Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ*
Το Σάββατο, 12 Μαρτίου 2016 πραγματοποιήθηκε στο ορεινό χωριό Θέρισος της Κυδωνίας, στα ριζά της Μαδάρας, εκδήλωση για τον εορτασμό της επετείου της θερισιανής επανάστασης, του 1905 που ξεκίνησε από το χωριό αυτό στις 10 Μαρτίου 1905. Την εκδήλωση οργάνωσαν η τοπική αυτοδιοίκηση Χανίων Α’ και Β’ βαθμού και το Εθνικό Ίδρυμα Μελετών και Ερευνών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος. Στην εκδήλωση παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών Νομού Χανίων, καθώς και μία πολυπληθής αντιπροσωπεία Ατσιπουλιανών που συνόδευαν την ιστορική επαναστατική σημαία του Ατσιπουλιανού οπλαρχηγού Χαράλαμπου Λιανδρή, την οποία το Ίδρυμα αποφάσισε να παρασημοφορήσει, ως ένδειξη ελάχιστης οφειλόμενης τιμής στους αγώνες, όχι μόνο του Χαρ. Λιανδρή, αλλά και όλων των Ατσιπουλιανών που δεν έλειψαν, όπως βέβαια οι περισσότεροι Κρήτες, από κανένα επαναστατικό κάλεσμα της πατρίδας.
Την κυβέρνηση εκπροσώπησε o κ. Αντώνιος Παπαδεράκης, γενικός γραμματέας Εμπορίου και την αντιπολίτευση ο κ. Θόδωρος Φορτσάκης, βουλευτής επικρατείας της Ν.Δ. Η εκδήλωση ξεκίνησε με επιμνημόσυνη δέηση που τέλεσε ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Κυδωνίας και Αποκορώνου κ.κ. Δαμασκηνός. Στη συνέχεια κατατέθησαν στεφάνια στον ανδριάντα του Εθνάρχη από τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές, δήμους, σωματεία, πολιτικές οργανώσεις Ν. Χανίων και το Ατσιπόπουλο και ακολούθησε ριζίτικο τραγούδι από την τοπική χορωδία.
Οι οργανωτές στους σύντομους χαιρετισμούς τους αναφέρθησαν στο ιστορικό της θερισιανής επανάστασης και τόνισαν τη σημασία της για τις μετέπειτα εξελίξεις όσον αφορά το κρητικό ζήτημα. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο αντιπεριφερειάρχης Νομού Χανίων κ. Απόστολος Βουλγαράκης, ο οποίος, μεταξύ των άλλων, τόνισε ιδιαιτέρως τους χειρισμούς του Ελευθερίου Βενιζέλου την περίοδο εκείνη, χειρισμοί που έδειξαν τις πολιτικές και διπλωματικές του ικανότητες.
Ακολούθησε η παρασημοφόρηση της επαναστατικής σημαίας του Ατσιπουλιανού οπλαρχηγού Χαράλαμπου Λιανδρή από το γενικό διευθυντή του Ιδρύματος, κ. Νίκο Παπαδάκη και τον κ. Εμμανουήλ Καλογερή, εγγονό του καπεταν Γιάννη Καλογερή, από τους Κάμπους Κυδωνίας. Την ιστορική σημαία κρατούσε με δικαιολογημένο καμάρι και υπερηφάνεια ο απόγονός του, Χαράλαμπος Ευαγγέλου Λιανδρής. Η παρασημοφόρηση γέμισε τις ψυχές όλων από συγκίνηση και ιδιαιτέρως των παρευρισκομένων Ατσιπουλιανών, τα πρόσωπα των οποίων βράχηκαν από τα δάκρυα που αθόρυβα κι αυθόρμητα έτρεξαν από τα μάτια τους.
Αμέσως μετά ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Ατσιποπούλου κ. Αλέξανδρος Παπαλεξάκης, αντιστράτηγος ε.α. μίλησε και είπε τούτα τα λόγια. Διερμηνεύοντας τα συναισθήματα των ομοχώριων μου Ατσιπουλιανών επιθυμώ να ευχαριστήσω το Ίδρυμα που σήμερα παρασημοφόρησε την επαναστατική σημαία του Ατσιπουλιανού οπλαρχηγού Χαράλαμπου Μιχ. Λιανδρή. Η τιμή αυτή αντανακλά στις ψυχές όλων μας και την εισπράττουμε ως αναγνώριση των αγώνων και των θυσιών του ηρωικού Ατσιποπούλου για την Ελευθερία της πατρίδας μας. Ο Χαράλαμπος Λιανδρής γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1852. Σε ηλικία 14 ετών έζησε τη θύελλα την επαναστατική του 1866 στο πλευρό του κύρη του Μιχάλη Λιανδρή που τότε ήταν υπαρχηγός στο Νομό Ρεθύμνου. Ο Λιαντροχαράλαμπος δεν έλειψε έκτοτε από κανένα επαναστατικό αγώνα. Στην Θερισιανή Επανάσταση ήταν παρών από την πρώτη κιόλας στιγμή. Παρέμεινε πιστός στον αρχηγό του Ελ. Βενιζέλο, έτοιμος πάντα για όποια αυτός αποστολή του ανέθετε.
Ο Χαράλαμπος Λιανδρής ήταν μικρός μεν το δέμας αλλά άνθρωπος με πνεύμα οξύ και σπινθηροβόλο. Μέσα του έκρυβε όλες τις αρετές του καλού στρατιωτικού αρχηγού. Εξυπνάδα, σύνεση, ρεαλισμό, επαναστατική φλόγα. Ταχύς στις σκέψεις και στις αποφάσεις του, είχε ισχυρή βούληση και δύναμη επιβολής, ήταν άριστος στον σχεδιασμό και την εκτέλεση μιας πολεμικής ενέργειας. Ήταν φλογερός πατριώτης με αίσθηση βαθιάς ανιδιοτελούς προσφοράς, ήταν άνθρωπος πράος, η όλη εμφάνιση και η μορφή του απέπνεε μια γλυκύτητα. Η φήμη του επεκτεινόταν σε ολόκληρο το δυτικό Ρέθυμνο, ο λαός του οποίου τον εξέλεξε Φρούραρχο και Δήμαρχο.
Το Ατσιπόπουλο ουδέποτε τον ξέχασε. Έστησε την προτομή του στην αυλή του Πολιτιστικού Συλλόγου και ανακαίνισε την τελευταία κατοικία του στο κοιμητήριο του χωριού όπου αναπαύεται από τις 3 Νοεμβρίου 1943. Δράττομαι ακόμα της σημερινής τιμής που το ίδρυμα απένειμε στο φλάμπουρο του Χαράλαμπου Λιανδρή να ευχαριστήσω ειλικρινά όλους τους απογόνους του που με ιδιάζουσα ευλάβεια το διαφύλαξαν στην πορεία του χρόνου για να το κρατά σήμερα με ανείπωτη υπερηφάνεια ένας απόγονός του, Χαράλαμπος Λιανδρής και αυτός.
Κλείνοντας επιθυμώ και πάλι να ευχαριστήσω το ίδρυμα για την τιμή που μας έκανε και ακόμα για τη συνεργασία του με τον Πολιτιστικό μας Σύλλογο από την πρώτη κιόλας στιγμή της ίδρυσής του και την ανακήρυξή σε εταίρό του, πράγμα που αποτελεί για μας ύψιστη τιμή και αναγνώριση.
Η εκδήλωση έκλεισε με πέντε μαντινάδες του κ. Γιάννη Λιονή που διάβασε ο ίδιος:
Ήρθαμε εις το Θέρισο, που ναι προσκυνητάρι
να σκύψουμε με σεβασμό τση λευτεριάς τη χάρη.
Δεσμοί μεγάλο δένουνε, τα αγαπητά χωριά μας,
γιατί επολεμήσανε, για την ελευθεριά μας.
Η λευτεριά εβγήκενε, από την αντρειοσύνη,
άντρες στην Κρήτης κάλεσε να ‘ναι μπροστά εκείνη.
Οι Κρητικοί τη λευτεριά την έχουν σαν θρησκεία,
και το ‘δείξαν στο παρελθόν με την αυτοθυσία.
Μέγα Εθνάρχη πρόβαλε να δεις που σε τιμούνε,
Κι ώστε να στέκει ο ντουνιάς θα σε ευγνωμονούνε.
Το Θέρισο υπήρξε η κορύφωση μιας έντονης πολιτικής αντίθεσης ανάμεσα στον Ύπατο Αρμοστή, πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο και τον Ελευθέριο Βενιζέλο, που εκδηλώθηκε τον Μάρτιο του 1901 με την απόλυση του Βενιζέλου από την κρητική κυβέρνηση με την κατηγορία του «ανθενωτικού». Η πρώτη σοβαρή διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο ανδρών σημειώθηκε τον Σεπτέμβριο του 1900, όταν ο πρίγκιπας ενημέρωσε τις κυβερνήσεις των προστάτιδων Δυνάμεων( Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ρωσία) ότι σκοπεύει να επισκεφθεί τις πρωτεύουσές τους και να ζητήσει να πραγματοποιηθεί η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, όσο το δυνατό γρηγορότερα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δυσαρεστήθηκε από την πρωτοβουλία που ανέλαβε ο πρίγκιπας χωρίς προηγουμένως να ζητήσει τη γνώμη των Συμβούλων (υπουργών) της κρητικής κυβέρνησης. Ο ελληνικός θρόνος χάραζε την ελληνική εξωτερική πολιτική, και προσδιόριζε τους στόχους και τις επιδιώξεις της, ως εκ τούτου και ο Γεώργιος που ακολουθούσε πιστά τις οδηγίες της ελληνικής αυλής, θεωρούσε ότι η επίλυση του κρητικού ζητήματος αποτελούσε αποκλειστική αρμοδιότητα δική του και κανείς άλλος δεν είχε δικαίωμα να εκφράζει γνώμη για αυτό.
Ο Ύπατος Αρμοστής στήριζε την πολιτική του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τις αυλές της Ευρώπης και είχε τη βεβαιότητα ότι αυτές θα βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί η Ένωση. Αγνοούσε, όμως, ότι η εξωτερική πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων δεν χαράσσεται με βάση το συναίσθημα ή τους συγγενικούς δεσμούς, αλλά αποκλειστικά και μόνο με βάση τα εθνικά τους συμφέροντα, όπως αυτά τα αντιλαμβάνεται η καθεμιά. Αντίθετα ο Βενιζέλος, γνωρίζοντας τους βαθύτερους στόχους της παρουσίας των Δυνάμεων στην Κρήτη, αλλά και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντά τους είχε διαφορετική άποψη για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί για να φτάσει το εθνικό θέμα σε αίσιο τέλος.
Καταρχήν αμφισβητούσε το δικαίωμα του πρίγκιπα ότι μόνο αυτός ήταν αρμόδιος να χαράζει την εξωτερική πολιτική χωρίς να ζητά τη γνώμη κανενός και πίστευε ότι λόγο σε αυτό το θέμα, και μάλιστα αποφασιστικό, είχε και ο κρητικός λαός. Πίστευε ότι η άμεση επίτευξη της Ένωσης τη δεδομένη χρονική στιγμή ήταν αδύνατη. Η παράταση του αρμοστειακού καθεστώτος στην αρχική του μορφή κρατούσε το νησί υποχείριο των Δυνάμεων και έρμαιο των αλληλοσυκρουόμενων συμφερόντων τους. Είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι προοδευτική με επιμέρους στόχους και επιδιώξεις. Πρώτα έπρεπε να ολοκληρωθεί η αυτονομία με το δικαίωμα του κρητικού λαού αυτός και μόνο αυτός να εκλέγει τον ανώτατο άρχοντα. Στη συνέχεια να απομακρυνθούν από την Κρήτη τα ξένα στρατεύματα και να αποκτήσει το νησί πολιτοφυλακή (στρατό) και να περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτύχει τον εθνικό στόχο, την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο Βενιζέλος υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του από την κυβέρνηση, η οποία όμως δεν έγινε δεκτή και τελικά ο πρίγκιπας τον απέλυσε, κατηγορώντας τον ως «ανθενωτικό». Μετά από αυτό ακολούθησε μια σκαιή κατασυκοφάντηση του Βενιζέλου, τόσο στον κρητικό Τύπο, όσο και στον ελληνικό, επιχείρηση που συντόνιζε ο ιδιαίτερος γραμματέας του Γεωργίου, Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος.
Ο τότε επίσκοπος Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, Διονύσιος Καστρινογιαννάκης, έγραψε στον Εθνάρχη… «Ελευθέριέ μου, ως κεραυνός ενέσκηψε κατ εμού και πάντων των φιλούντων σε και των αγαπώντων την πατρίδα ειλικρινώς η απόλυσις Σου. Λυπούμαι εν καρδία όχι Σε, αλλά τον δυστυχή τόπον, καθ ου πλήγμα φοβερόν είναι η απομάκρυσις. Έχεις αρκούσαν φιλοπατρίαν, και εν τη καρδία σου είναι τόσον αγνόν το πυρ της προς το έθνος ημών και την πατρίδα μας αγαπάς, ώστε δεν αμφιβάλλω ότι δεν θα επιτρέψεις να κυριαρχήσουν εν τη σκέψει σου ιδέαι άλλαι παρά εκείναι ας το πραγματικόν συμφέρον του έθνους και της Κρήτης μας σοι επιβάλλουν. Ναι, δι΄υψηλόφρονος διαγωγής θ΄ανυψωθής και εις σεαυτόν και εις αυτούς εκείνους οίτινες εφαντάσθησαν ότι ηδύναντο να σε ταπεινώσωσι σε συκοφαντούντες σε. Οι άνθρωποι καταρρίπτουσιν ους ο Θεός προώρισε εις θέσιν υπέροχον. Νικά δε πάντοτε ο ισχυρότερος.
Εν Ρεθύμνη τη 22 Μαρτίου 1901. Μετά πόνου ψυχής και καρδίας ο ασπαζόμενος και υπεραγαπών σε αδελφός σου, Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Διονύσιος».
Ο Βενιζέλος στην αρχή σιώπησε, αργότερα όμως ανέλαβε μια έντονη αντιπολιτευτική δράση από τις στήλες της εφημερίδας του Ο ΚΗΡΥΞ και σιγά σιγά συσπείρωσε κοντά του τους αντιπολιτευόμενους που προέρχονταν στην αρχή από νέους που σπούδαζαν στην Αθήνα αλλά και ανθρώπους της ανερχόμενης αστικής τάξης. Η απολυταρχική διακυβέρνηση του πρίγκιπα, η καθυστέρηση της επίτευξης του εθνικού στόχου σε συνδυασμό με την οικονομική δυσπραγία είχαν ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της αντιπολιτευτικής μερίδας. Στις εκλογές του 1903 ο Βενιζέλος δεν κατόρθωσε να πείσει τον κρητικό και εξέλεξε 4 μόνο βουλευτές.
Το Φεβρουάριο του 1905 η ενωμένη αντιπολίτευση διακήρυξε ότι δεν θα λάβει μέρος στις εκλογές του Μαρτίου του 1905 και ότι διατηρεί το δικαίωμα των ένοπλων συναθροίσεων.
Στις 10 Μαρτίου 1905 ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους συναρχηγούς του Κωνσταντίνο Φούμη και Κωνσταντίνο Μάνο και ενώπιον άοπλων αλλά και ενόπλων Κρητών κήρυξε από το Θέρισο Κυδωνίας την ομώνυμη επανάσταση και την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και συνακόλουθα τη βελτίωση των όρων λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας και την απαλλαγή του τόπου από την απολυταρχία.
Η επανάσταση πέρασε από διάφορα στάδια. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος καθ’ όλη τη διάρκεια του ένοπλου αγώνα επέδειξε εξαιρετική διπλωματική δεινότητα και η φήμη του ξεπέρασε τα στενά όρια της Μεγαλονήσου. Η επανάσταση έληξε το Νοέμβριο του 1905 με ένα έντιμο συμβιβασμό, όταν πια ο Βενιζέλος διαπίστωσε ότι η περαιτέρω συνέχιση του αγώνα κατέστη αδύνατη. Και μπορεί μεν η επανάσταση να μη πέτυχε την Ένωση της Κρήτης, πέτυχε όμως να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας της Κρητικής Πολιτείας και να αλλάξει τις παραμέτρους του κρητικού ζητήματος. Ο πρίγκιπας εγκατέλειψε την Κρήτη, τον Σεπτέμβριο του 1906 και διορίστηκε αντικαταστάτης του από τον βασιλιά της Ελλάδας ο πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης. Και έπρεπε να έλθουν οι νικηφόροι Βαλκανικοί πόλεμοι του 1912 για να προβεί η Ελλάδα στην de facto Ένωση της Κρήτης με τη δύναμη των όπλων της στις 12 Οκτωβρίου 1912 και αργότερα την 1 Δεκεμβρίου 1913 να γίνει η επίσημη ενσωμάτωση του νησιού με την Ελλάδα. Η επανάσταση ανέδειξε, επίσης, την ηγετική φυσιογνωμία του Βενιζέλου και τη διπλωματική του δεινότητα, με αποτέλεσμα αυτόν να εμπιστευθεί ο Στρατιωτκός Σύνδεσμος μετά το κίνημα στο Γουδί το 1909, να αναλάβει την πολιτική εξουσία της διακυβέρνησης της χώρας.
*Ο Γεώργιος Περπιράκης είναι Επίτιμος Σχολικός Σύμβουλος Π.Ε.