Στη λαϊκή αγορά της γειτονιάς μου. Την περασμένη βδομάδα, μόλις. Ένα, μάλλον το μόνο της λιοπερίχυτο πρωινό. Αυτήκοος κι αυτόπτης μάρτυς, συνάμα. Έτυχα, παρά τη θέλησή μου.
Πλανόδιοι έμποροι. Αγρότες και γεωμόροι καλλιεργητές. Διαλαλούσαν μεγαλοφώνως το εμπόρευμά τους. Ή την παραγωγή τους, που έβγαζαν όσο – όσο στο «σφυρί». Φρούτα και χόρτα εποχής, δεξιά μου. Ρούχα και είδη ένδυσης – υπόδησης, αριστερά μου. Πλήθος οι νοικοκυρές. Χάζευαν στους πάγκους. Πλησίαζαν και χάιδευαν τα προς πώληση προϊόντα. Και προσπαθούσαν να διαλέξουν. Δίχως οι τιμές που έμοιαζαν γεναρίτικο τσουχτερό κρύο να τους αποθαρρύνουν και τόσο. Ποιο τους ταιριάζει. Ή να θυμηθούν. Τι πραγματικά σκέφτονταν να ψωνίσουν. Όταν έβγαιναν από το σπίτι.
Κοίταζαν λαίμαργα τα προϊόντα και τα προς πώληση είδη. Άλλα τα είχαν ανάγκη αληθινή, άλλα τα σύστησε η γειτόνισσα ή τα ‘δαν σε τηλεοπτικό σποτ. Την ίδια ώρα, όλο παράπονο, και αυτές, αλλά και όσοι συνταξιούχοι προσπαθούσαν να μετατρέψουν σε τροφές την πενιχρή τους σύνταξη έριχναν κλεφτές ματιές στα μισοάδεια πορτοφόλια τους.
Αυτοσχέδιοι ζωγράφοι είχαν στήσει παρακεί τα σύνεργα. Τα πινέλα βουτούσαν σε μπογιές κι έδιναν αξιοθαύμαστες προσωπογραφίες. Ζωγράφιζαν, για βιοποριστικούς λόγους, όποιον περαστικό ήθελε. Και ένας μουσικός οργανοπαίχτης χαιρόταν τη λιακάδα. Με το ακορντεόν του παλιές, γνωστές, ευχάριστες μελωδίες χάριζε στο διερχόμενο πλήθος. Το «ό,τι προαιρείσθε» του γέμιζε τον μπερέ που είχε ρίξει μπροστά στα πόδια του.
Στους πάγκους με τα ρούχα. Ένας παππούλης. Βρήκε ένα παλτουδάκι. Ήταν στα μέτρα του. Δεν τον ένοιαζε που ήταν από δεύτερο χέρι, φως – φανάρι. Θα τον προστάτευε από το κρύο, τα κόκαλά του, βλέπεις, κάθε χειμώνα δεν τον αφήνουν στιγμή να ηρεμήσει. Μα τιμή, όμως, είναι αυτή; Κόψε κάτι, κ. πωλητά, να μπορέσει ο παππούς με τα υπόλοιπα να πάρει κάτι και για την κυρά του, και να ξοφλήσει και τους ψηλούς λογαριασμούς σε ηλεκτρικό και νερό! Και είναι πανύψηλοι πανάθεμά τους, αφού όλοι τους πάνε στους διευθυντάδες του δημοσίου που καλοκάθονται στις πολυθρονάρες απολαμβάνοντας τις μισθουλάρες τους και ο κόσμος πεινάει…
Ο λαχειοπώλης δεν ήταν ανάγκη να διαλαλήσει την πραμάτειά του. Δυσκολευόταν, βέβαια, στις κινήσεις του. Κάθε τρεις και λίγο τον σταματούσαν. Λαχεία να αγοράσουν, στο κυνήγι της θεάς Τύχης, πολίτες και πωλητές.
Σου έσπαγε τα ρουθούνια το νιοφούρνιστο ψωμί από το φούρνο της γειτονιάς! Καμία σχέση δεν είχε απολύτως με όλα εκείνα τα αρτοπαρασκευάσματα που βρίσκεις εδώ και εκεί…
Λιγοστούς δημοσίους υπαλλήλους έβλεπες σήμερα! Δεν είχαν κάνει κοπάνα από αγάπη στην εργασία τους, απλώς μεσοβδόμαδα οι έμπορες της λαϊκής δεν φέρνουν τόσο καλά ρούχα ή τρόφιμα, ενώ στου Σαββάτου βρίσκεις τα πάντα μοδάτες μπλούζες και άλλα ενδύματα, φρέσκα φρούτα και χόρτα, ψαράκι που μυρίζει αρρύπαντη θάλασσα, εργαλεία για το σπίτι και τον κήπο, καθετί για κάθε γούστο, φτάνει να αντέχουν τα πόδια σου το σούρτα – φέρτα.
Στο κέντρο της αγοράς ακριβώς, κείνο το μεσημέρι, μέσα στο βουερό ανθρωπομάνι, που πηγαινοερχόταν βιαστικά και χωρίς να νοιάζεται για τίποτα, ξάφνου δυο ισχυρογνώμονα, καταξιωμένα στο χώρο τους γαϊδούρια άρχισαν να μαλώνουν, βρισιές, μπουνιές και κλοτσιές να ανταλλάζουν: ποιο από τα δυο τους θα υπηρετεί περισσότερο τους ανθρώπους για μια χούφτα άχυρα ήταν η αιτία! Πολλοί περίεργοι μαζεύτηκαν να δούνε τον καβγά, οι περισσότεροι γελούσαν με το θέαμα, κάποιοι -παρακινημένοι από ψιθύρους καρδιάς- έκλαψαν, μα κανείς δεν έτρεξε να τα χωρίσει, πριν γινατωμένα και πληγιάρικα σκοτωθούνε.
Κι εγώ, ελίγδην κινούμενος, πότε δεξιά και πότε αριστερά, χώθηκα ανάμεσά τους. Να πάψω τον παράλογο καβγά ήθελα και δε σκεφτόμουνα πια ούτε πόσο πήγε το κιλό τα αγγουράκια, ούτε το «euro», ούτε τους κανιβάλους που διώχνουν τον κόσμο από τα γήπεδα, ούτε τις συνήθεις ύβρεις κατά των ψυχοφθόρων και σαρκοφάγων τοκογλύφων και τις συχνές κοκορομαχίες των πολιτικολογούντων σε τοπικό κι εθνικό επίπεδο.
Καθώς αδιάφορο με άφηνε αν το πτηνό είναι φτηνό σε τιμή μόνον, γιατί το ήθος είναι ανθρώπινη «πολυτέλεια» (ή «κόσμημα»), όπως διακήρυττε και διεφήμιζε τα καλοθρεμμένα και τρυφερά κοτόπουλά του ο κρεοπώλης της γειτονιάς, και δε με συγκινούσε διόλου ο ύμνος του αυτοκεφάλου σκίτσου, με τον οποίο θα με έπειθε ο ζωγράφος να ενδώσω για να μου κάνει εν ζωή πορτρέτο φαγιούμ, έκλεισα -μόλις τα έμφρονα ζωντανά κατάλαβαν το λάθος τους και σταματήσανε τις αλληλοκατηγόριες- τα μάτια. Και σιωπηλός προχώρησα σε άσφαλτο δρόμο, που γεωρύχοι δεν είχαν ακόμη μισθωθεί από το δήμο να τον βγάλουν εκτός κυκλοφορίας, σκάβοντάς τον ως το θρυλικό γιοφύρι της Άρτας.
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Α.Π.Θ.