστη συνέχιζε τον αγώνα του.
Ήταν φυσικό στην πρώτη λειτουργία που έκανε, στον νέο περικαλλή ναό, να μας θυμίζει άγγελο που δεν πατά στη γη. Θα πρέπει να ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του.
Η « Χριστιανική Γωνιά»
Ο παπα Μιχάλης είχε πάντα διάθεση να βοηθήσει τους πάσχοντες, αλλά η μόνιμη έγνοια του ήταν πώς να δώσει μονιμότερες λύσεις στα θέματα Πρόνοιας της ενορίας του Έτσι δημιούργησε τη Χριστιανική Γωνιά, φορέα βραβευμένο και από την Πολιτεία, που έγινε και παραμένει ένας χώρος αγάπης, που προσφέρει καλομαγειρεμένο σπιτικό φαγητό, σε κάθε πάσχοντα.
Η καλή διαχείριση που συνέχισαν και οι διάδοχοι του παπα Μιχάλη, εξακολουθεί να δίνει στη Χριστιανική Γωνιά, το προβάδισμα στην επιλογή εστίας που θα μπορούσε κάποιος να κάνει μια δωρεά και να «πιάσει τόπο».
Ο επίσης εξαίρετος και σεβαστός πατέρας Ιωάννης Σκαλίδης συλλειτουργός του παπα Μιχάλη μας μιλούσε πάντα με σεβασμό για τον ιερέα που νόμιζες ότι ήθελε με μια κίνηση να αγκαλιάσει όλο το εκκλησίασμα ευλογώντας το από την ωραία Πύλη.
Από τα τόσα δημοσιεύματα που ακολούθησαν την αναχώρησή του ήταν αυτό του Γιάννη Χαλκιαδάκη.
Ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων», αυτό το γνωρίζουν πολλοί, αντιμετώπιζε πάντα με σκεπτικισμό την Εκκλησία, έχοντας άλλα βιώματα από τον πατέρα του, τον αξέχαστο παπα Μανόλη, που έζησε εποχές τόσο διαφορετικές. Ήταν εποχές που στην πίστη του εύρισκε καταφύγιο κάθε πονεμένος και ο ιερέας ήταν ο ειρηνοποιός του χωριού, ο άνθρωπος που διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση κλίματος ενότητας και συναδέλφωσης στη μικρή του κοινωνία.
Κι όμως για τον παπα Μιχάλη είχε γράψει:
«…Στο πρόσωπο του σημερινού αναχωρητή δεν σημειώνω μόνο την απώλεια ενός παπά που ήταν ποτισμένα όλα του τα κύτταρα μαζί με τα ράσα με έντονο χριστιανικό πάθος. Σημειώνω και το χαμό ενός παλιού και στενού οικογενειακού φίλου, που γνώρισα τη φιλική του ανάσα, σε πολλές και κρίσιμες ώρες της ζωής μου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πληθωρική αγάπη και τον απέραντο σεβασμό με τα οποία περιέβαλε τον γεννήτορά μου όταν στην τελευταία οκταετία της ζωής του εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο».
Τίτλος τιμής ο «Χατζής»
Το 1989 ο παπα Μιχάλης επισκέφθηκε τους Άγιους Τόπους. Με τη χαρά μικρού παιδιού δακρύζοντας, κάποιες φορές, μου περιέγραφε τα συναισθήματά του, πατώντας εκεί περπάτησε ο Κύριος. Και από το ταξίδι του αυτό και μετά, δεν έλειπε από τις υπογραφές του η λέξη «Χατζής» που ήθελε και να την ακούει γιατί όπως έλεγε ήταν όνειρο ζωής.
Λεβέντης στα δύσκολα
Συνηθίζω να μην αναφέρομαι σε σημεία που αποτελούν μελανές σελίδες στην ιστορία του τόπου.
Θα κάνω μια εξαίρεση γιατί από αυτό που ήρθε στο νου, με την ευκαιρία, φαίνεται και η προσωπικότητα του παπα Μιχάλη.
Όταν ήταν υποχρεωμένος να κτυπά πόρτες για την ανέγερση του νέου ναού των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων, κράτησε σε δέλτο μνήμης, ανεξίτηλης, όλους τους ευεργέτες.
Σε μια περίοδο που είχε και το Ρέθυμνο διχαστεί, τα γνωστά μιας εποχής που μας αξιολογούσαν ανάλογα με την ιδεολογική μας ταυτότητα, ο παπα Μιχάλης δέχτηκε τη μήνη τοπικού παράγοντα, γιατί σε μια τελετή φάνηκε σαν να κάνει διάκριση σε κάποιο πολιτικό πρόσωπο. Ακόμα το θυμάμαι και θαυμάζω…
Θεέ μου τι λεβεντιά ήταν εκείνη… Άστραψε και βρόντησε ο υπέροχος εκείνος ιερέας.
«Θα μου πείτε εμένα πως θα δεχθώ κάποιον που ποτέ δεν μου έκλεισε την πόρτα στις εκκλήσεις μου για το ναό αυτό; Νομίσετε ό,τι θέλετε. Λιθοβολήστε με. Την ανθρωπιά μου δεν τη διαπραγματεύομαι…».
Είπε και σώπασαν οι πάντες. Τι να πουν άλλωστε;
Αυτά σε μια εποχή που έπρεπε να ακολουθείς ρεύματα της εποχής για να επιβιώσεις κοινωνικά.
Κοντά στο τέλος
Ήταν περήφανος άνθρωπος ο παπα Μιχάλης. Ποτέ δεν χτύπησε πόρτες για τον εαυτό του. Ο συνάνθρωπός του τον ενδιέφερε. Και τα έδινε όλα, με αυταπάρνηση, για τον πάσχοντα.
Αρχές της δεκαετίας του ’90 ο λαοφιλέστατος ιερέας δεν ήταν αυτό που θυμόμαστε. Δεν θύμιζε τον λεβεντόκορμο παπά με το αγέρωχο βάδισμα. Πρόβλημα υγείας τον καθήλωνε σιγά σιγά. Ακόμα και τότε όμως δεν έχασε το θάρρος του. Αντιμετώπιζε κάθε πρόβλημα με αξιοπρέπεια. Και δεν έπαυσε να ευχαριστεί το Θεό μετά την πρώτη επιτυχημένη εγχείρηση, στην οποία είχε υποβληθεί και όλοι αγωνιούσαμε για το αποτέλεσμα.
Αξίζει να τονιστεί ότι σε κάθε κρίση, όταν του θύμιζε η μεγάλη καρδιά του ότι θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός, αλλά εκείνος δεν έβαζε το καθήκον στο περιθώριο, οι γιατροί έτρεχαν κοντά του με περισσότερο ζήλο από όσο θα περίμενε κανείς. Σαν να επρόκειτο για στενό τους συγγενή. Στόχος να τον βοηθήσουν γιατί όλοι τον είχαμε ανάγκη. Μόνο για το χαμόγελο και τη ζεστή του ματιά. Μόνο να τον βλέπουμε να κατευθύνεται στο ναό με το σκούφο του καλόγερου και το ράσο του να κυματίζει.
Όταν τελευταία βρέθηκε στην εντατική με δάκρια στα μάτια ο γιατρός ενημέρωνε την πρεσβυτέρα.
Μια και ήρθε ο λόγος, Αρχόντισσα ήταν η πρεσβυτέρα Αμαλία. Συναντιόμαστε στη χορωδία. Εκείνη τραγουδούσε δεύτερη φωνή. Ήταν πάντα μια όαση η συντροφιά της. Και πόση δύναμη έδειξε όταν ο παπα Μιχάλης φάνηκε να παραδίδει το πνεύμα.
Ο ακριβός της συνοδοιπόρος στη ζωή μας αποχαιρέτησε μια σημαδιακή μέρα. Ήταν των Τριών Ιεραρχών του 1995. Γιορτή που εκείνος τιμούσε ιδιαίτερα.
Με το πρώτο θλιβερό άγγελμα της καμπάνας βυθίστηκε στο πένθος το Ρέθυμνο. Στο λαϊκό προσκύνημα που εκτέθηκε η σορός του συμμετείχαν όλοι μικροί και μεγάλοι.
Κι αφού ειπώθηκαν αυτά που έπρεπε από χείλη ανωτέρων κληρικών, κι όλοι εντυπωσιάστηκαν από τον επικήδειο του συλλειτουργού και άξιου διαδόχου του π. Ιωάννη Σκαλίδη, η πρεσβυτέρα με βαθειά χριστιανική αντίληψη αποχαιρέτισε τον σύζυγό της συγκλονίζοντας το ακροατήριο.
Άξιοι συνεχιστές
Έτσι για ν’ αγάλλεται η ψυχή του αγαθού λευίτη, η ενορία των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων παραμένει από τις σημαντικότερες και σε έργο και σε δράση χάρις στους υπεράξιους εφημερίους της. Και η Χριστιανική Γωνιά είναι πάντα πρώτη επιλογή εκείνου που θέλει να αναπτύξει φιλανθρωπικό έργο.
Από όσα έζησε, δημιούργησε και αγάπησε ο παπα Μιχάλης, όλα συνεχίζουν λαμπρή πορεία.
Και ο ίδιος παραμένει για όλους που τον ζήσαμε, μια εμβληματική φυσιογνωμία, που το Ρέθυμνο θυμάται πάντα με ξεχωριστή αγάπη και βαθύτατο σεβασμό.