Η Έφη και ο Γιώργος είναι δύο νέα παιδιά. Γύρω στα τριάντα. Με καταγωγή από την Κρήτη, γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού. Πάντα άκουγαν από τους γονείς και τους παππούδες τους με θαυμασμό αλλά και νοσταλγία για τη Μεγαλόνησο, την Κρήτη! Δεν την είχαν επισκεφθεί όμως ποτέ…
Το Πάσχα που μας πέρασε τα παιδιά αποφάσισαν να παντρευτούν. Και βέβαια, το πρώτο τους κοινό ταξίδι θα ήταν στην Κρήτη, το ίδιο καλοκαίρι. Ήθελαν να δουν από κοντά τα όσα είχαν ακούσει και τις εικόνες που είχαν πλάσει στο μυαλό τους.
Και πράγματι, αρχές Αυγούστου, το όνειρο έγινε πραγματικότητα! Το δεύτερο βράδυ κιόλας, αποφάσισαν να πάνε σε κάποιο παραδοσιακό πανηγύρι. Είχαν ακούσει τόσα και τόσα για τα πανηγύρια της Κρήτης, που δεν ήθελαν με τίποτα να χάσουν την εμπειρία! Από το internet βρήκαν ένα πανηγύρι που γινόταν κοντά στην πόλη…
«Είσοδος 15 ευρώ με πλήρες μενού» έγραφε πάνω η πρόσκληση. Έψαξαν κάμποση ώρα να βρουν τραπέζι. Τα περισσότερα έγραφαν πάνω ΡΕΖΕΡΒΕ και ας ήταν άδεια… Η ώρα ήταν 10:00 και ο περίβολος του σχολείου ήταν σχεδόν άδειος. «Καλά, τι ώρα έρχονται εδώ;» μονολόγησε ο Γιώργος. Τελικά βρήκαν δυο άδειες καρέκλες κάπου στη μέση. Κάθισαν και σε λίγο εμφανίστηκε ο σερβιτόρος. «Τι έχει το μενού;» ρώτησε ευδιάθετη η Έφη. «Θα φάτε ή θα πιείτε;» ανταπάντησε ο σερβιτόρος. Και συνέχισε: «Σουβλάκι χοιρινό ή κοτόπουλο, σαλάτα, αναψυκτικό ή μπύρα. Αν θέλετε, βέβαια, μπορείτε να ανταλλάξετε το φαγητό με μπύρα ή ουίσκι». Γούρλωσε τα μάτια της η Έφη! «Καλά, δεν έχει βραστό, πιλάφι και ψητό;» «Αυτά κοπελιά μου στσι γάμους μόνο! Επά ‘ναι πανηγύρι» απάντησε χαχανίζοντας ο σερβιτόρος αντιλαμβανόμενος ότι οι «πελάτες» ήταν πρωτάρηδες. Τελικά το ζευγάρι παρήγγειλε σουβλάκια και δυο μπύρες.
Όσο περνούσε η ώρα ο αύλειος χώρος γέμιζε σιγά-σιγά. Σε καμιά ώρα ήρθε και κάθισε δίπλα τους μια παρέα νεαροί. Δεν θα ήταν παραπάνω από 16-17 χρονών. Χαμογέλασαν με ικανοποίηση ο Γιώργος και η Έφη που τα νέα παιδιά της Κρήτης τηρούσαν την παράδοση. Ήρθε πάλι ο σερβιτόρος. Τα παιδιά του έδωσαν τις κάρτες λέγοντάς του: «Κάμε τις μπύρες». Σε λίγο επέστρεψε ο σερβιτόρος κρατώντας μια 24αδα μπύρες. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε με απορία. «Ανήλικοι δεν είναι;» ψιθύρισε ο Γιώργος στην Έφη…
Κατά τις 11:30 ανέβηκαν στην εξέδρα τα όργανα. Ο χώρος είχε γεμίσει σχεδόν. Από πίσω τους μια άλλη παρέα νεαρών είχε πιει ήδη το πρώτο μπουκάλι ουίσκι και παρήγγειλαν και δεύτερο. Ο Γιώργος και η Έφη κοίταζαν παραξενεμένοι γύρω γύρω. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε κάποιος άλλος πιτσιρικάς από άλλο τραπέζι, στο δικό τους, κρατώντας ένα ποτήρι μπύρα. «Πάει η κούπα;» ρωτάει τον διπλανό της Έφης. «Πάει!» απαντά αυτός χωρίς δισταγμό, γεμίζοντας το ποτήρι του. Και τα δυο παιδιά ήπιαν τη μπύρα μονορούφι γελώντας. Το «έθιμο» αυτό συνεχίστηκε και από άλλα παιδιά. Τα κουτάκια οι μπύρες έρχονταν στο τραπέζι συνεχώς. Ο Γιώργος και η Έφη προσπαθούσαν να τις μετρήσουν. Σίγουρα ήταν πάνω από 60-70!
Κατά τις 3:00 και ενώ το κέφι είχε ανάψει άκουσαν έντονες φωνές από κάποιο παραδιπλανό τραπέζι. Οι φωνές δεν άργησαν να καταλήξουν σε καυγά. Και ο καυγάς σε μπουνιές! Ευτυχώς, άνθρωποι από τη διοργάνωση του πανηγυριού τους απομάκρυναν.
Η παρέα που καθόταν στο τραπέζι τους συνέχιζαν να πίνουν τις μπύρες σαν νερό, καλώντας ο ένας τον άλλον. «Καλά πού το βάζουν τόσο ποτό;» αναρωτήθηκε το ζευγάρι από την Αμερική…
Σε λίγο δεν άργησε να συμβεί αυτό που φοβόντουσαν. Ένα από τα παιδιά άρχισε να κάνει εμετό μπροστά στο τραπέζι. «Τι πίνεις αφού δεν το αντέχεις;» χαχάνισε ο διπλανός του. Ο Γιώργος και η Έφη άρχισαν να νιώθουν άβολα…
Σήκωσαν το βλέμμα τους προς την εξέδρα με τα όργανα. Ένα τσούρμο νεαροί στέκονταν μπροστά στους οργανοπαίκτες χτυπώντας παλαμάκια στο ρυθμό της μουσικής. Ένας από αυτούς, με ένα μπουκάλι ουίσκι στο χέρι, πότιζε, σχεδόν με το ζόρι, τους οργανοπαίχτες αλλά και τους διπλανούς του.
Η Έφη σηκώθηκε να πάει στην τουαλέτα. Φτάνοντας στην είσοδο την έπιασε φρίκη. Τρία-τέσσερα παιδιά, σχεδόν γονατισμένα έβγαζαν ό,τι είχαν στο στομάχι τους. Γύρισε άρον άρον στο τραπέζι. «Πάμε να φύγουμε ΤΩΡΑ» είπε επιτακτικά στον Γιώργο. «Δεν αντέχω άλλο!». Πριν τελειώσει τη φράση της ένας άλλον νεαρός από τη διπλανή τους παρέα, άνοιξε το στόμα του και τα έβγαλε όλα πάνω στο τραπέζι.
Αηδιασμένοι έφυγαν σχεδόν τρέχοντας. Δεν ήταν αυτό το πανηγύρι που είχαν φανταστεί. Δεν ήταν αυτά που τους είχαν περιγράψει οι γονείς τους και οι παππούδες τους…
* Ο Νίκος Δερεδάκης είναι δάσκαλος