Εκείνος που μας σκορπίζει έντονο πασχαλινό χρώμα μνήμης στο Ρέθυμνο του περασμένου αιώνα είναι ο μεγάλος μας βάρδος Γιώργος Καλομενόπουλος.
Με χαρισματικό τρόπο περιγράφει τις σκανταλιές των παιδιών στη Μεγάλη Εβδομάδα. Και πόσο ευρηματικές οι περισσότερες από αυτές.
Ούτε λίγο ούτε πολύ μια Μεγάλη Πέμπτη μια παρέα διαβολάκων επωφελήθηκαν από τον στιγμιαίο υπνάκο μερικών αξιοσέβαστων κυριών που παρακολουθούσαν την ακολουθία των 12 ευαγγελίων και τους «έραψαν» τα στριφώματα των ποδόγυρων. Κι όταν πήγαν να φύγουν οι καημένες εκεί διαπίστωσαν τι έπαθαν τέτοια βραδιά.
Όσο για τους νεαρούς ταραξίες για ώρα κρατούσαν την κοιλιά τους από τα γέλια.
Ο ίδιος ο Καλομενόπουλος στην εφηβεία του έγινε πρωταγωνιστής άλλου επεισοδίου.
Ήταν τη μέρα που η καημένη η μητέρα του με μεγάλο κόπο ετοίμαζε τα τσουρέκια για το Πάσχα. Εκείνη την εποχή βέβαια που δεν υπήρχαν οι σημερινές ευκολίες, οπότε οι καημένες οι νοικοκυρές κουράζονταν διπλά.
Όταν τέλειωσε η γυναίκα το ζύμωμα κι έπλασε τα τσουρέκια τα έβαλε κάτω από μια φλοκάτη για να «φουσκώσουν».
Κατάκοπη μετά πήγε να κοιμηθεί.
Ο γιόκας της είχε μπλέξει ως συνήθως με την παρέα του κι είχαν επιδοθεί σε μια γενναία κρασοκατάνυξη επωφελούμενη από την κούραση των μεγάλων που δεν είχα αντοχή να μείνουν περισσότερο στο κρασοπουλειό και να επαναφέρουν στην τάξη τους νεαρούς επίδοξους «βαρελόφρονες».
Κάποια στιγμή περασμένη νύχτα αποφάσισαν να το διαλύσουν. Από ώρα άλλωστε τους αγριοκοίταζε ο ταβερνιάρης.
Αρκετά ζαλισμένος ο Καλομενόπουλος έφθασε στο σπίτι του αλλά δεν είχε κουράγιο να φθάσει μέχρι το κρεβάτι.
Βολεύτηκε λοιπόν στον καναπέ που βρήκε μπροστά του ανύποπτος για τα τσουρέκια που αναπαύονταν επίσης κάτω από τις κουβέρτες.
Ξύπνησε από τις φωνές της μητέρας του που θρηνούσε το χαμένο της κόπο.
Και είχε δίκιο. Γιατί μόλις αποκαλύφθηκαν τα θύματα της απροσεξίας του νεαρού γιου διαπιστώθηκε ότι τα «τσουρέκια» είχαν γίνει πλέον …πίτα.
Πολεμική ατμόσφαιρα στην Πασχαλιά του 1917
Οι Πασχαλιές δεν είχαν πάντα γιορταστικό χρώμα. Αξέχαστη έμεινε στους παλιούς που την έζησαν η Πασχαλιά του 1917.
Ήταν τότε που κλήθηκαν και οι Ρεθεμνιώτες να συμμετάσχουν στην μικρασιατική εκστρατεία.
Δυο διμοιρίες είχαν στρατωνιστεί στο τζαμί του Αγκεμπούτ Αχμέτ Πασά, στο γνωστό «Κουτσοτρούλη» όπως ονομαζόταν ο Κομμένος μιναρές δίπλα στο ναό της Κυρίας των Αγγέλων που λειτουργούσε σαν τέμενος για 271 χρόνια. Ο χώρος είχε επιταχθεί επειδή και οι δυο στρατώνες του Ρεθύμνου είχαν γεμίσει.
Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα 3 Απριλίου του 1917 το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές.
Οι Τούρκοι φοβήθηκαν. Στην κεντρική είσοδο του τζαμιού είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου κι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βοργιαδάκης ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με στεντόρεια φωνή κρατώντας στο δεξί του χέρι την εικόνα της Παναγίας.
Πλάι του ήταν ο στρατιώτης που είχε προκαλέσει το θόρυβο με το επαναλαμβανόμενο όνειρό του στο οποίο εμφανιζόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα που τον παρακινούσε να ψάξει να βρει την εικόνα της Παναγίας. Εκείνος το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του και όταν έψαξαν στην συγκεκριμένη θέση που υποδείκνυε η γυναίκα βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας του 1850, που βρίσκεται και σήμερα στο ναό στο δεξί προσκυνητάρι. Αξίζει να διαβάσουν λεπτομέρειες οι νεότεροι στις τόσες αναφορές που γίνονται και στο διαδίκτυο. Εμπεριστατωμένη είναι η αναφορά που κάνει στο site της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ο Θεολόγος και Γραμματέας του Ο.Δ.Μ.Π. κ. Μάνος Γοργοράπτης στο άρθρο του με τίτλο: «Το Θαύμα της νύχτας της 3ης προς 4η Απριλίου του 1917».
Πηγιανές παιδικές αναμνήσεις
Χαριτωμένες οι παιδικές αναμνήσεις του εκλεκτού σ. εκπαιδευτικού κ. Σταύρου Βογιατζή που περιγράφει στο βιβλίο του τα «Πηγιανά»:
«Στα πρώτα δυο – τρία «αυγικά» δεν πήγαιναν πολλοί στην εκκλησία. Από τη Μεγάλη Τετάρτη αρχίζαμε να πηγαίνουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη γέμιζε ο ναός του Αγίου Νικολάου από κόσμο που πήγαινε να παρακολουθήσει τη Σταύρωση του Χριστού.
Τα πλακαντζίκια, χειροποίητα τότε, που άρχιζαν από τσι προηγούμενες μέρες πλήθιαιναν πολύ τα βράδια τση Μεγάλης Πέμπτης. Βέβαια τα πολλά τα φυλάγαμε για την Ανάσταση.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στόλιζαν τον Επιτάφιο και το βράδυ νέοι και νέες έψαλαν τη «Ζωή εν τάφω…». Για πολλά χρόνια ξεχώριζε η φωνή των κοριτσιών του Γιαννακάκη (Άννας, Άρτεμις και Μαρίκας). Όταν έψαλαν το «έραιναν τον τάφον αι μυροφόροι…», ο Βούρβαχης πάνω από τον άμβωνα, έραινε με ροδοπέταλα τον επιτάφιο και τους χριστιανούς που ήταν τριγύρω του.
Αφού τέλειωναν τα «εγκώμια» άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου. Λίγο πριν βγουν από την εκκλησία βάζαμε φωτιά στον οφανό που τότε τον καίγαμε στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του Αγίου Νικολάου, απέναντι από το σπίτι της Μύγιαινας.
Μεγαλύτεροι νεαροί από μας που κουβαλούσαν τα ξύλα, έβαζαν μέσα στον οφανό χιλιάδες σφαίρες που κείνα τα χρόνια (1945-1946) βρίσκονταν εύκολα σε διάφορα μέρη τση Πηγής, τσ’ οποίες είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί φεύγοντας από την Κρήτη. Μόλις άρχιζαν τα ξύλα να καίγονται, άρχιζαν να σκάνε και οι σφαίρες και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε πόλεμο.
Θυμούμαι μια τέτοια βραδιά που έβλεπα τον κόσμο να απομακρύνεται προς το δυτικό μέρος τσ’ αυλής τρομοκρατημένος από το μπαμ μπουμ, άκουσα τον Κόκκινο να λέει του Γρηγόρη Ματθιουδάκη:
«Έλα Γρηγόρη, προς τα δω να μην πεταχτεί κανένας κάλυκας να σε σκοτώσει…».
Πασχαλιάτικες τραγωδίες
Μια Πασχαλιά στάθηκε μοιραία για έναν μεγάλο αγωνιστή του 1921 του Δράκου Ανυφαντή από το Βυζάρι Αμαρίου.
Νέος πολύ εγκατέλειψε την Κρήτη γιατί δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την καταπίεση των Τούρκων. Μετά από περιπλανήσεις κατέληξε στη Γαλλία όπου ακολούθησε το Ναπολέοντα στην εκστρατεία που έκανε στην Αίγυπτο. Αφού απέκτησε πολεμική πείρα επέστρεψε στο Βυζάρι και οργάνωσε ένα σώμα από γενναίους αρματωλούς και έγινε αρχηγός τους. Ξεκίνησε με το σώμα αυτό κλεφτοπόλεμο ενάντια στους Τούρκους αγάδες, πολλούς από τους οποίους και σκότωσε. Σύντομα έγινε φόβος και τρόμος για τον κατακτητή που επιδίωκε με κάθε τρόπο να τον συλλάβει.
Η ευκαιρία δόθηκε νύχτα Αναστάσεως, όπου ο Ανυφαντής και οι άνδρες του είχαν πάει να εκκλησιαστούν.
Σύμφωνα με μια ωραία περιγραφή της Ειρήνης Ταχατάκη ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
Ξαφνικά και ενώ εψάλλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε.;».
Όλοι τότε όρμησαν έξω ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού».
Τσουδερός Αναγνώστης
Μια κακοκαιρία από αυτές που ζούμε μήνα Απρίλη είχε συμβεί στο Ρέθυμνο το 1867. Άνοιξη καιρού και είχε χιονίσει μέχρι την Αργυρούπολη.
Ο Αναγνώστης Τσουδερός ήταν ένας από τους τρείς γιους του Γεωργίου Τσουδερού. Πολέμησε με ηρωισμό σε όλες τις μάχες στο πλευρό του πατέρα του.
Ο θάνατος σε μια μάχη του αδελφού του Εμμανουήλ τόσο τον επηρέασε ψυχικά που διψώντας για εκδίκηση έγινε περισσότερο παράτολμος αδιαφορώντας για τη ζωή του. Αυτό φάνηκε σε μια δύσκολη αναμέτρηση με τα εχθρικά στρατεύματα στην περιοχή Ρεθύμνου.
Ο Αναγνώστης Τσουδερός σύνδεσε το όνομά του με τη μεγάλη νίκη των Κρητών στην Αγίου Ρουμέλη, όπου ένωσε το στρατό του με τις δυνάμεις του Ζυμβρακάκη.
Από τους πρώτους ήταν επίσης που έσπευσε να αναχαιτίσει τη μεγάλη επίθεση του Ομέρ πασά που με 30.000 επίλεκτους στρατιώτες προσπαθούσε να καταπνίξει την επανάσταση. Οι Κρήτες κατάφεραν να εγκλωβίσουν τους Τούρκους για δυο εβδομάδες στα χωριά Αρχοντική, Επισκοπή και Αργυρούπολη. Έτσι ο εχθρός δεν μπορούσε να περάσει από τα στενά της Ασή Γωνιάς και των Μυριοκεφάλων που φυλούσαν μέρα και νύχτα τα στρατεύματα των Κρητών.
Ο καιρός όμως φάνηκε ξαφνικά φιλικός με τους Τούρκους. Εντελώς αναπάντεχα 21 Απριλίου 1867 έριξε χιόνι που κατέβαλε τους αγωνιστές. Ο Αναγνώστης Τσουδερός πέθανε από τις κακουχίες εκείνης της απροσδόκητης βαρυχειμωνιάς λίγες μέρες αργότερα.
Η Μάχη των Μελάμπων
Η Μάχη των Μελάμπων στο Ροθιανό ή Κακό ρυάκι, όπως ονομάστηκε από τους Τούρκους, τη νύχτα του Μ. Σαββάτου προς Κυριακή του Πάσχα, 12 Απριλίου του έτους 1822, αποτελεί σημαντικό ιστορικό πολεμικό γεγονός της κρητικής επανάστασης, στην οποία πήραν μέρος πολεμιστές από τα χωριά της ευρύτερης περιοχής.
Αναφέρει σχετικά σε εμπεριστατωμένο άρθρο του ο εξαίρετος εκπαιδευτικός και ιστορικός ερευνητής κ. Αντώνης Τσουρδαλάκης.
Η Μάχη των Μελάμπων, η οποία αφορά τόσο το χωριό μου τις Μέλαμπες, όσο και τις όμορες περιοχές, μπορεί να αποτελεί πλέον ύψιστο παράδειγμα αλληλεγγύης, ομαδικής δράσης, αντίστασης και αγώνα για τη διεκδίκηση του υπέρτατου ιδανικού της ελευθερίας.
Ο Ν.Γ. Φωτάκης σε κείμενα της εποχής για τη Μάχη των Μελάμπων περιγράφει εκτενέστατα, με απόλυτη πληρότητα και σαφήνεια, όλα αυτά που διαδραματίσθηκαν πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της νύχτας του Μεγάλου Σαββάτου στις 12 Απριλίου 1822.
Ερμηνεύει και συσχετίζει μάλιστα τα γεγονότα με όλα τα υπόλοιπα της κρητικής επανάστασης. Εμπεριέχει επίσης άγνωστα έως τώρα ποιήματα για τη μάχη, ζωντανούς διαλόγους καθώς και εντυπωσιακή, λεπτομερειακή περιγραφή όλων των φάσεων της εισβολής των Τούρκων εντός των Μελάμπων, της λεηλασίας του χωριού, καθώς και της φοβερής μάχης στο Κακό Ρυάκι, κατά την αποχώρηση των Τούρκων προς τη Μεσσαρά.
Πολύ μικρό μέρος μόνο, ελάχιστο και ενδεικτικό, άγνωστων έως σήμερα στοιχείων για εκείνη τη νύκτα, όπως τα περιγράφει ο Ν.Γ. Φωτάκης παραθέτω παρακάτω:
- Λίγες μέρες πριν από τη μάχη, σε συμβούλιο των μπέηδων της Αμπαδιάς, παρεβρέθηκε η μητέρα του Αγακάκη-γενίτσαρου από το Βαθειακό-έχοντας αγκαλιά τα ορφανά του γιου της, ο οποίος είχε δολοφονηθεί με άγριο τρόπο πριν μερικά χρόνια από Μελαμπιανούς. (Ο Αγακάκης είχε απαιτήσει από τον Μαρκοδιακουμή στις Μέλαμπες να του δώσει τη γυναίκα του, αυτός αρνήθηκε και ο Αγακάκης τον σκότωσε. Οι Μελαμπιανοί αμέσως τον κατεδίωξαν και τον κατακρεούργησαν.) Στο συμβούλιο εκείνο η μητέρα του Αγακάκη απευθυνόμενη προς τους μπέηδες, απαιτεί εκδίκηση.
Με αυστηρό και επιτακτικό ύφος τους λέει:
«…Ήντα κάθεστε, μωρέ, σάν τσι λουχούναις έπαδά; δεν είστε μωρέ άντρες, δεν έχετε τουρκιά! μά γιάιδέτε, άν ίσως καί δέν πάτε να ξεθεμελιώσετε τσή Μελάμπαις γιαμνιά την ίδια ώρα, πούφαγαν τό γιό μου, κ’ είν’ αφορμή και γιά τόν άνιψό μου, νά πάρετε τό αίμά των όπίσω, καί σύβια τά γυναικόπελά των νά φέρετε γδυμνά είς την αυλή μου μέσα νά βγώ νά τά πετσοτανίσω, τούρκα νά μή ποθάνω,
ανίσως και δέ κάμω μέσα στη χώρα απόψε αρμπεντέ (έπανάστασι)».
- Δύο ημέρες πριν την επίθεση στις Μέλαμπες, παρουσιάσθηκε στη βουλή κρυπτοχριστιανός με το όνομα «Μεμίσης», που προσποιούνταν τον Τούρκο για να αποσπά πληροφορίες και να τις μεταφέρει στους Κρητικούς:
«…είπε τοις βουλευταίς ότι ο στρατός τού Ηρακλείου ετοιμάζεται να εξέλθει του φρουρίου έσπευσμένως, οπως εισβάλη καθ’ ένός τών επαναστατημένων επαρχιών, άλλά έν τούτοις έλεγεν ότι ηγνοεί καί κατά τίνος».
Δεσμεύομαι δε ότι το υλικό αυτό θα τύχει άμεσα επεξεργασίας προκειμένου να εκδοθεί το συντομότερο.
Τελικός μου σκοπός είναι να αποδοθεί στην τοπική κοινωνία και τους φυσικούς απογόνους των αγωνιστών, αλλά και στους ιστορικούς- μελετητές προς περαιτέρω αξιοποίηση».
Σε κάποιο μελλοντικό αφιέρωμα θα αναφερθούμε και σε άλλα περιστατικά που συνέβησαν πασχαλιά στο Ρέθυμνο κι έχουν ιδιαίτερη σημασία.