Τη λύση στο θέμα του πλούτου ο Μ. Βασίλειος τη βρίσκει στον Λόγο του «Πρός τούς Νέους…» – κατά την προσφιλή τακτική του – στους αρχαίους Έλληνες και, πιο συγκεκριμένα, στο παιδαγωγικό παράδειγμα του γνωστού δασκάλου της αρχαιότητας Θέογνη1, ο οποίος συνήθιζε να λέγει ότι «δεν ποθούσε ούτε ευχόταν να είναι πλούσιος, παρά να μπορούσε να ζει με λίγα χρήματα, μα χωρίς κανένα, μα κανένα κακό και βάσανο». Αυτό το ίδιο θα επαναλάβει, αργότερα, και το βιβλίο της Σοφίας Σειράχ. ότι, δηλαδή, «ὑγεία καὶ εὐεξία βέλτιον παντὸς χρυσίου, καὶ σῶμα εὔρωστον ἢ ὄλβος ἀμέτρητος» και ότι «οὐκ ἔστι πλοῦτος βελτίων ὑγιείας σώματος, καὶ οὐκ ἔστιν εὐφροσύνη ὑπὲρ χαρὰν καρδίας», για να καταλήξει ότι «κρείσσων πτωχὸς ὑγιὴς καὶ ἰσχύων τῇ ἕξει ἢ πλούσιος μεμαστιγωμένος εἰς σῶμα αὐτοῦ».2
Βάσει των ανωτέρω απόψεων, ο Βασίλειος θα οδηγήσει τη σκέψη του αρχικά στην πλήρη περιφρόνηση των υλικών αγαθών, όπως αυτή εκφράστηκε με τη γνωστή διακήρυξη του κυνικού φιλόσοφου Διογένη, που ένιωθε, λέγει, περισσότερο πλούσιος ακόμα και από αυτόν τον μεγάλο βασιλιά, για τον λόγο ότι για να ζήσει είχε ανάγκη από πολύ λιγότερα από εκείνον αγαθά. Φτωχός δεν είναι αυτός που έχει λίγα, τα απολύτως αναγκαία, αλλά αυτός που επιθυμεί πολλά, που η όρεξή του και η πλεονεξία του για πλουτισμό δεν έχουν τελειωμό. Έτσι, ο Βασίλειος – διά της παραπάνω διογένειας διακήρυξής του – καταλήγει και διδάσκει την πλήρη περιφρόνηση των υλικών αγαθών, που, ασφαλώς, αποτελούσε και το προσωπικό του μοναχικό ιδεώδες, σε μια ζωή στερημένη και όλως αφιερωμένη στην υπηρεσία τού πλησίον, μέσα από το τεράστιο κοινωνικό έργο του, αυτό των περίφημων ευαγών ιδρυμάτων της «Βασιλειάδας».
Όμως, ο Βασίλειος ως εξίσου ορθή – πέραν της παραπάνω διδασκαλίας πλήρους περιφρόνησης των υλικών αγαθών – θα μας προτείνει και άλλη μετριοπαθέστερη διδασκαλία, που αποτελεί έκτοτε, θα λέγαμε, τον «χρυσό κανόνα» και το ιδεώδες της χριστιανικής κοσμοθεωρίας στο θέμα του πλούτου. Ότι, δηλαδή, ο πλούτος αυτός καθ’ εαυτόν δεν είναι κακός όταν έρχεται αρωγός στον πόνο και την ανάγκη του πλησίον που πεινά και υποφέρει. Δεν αρνείται, λοιπόν, ο Βασίλειος την ύπαρξη πλούτου στον άνθρωπο, αρκεί ο κάτοχός του να μην υπερηφανεύεται γι’ αυτόν και να ξέρει να κάνει καλή χρήση και διαχείριση αυτού3. Ο άνθρωπος είναι διαχειριστής και οικονόμος των παρά Θεού δοθέντων αγαθών και έχει επ’ αυτών δικαίωμα χρήσης μόνο και όχι κατάχρησης. Μάλιστα, προς περαιτέρω έρρωσιν των λεγομένων του, ο Βασίλειος επικαλείται μαρτυρία του φιλόσοφου Σωκράτη, που είπε κάποτε σε κάποιο πλούσιο συμπολίτη του, που υπερηφανευόταν για τα χρήματα του, πως δεν θα τον θαύμαζε («οὐ πρότερον αὐτόν θαυμάσειν»), προτού τον δοκίμαζε ότι ήξερε και να τα χρησιμοποιεί καλά («πρὶν ἂν καὶ ὅτι κεχρῆσθαι τούτοις ἐπίσταται πειραθῆναι»)4.
Με το παράδειγμα, στη συνέχεια, των μεγάλων γλυπτών της αρχαιότητας Πολύκλειτου5 και Φειδία6, ο Βασίλειος δίνει στα λεγόμενά του ένα ακόμα μεγαλύτερο θεολογικό βάθος, όταν ταυτίζει την περίφημη τέχνη τους – στο να δημιουργούν με ακρίβεια πάνω στο ακατέργαστο μάρμαρο μορφές απαράμιλλου φυσικού κάλλους – προς την ικανότητα του πλούσιου ανθρώπου να διαχειρίζεται σωστά τον πλούτο του. Θα γινόντουσαν, πράγματι, ο Πολύκλειτος και ο Φειδίας καταγέλαστοι, λέγει ο Βασίλειος, αν υπερηφανεύονταν για το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο με τα οποία έφτιαξαν τα χρυσελεφάντινα αγάλματά τους – ο ένας του Δία στους Ηλείους και ο άλλος της Ήρας στους Αργείους – αφού θα καμάρωναν με ξένο πλούτο, αφήνοντας στο περιθώριο την τέχνη τους, που και αυτόν τον χρυσό έχει τη θεϊκή δύναμη να εξωραΐζει και να τον κάνει πολυτιμότερο.
Στο συγκεκριμένο, πάντως, παράδειγμα θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι με την λέξη «τέχνη» ο Βασίλειος εννοεί στους μεν γλύπτες την ικανότητά τους να αναδεικνύουν την άμορφη ύλη και να της δίνουν μορφή και χαρακτηριστικά, αλλά και την ικανότητά τους να κάνουν το χρυσάφι να φαίνεται ακόμα πολυτιμότερο και ομορφότερο, ενώ στους πλουσίους – στους οποίους και αναφέρεται το παράδειγμα – με τη λέξη «τέχνη» θα πρέπει να εννοήσουμε την ικανότητα – ελάχιστων δυστυχώς πλουσίων – να διαχειρίζονται τον πλούτο τους σωστά και προς όφελος του εμπερίστατου και αναγκεμένου πλησίον. Με αυτόν τον τρόπο ο πλούτος τους καθίσταται ακόμα ωραιότερος και πολυτιμότερος, αφού αξιοποιείται και ομορφαίνει και ακτινοβολεί προς το συμφέρον και τις ανάγκες των πτωχών και στερημένων της κοινότητας. Έτσι, για τον Μ. Βασίλειο η «τέχνη» της καλής διαχείρισης του πλούτου αποβαίνει σπουδαία και υψηλή αρετή του ατόμου, όπως, ακριβώς, και η τέχνη του γλύπτη να αξιοποιεί και να ομορφαίνει το μάρμαρο.
Συμπερασματικά, η λογική χρήση του πλούτου, για τον Βασίλειο, δεν είναι κακή αλλά, αντίθετα, πηγή ευλογίας για τον κάτοχό του. Ο πλούτος αυτός καθ’ εαυτόν δεν είναι κάτι κακό και επιλήψιμο, αλλά κάτι το αδιάφορο, που μπορεί να λειτουργήσει διττώς και για καλό αλλά και για κακό της ψυχής του ανθρώπου, ανάλογα με την χρήση που του κάνει ο άνθρωπος και το πάθος της πλεονεξίας ή της φιλαργυρίας που τον συνοδεύει. Κακή είναι η εκδοχή του πλούτου ως της μοναδικής αξίας στον κόσμο και η απόλυτη και ειδωλολατρική προσκόλληση του ανθρώπου σε αυτόν, πράγμα που αδικεί παράφορα την ανεκτίμητη αξία της ψυχής και του ανθρώπινου προσώπου.
1Ο Θέογνης είναι αρχαίος Έλληνας ποιητής, που άκμασε τον έβδομο αιώνα και πέθανε στη Θήβα.
2Σοφία Σειράχ 30, 15-16 και 14
3«Ἀλλ᾿, οἶμαι, προσήκει ἀπόντα τε μὴ ποθεῖν τὸν πλοῦτον, καὶ παρόντος μὴ τῷ κεκτῆσθαι μᾶλλον φρονεῖν ἢ τῷ εἰδέναι αὐτὸν εὖ διατίθεσθαι» (Μ. Βασιλείου, Πρός τούς Νέους…, Migne, P.G. 31, 585 B).
4Ο Σωκράτης, κατά τον Δίωνα Χρυσόστομο, θα εννοούσε, μάλλον, τον βασιλιά Δαρείο, ενώ κατά τον Κικέρωνα τον βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο (Βασιλείου Γ. Μπιλάλη, Πρός τούς Νέους….Αθήνα 1989, 111). Πβ. και Πλατ. Ευθύδ. 280 D: «ὡς ἔοικε, μὴ μόνον κεκτῆσθαι τὰ τοιαῦτα ἀγαθὰ τὸν μέλλοντα εὐδαίμονα ἔσεσθαι, ἀλλὰ καὶ χρῆσθαι αὐτοῖς».
5Ο Πολύκλειτος άκμασε κατά τον πέμπτο αιώνα π.Χ. Ήταν διάσημος χαλκοπλάστης. Από τα έργα του κανένα δεν σώθηκε, αλλά διατηρούνται ρωμαϊκά αυτών αντίγραφα. Από τα καλύτερα έργα του ήταν ο «Δορυφόρος», που ονομάζεται και «κανόνας» από ομώνυμο σύγγραμμα, στο οποίο αναλύει τις καλλιτεχνικές του θεωρίες, για τις αναλογίες του ανθρωπίνου σώματος. Άλλο, επίσης, γνωστό έργο του είναι «Ο διαδούμενος».
6Ο Φειδίας (5ος αι.) υπήρξε ο μεγαλύτερος των Ελλήνων ανδριαντοποιών της αρχαιότητας. Ο Περικλής τον χρησιμοποίησε ως ανώτατο επόπτη για την καλλιτεχνική ανύψωση των ιερών της Ακρόπολης και όλης της Αττικής. Μεταξύ των έργων του ήταν και η χρυσελεφάντινη «Αθηνά Παρθένος», του Παρθενώνα, με ύψος δώδεκα μέτρα. Έργο του, επίσης, και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία της Ολυμπίας, ένα από «τα επτά θαύματα του κόσμου».