Η λέξη παράδοση στον χώρο της ελληνικής μουσικοχορευτικής κληρονομιάς είναι μια παρεξηγημένη έννοια, λόγω της υποκειμενικής ερμηνείας και της σύγχρονης πολιτισμικής ρευστότητας. Η κατανόησή της μπορεί να γίνει μέσα από την οριοθέτηση και την ερμηνεία δυο άλλων εννοιών: της παραδοσιακότητας και της παραδοσιαρχίας.
Η έννοια της παράδοσης στον ελληνικό παραδοσιακό χορό και τη μουσική ταυτίζεται με την λαϊκή παράδοση, η οποία δημιουργήθηκε από το λαό και χαρακτηρίζεται από την ανωνυμία, την τυποποίηση και τη συλλογικότητα. Αυτές οι τέχνες, δηλαδή της παραδοσιακής όρχησης και της μουσικής, εκφράζουν συναισθήματα, βιώματα, ήθη, έθιμα και γενικότερα τον λαϊκό πολιτισμό μιας συγκεκριμένης τοπικής κοινωνίας. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών χορών έχει τις ρίζες στην αρχαιότητα και ενίοτε υπάρχουν περιγραφές, οι οποίες παραπέμπουν (με πολλή φαντασία είναι η αλήθεια) στα αντίστοιχα σημερινά παραδοσιακά χορευτικά μοτίβα. Επίσης, είναι αυτονόητο ότι ένα μεγάλο μέρος της σωζόμενης μουσικοχορευτικής παράδοσης είναι προφορική, διότι οι γραπτές πηγές που υπήρχαν μέχρι τον 19ο αιώνα ήταν αποσπασματικές και πολλές φορές αναξιόπιστες, καθώς πολλοί ξένοι περιηγητές κατέγραφαν χορούς και μουσικές χωρίς να καταλαβαίνουν τι περιγράφουν. Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι η μετάβαση από την πολυπολιτισμική οθωμανική αυτοκρατορία στο ελληνικό έθνος, εκτός των άλλων, χαρακτηρίστηκε και από μια προσπάθεια οριοθέτησης της ελληνικής εθνικής παραδοσιακής μουσικής και του χορού στα πλαίσια συγκρότησης μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας (το ίδιο έκαναν τα γειτονικά έθνη). Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι μέχρι τότε η παράδοση ήταν δεδομένη και είχε συγκεκριμένη μορφή, σύμφωνα πάντα με τα υπάρχοντα ερευνητικά στοιχεία.
Οι πρώτες προσπάθειες για συστηματική διδασκαλία και καταγραφή της μουσικοχορευτικής παράδοσης γίνονται στις αρχές του 20ου αιώνα και ταυτόχρονα αρχίζουν και οι πρώτες παρεμβάσεις. Πιο συγκεκριμένα, το 1913 η Καλλιρρόη Σιγανού Παρρέν από το Ρέθυμνο ιδρύει το Λύκειο Ελληνίδων Αθηνών και αναθέτει στον χοροδιδάσκαλο Αργύρη Ανδρεόπουλο τη χορογραφία των ελληνικών χορών. Ο Ανδρεόπουλος, ο οποίος είχε σπουδάσει χορό στην Ευρώπη, πίστευε ότι η μουσική μελωδική φράση έπρεπε να συμπίπτει με το αντίστοιχο μουσικό μέτρο. (βλ. Καρδάρης Δ., «Ο χορός ως γνωστικό αντικείμενο στην ελληνική εκπαίδευση», Παράδοση και Τέχνη, τευχ. 100, σ. 6-7.) Η μουσική παράδοση, όμως, ήταν «τέχνη, άτεχνη», καθώς οι παραδοσιακοί μουσικοί (εκείνη την εποχή) ήταν αυτοδίδακτοι και δεν είχαν σπουδάσει σε Ωδεία για να γνωρίζουν μετρικούς κανόνες. Μια άλλη παρέμβαση αφορά τα «Μπαλέτα Δώρα Στράτου», που «έφεραν» το χορό από την περιφέρεια (ύπαιθρο) στο κέντρο (Αθήνα) και έδωσαν μια διαφορετική εικόνα για τον παραδοσιακό ελληνικό χορό. Ο χορός έγινε θεατρικό θέαμα και παρότι διασώθηκαν και καταγράφηκαν τοπικοί χοροί κάποιοι άλλοι αλλοιώθηκαν, διότι η θεατρική αναπαράσταση απόκοψε το χορό από το παραδοσιακό υπαίθριο χοροστάσι, δηλαδή τη ρίζα του.
Τα παραπάνω δυο παραδείγματα απηχούν την έννοια της «παραδοσιακότητας», δηλαδή της προσπάθειας μιας νέας δημιουργίας με βάση την παράδοση. Ο πανδαμάτωρ χρόνος και το λαϊκό αισθητήριο αποδεικνύουν αν μια καινοτομία θα αφομοιωθεί και μετά από πολλά χρόνια θα αποτελέσει μέρος της παράδοσης. Βασικά κριτήρια αποδοχής ή απόρριψης είναι η αισθητική της εκάστοτε εποχής, οι κοινωνικές μεταβολές, καθώς και οι αλληλεπιδράσεις με άλλους μουσικοχορευτικούς πολιτισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποδεκτής χορευτικής καινοτομίας είναι ο «Μηχανικός» (ο χορός των σφουγγαράδων που έχουν πληγεί από τη νόσο των δυτών), νεοφανής χορός της Καλύμνου, ο οποίος δημιουργήθηκε μεταπολεμικά, αλλά σήμερα χορεύεται από όλους.
Όσον αφορά την παραδοσιαρχία, αυτή είναι η τυραννία της παράδοσης, η προγονοπληξία που εμποδίζει οποιαδήποτε γόνιμη αλληλεπίδραση ή διαφοροποίηση. Αυτή η έννοια στον χώρο της ελληνικής μουσικοχορευτικής παράδοσης δεν υπάρχει, καθώς η ίδια η μουσικοχορευτική παράδοση είναι προϊόν μιας χρονικά μακρόσυρτης εξέλιξης-διαδικασίας, η οποία ενσωματώνει νέα στοιχεία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι συνθέσεις του Στρατή Καλογερίδη στην κρητική μουσική (αρχές 20ου αιώνα), ο οποίος εισήγαγε την δυτικοευρωπαϊκή τεχνική του βιολιού στην μουσική ερμηνεία, καθώς και νέες συνθέσεις. Κάποιες από αυτές απορρίφθηκαν, η ερμηνεία, όμως, (ως ένα βαθμό) αφομοιώθηκε από τους παραδοσιακούς μουσικούς κι έτσι σήμερα θεωρείται κλασική. Συνεπώς, ο δόκιμος όρος είναι «κλασική μορφή της παράδοσης» αντί για παραδοσιαρχία.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι προαναφερόμενες τάσεις είναι σ’ ένα διαρκή διάλογο μεταξύ τους, με συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, καθώς συμμετέχουν χορευτές, μουσικοί, καθώς και ερευνητές (ερασιτέχνες και επαγγελματίες) όλων των ηλικιών. Κι αυτό είναι τελικά το κέρδος της παράδοσης, διότι μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί να παραμείνει ζωντανή∙ όταν εμπνέει και προκαλεί το ενδιαφέρον για δημιουργία κι όχι την αδιαφορία.
* O Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος