Κατά την παρέμβαση του στη βουλη επί της συζήτησης επί της προτάσεως δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης που υπέβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο βουλευτής Ρεθύμνου της ΝΔ Γιάννης Κεφαλογιάννης ανέφερε τα παρακάτω:
«Θα μου ήταν πολύ εύκολο, και ίσως σε ένα βαθμό αυτονόητο, να αφιερώσω το σύνολο της παρέμβασης μου στην σύγκριση της διακυβέρνησης της χώρας, από την μία από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ και από την άλλη από την παρούσα Κυβέρνηση ΝΔ, ώστε να καταδείξω το ουσία αβάσιμο της πρότασης δυσπιστίας, από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Στην οικονομία, όταν οι αποφάσεις των κ. Τσίπρα και κ. Βαρουφάκη κόστιζαν 100 δις ευρώ με τις δημιουργικές τους ασάφειες, η Κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε δεκάδες μειώσεις φόρων σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που ανακούφισαν τα μικρομεσαία στρώματα, πέτυχε ισχυρή ανάπτυξη που βασίζεται σε ισχυρές βάσης, αύξησε κατ’ επανάληψη τον κατώτατο μισθό, και μείωσε τις εργατικές εισφορές, αυξάνοντας το πραγματικό εισόδημα του μέσου Έλληνα.
Στην διαχείριση κρίσεων, όταν η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εξαντλούσε την πολιτική της στο προσφυγικό στην παροχή ηλιοθεραπείας στην Ομόνοια, η Κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας αντιμετώπιζε με επιτυχία μια συντονισμένη από πλευράς Τουρκίας υβριδικές και συμβατικές επιθέσεις στον Έβρο και το Αιγαίο.
Αντί θεάτρου και αποποίησης οποιασδήποτε ευθύνης από τον κ. Τσίπρα και τους Υπουργούς του, μετά τις τραγωδίες στο Μάτι και την Μάνδρα, με τις δεκάδες απώλειες συνανθρώπων μας, η παρούσα Κυβέρνηση, παρά τα δημοσίως παραδεκτά λάθη και ανεπάρκειες, έθεσε ως πρώτο στόχο και κόπιασε για να μην θρηνήσουμε θύματα από τις φυσικές καταστροφές.
Στην εξωτερική πολιτική, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όταν εσείς υπογράφατε και ψηφίζατε την συμφωνία των Πρεσπών και ισχυριζόσασταν ότι η θάλασσα δεν έχει σύνορα, η παράταξη της Νέας Δημοκρατίας υπέγραφε και ψήφιζε τις αμυντικές συμφωνίες με την Γαλλία και τις Ηνωμένες πολιτείες και θωράκιζε την άμυνα της με την απόκτηση υπερσύγχρονων μαχητικών αεροπλάνων και φρεγατών.
Δεν θα συνεχίσω την σύγκριση αυτή για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, έγινε λεπτομερής και εκτενής αναφορά από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και τα μέλη της Κυβέρνησης και θεωρώ ότι εξαντλήθηκε αυτό το πεδίο και δεύτερον, όλα τα παραπάνω είναι αυταπόδεικτα αν ανατρέξει κάποιος τόσο στα αποτελέσματα των πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων του 2019, όσο και στα αποτελέσματα όλων ανεξαρτήτως των δημοσκοπήσεων τα τελευταία δυόμιση χρόνια.
Αυτό που κυρίως θέλω να αναδείξω είναι πως ο κ. Τσίπρας, εγκλωβισμένος στα εσωκομματικά και γενικότερα πολιτικά του προβλήματα και αδιέξοδα, αποφάσισε για άλλη μία φορά να εργαλειοποιήσει κορυφαίες συνταγματικές προβλέψεις, εν προκειμένω το άρθρο 84 του Συντάγματος περί προτάσεως δυσπιστίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το κάνει.
Το 2013 κατέθεσε αντίστοιχη πρόταση για το κλείσιμο της ΕΡΤ.
Το 2014 προχώρησε στην, μοναδική μέχρι τώρα στα κοινοβουλευτικά χρονικά, πρόταση δυσπιστίας κατά του τότε Προέδρου της Βουλής,
Το 2020, επανήλθε στην γνωστή του τακτική με πρόταση δυσπιστίας κατά του κ. Σταϊκούρα, Υπουργού Οικονομικών.
Είναι εντυπωσιακό ότι από τις 10 προτάσεις δυσπιστίας που έχουν κατατεθεί κατά της εκάστοτε Κυβέρνησης συνολικά στην Μεταπολίτευση, οι 3 έχουν εμπνευστή και εκτελεστή τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ! Από τις 4 προτάσεις δυσπιστίας κατά μεμονωμένου μέλους της Κυβέρνησης, πάλι η μία έχει εμνευστή τον κ. Τσίπρα.
Αυτή η κορυφαία συνταγματική και κοινοβουλευτική διαδικασία έχει καταπέσει σε ένα σύνηθες modus operandi για τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης που απαξιώνει την κοινοβουλευτική διαδικασία.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Θα ήταν θεσμικό λάθος να αγνοούμε για ποιους δύο βασικούς λόγους υποβάλλεται μία πρόταση δυσπιστίας σύμφωνα με την συνταγματική τάξη: πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει εδραία πεποίθηση ότι η Κυβέρνηση δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της Βουλής. Συμβαίνει κάτι τέτοιο σε αυτήν την περίπτωση; Προφανώς και όχι. Πριν από μόλις ένα μήνα, ψηφίσαμε εδώ τον Προϋπολογισμό του 2022 που κατά τα κοινοβουλευτικά ειωθότα αποτελεί μία οιωνεί ψήφο εμπιστοσύνης προς την Κυβέρνηση. Δεύτερος λόγος για να υποβάλλεις πρόταση δυσπιστίας, είναι όταν δεν διαπιστώνεται αντιστοίχιση μεταξύ κοινωνικών και κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Συμβαίνει μήπως αυτό στην δική μας περίπτωση; Πάλι προφανώς και όχι.
Δεν υπάρχει πιστεύω κανένας σε αυτήν την αίθουσα συμπεριλαμβανομένου του κ. Τσίπρα που να πιστεύει, ούτε κανένα εύρημα σε κάποια δημοσκόπηση που να δείχνει, ότι υπάρχει ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών ως προς την κατάληψη της πρώτης θέσης από την Νέα Δημοκρατία στις επόμενες εκλογές, όποτε και αυτές αν γίνουν.
Ερχόμαστε συνεπώς στο ερώτημα, τί ώθησε τον κ. Τσίπρα να προχωρήσει σε αυτήν κίνηση πολιτικής απελπισίας; Δύο βασικοί λόγοι, παντελώς άσχετοι με το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη: Πρώτον ο πανικός που τον έχει καταβάλει για την απώλεια της δεύτερης θέσης από την φαινόμενη άνοδο του Κινήματος Αλλαγής μετά την εκλογή του νέου του αρχηγού. Και δεύτερον, η προσπάθεια διαφυγής από τα εσωκομματικά προβλήματα του ΣΥΡΙΖΑ και την αποσυσπείρωση που παρατηρείται από τις αλληλοσπαρασσόμενες συνιστώσες του.
Για να το πούμε απλά: Στην ουσία ο κ. Τσίπρας δεν κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης. Ψήφο εμπιστοσύνης ζητάει από τους βουλευτές του για να παραμείνει Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ!
Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ και στην στάση των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης σε αυτήν την κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία. Αν η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, της Ελληνικής Λύσης και του Μέρα25 είναι λίγο πολύ αναμενόμενη, η στάση που υιοθέτησε ο νέος αρχηγός του Κινήματος Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ κ. Ανδρουλάκης, προκάλεσε αρνητική έκπληξη και απογοήτευση.
Το κοινοβουλευτικά και συνταγματικά οξύμωρο, δηλαδή του ναι στην πρόταση δυσπιστίας αλλά όχι στις εκλογές. Αυτό το οξύμωρο μπορεί να ερμηνευτεί είτε αν κάποιος έχει άγνοια των συνταγματικών προβλέψεων και της κοινοβουλευτικής δημοκρατικής διαδικασίας, κάτι που δεν μπορώ να πιστέψω ότι συμβαίνει από τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ. Ή ακόμα και αν συνέβαινε, είμαι βέβαιος ότι υπάρχουν έγκριτοι νομικοί στην παράταξη του να το εξηγήσουν.
Είτε αν κάποιος προσπαθεί να ακροβατήσει πολιτικά και θεσμικά υιοθετώντας μια τελείως διφορούμενη στάση για να έχει ικανοποιημένες όλες τις πλευρές. Να μην παίρνει καθαρές πολιτικές θέσεις, προσπαθώντας κρυπτόμενος να δοξαστεί πολιτικά, περιμένοντας να κερδίσει από την φθορά των άλλων. Δεν πρέπει όμως, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να μας διαφεύγει ότι αυτή η πολιτική ασάφεια, και η απολιτίκ στάση που αυτή συνεπάγεται, είναι το δίδυμο αδερφάκι του λαϊκισμού και αποτελεί έναν ισοδύναμο κίνδυνο για την εύρυθμη κοινοβουλευτική και δημοκρατική διαδικασία.
Νομίζω ότι γίνεται πλέον ξεκάθαρο ότι αντί να Πασοκοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, τελικά Συριζοποιείται το ΠΑΣΟΚ.
Δηλαδή αντί ο ΣΥΡΙΖΑ να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο κεντροαριστερό κόμμα όπως ήταν μέχρι πρόσφατα το ΠΑΣΟΚ, το ΠΑΣΟΚ αντιγράφει σε μια πιο light μορφή τους τακτικισμούς και την έλλειψη αξιόπιστης πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό δυστυχώς εκτός από λυπηρό είναι και επικίνδυνο για την λειτουργία της δημοκρατίας και του πολιτικού μας συστήματος».