Στου λογισμού τη συννεφιά
βρέθηκα κάποιο βράδυ,
και άθελά μου εκύλισε
στα μάτια μου ένα δάκρυ.
Και σκέφτηκα τις ομορφιές
πατρίδα μου Ελλάδα,
που ο Θεός σε προίκισε
με χάρη και σβελτάδα.
Από την Κρήτη ως το Μοριά
κι όπου υπάρχει Ελλάδα,
έχεις πολλά χαρίσματα
και σε ζηλεύουν πάντα.
Και δεν σου πάει αληθινά
αυτή η μελαγχολία,
το πονεμένο βλέμμα σου
να ζεις στην αγωνία.
Εγώ σε ξέρω πάντοτε
με γέλια και χαρές,
στις παραλίες γελαστή
με λάγνες αγκαλιές.
Τώρα σου κόψαν τη φωνή
και περπατάς θλιμμένη,
με το κεφάλι χαμηλά
απογοητευμένη.
Γιατί να κλαις και να πονάς
που έχεις ιστορία,
με λάβαρα και ιαχές
και δάφνες και Μνημεία.
Τους Τούρκους δεν φοβήθηκες
ούτε τους Γερμανούς,
κι αν κάνει στάχτη η φωτιά
πετιέται απ’ αλλού.
Δεν σε τρομάζουν οι εχθροί
ήσουνα παλικάρι,
και τα παιδιά σου σ’ έβλεπαν
στον πόλεμο λιοντάρι.
Πατρίδα μου εσύ ακριβή
λεβεντογέννα Ελλάδα,
πόσοι δεν σε ζηλεύουνε
αγαπημένη Μάνα.
Είσαι όμορφη λεβέντισσα
καμαρωτή μου Ελλάδα,
πάρε τη Γαλανόλευκη
κι ας πορευθούμε αντάμα.
Σφίξε τα δόντια όσο μπορείς
κι ως είσαι μαθημένη,
η πατρίδα μας πάντα θα ζει
δαφνοστεφανωμένη.
Μαρία Χατζησπύρου – Τζαγκαράκι
Πρεσβυτέρα