Συνεχίζουμε το αφιέρωμά μας με μερικές ακόμα ηρωικές μορφές που διακρίθηκαν στη Μάχη της Κρήτης.
Ο Γιώργης Τζίτζικας ο περίφημος Μπαχρής που πέθανε πρόσφατα σε ηλικία 102 ετών, είχε την ευκαιρία να πολεμήσει όπως το επιδίωξε στα μεγάλα κέντρα των επιχειρήσεων στα Περιβόλια και συγκεκριμένα στου Κόρακα την Καμάρα, στον Άγιο Γιώργη στα Καστελλάκια.
Κάποια στιγμή ενώ προχωρούσε με έναν χωριανό του χωροφύλακα τον Αντώνη Κατσαντώνη, που κρατούσε ένα ταχυβόλο της Αστυνομίας πόλεων άρχισε να τους πολυβολεί ένα αεροπλάνο. Ο Τζίτζικας που είχε ειδική εκπαίδευση από τη θητεία του στην Ξάνθη ως σκοπευτής αεροπορικής αμύνης στα πολυβόλα δεν άντεξε για πολύ να νοιώθει πάνω του το εχθρικό αεροπλάνο και κόβει βόλτες.
Ζήτησε λοιπόν το όπλο από τον Κατσαντώνη για να το ρίξει. Εκείνος δίστασε γιατί είχε μόλις δυο δεσμίδες σφαίρες.
– Και μια μου είναι αρκετή απάντησε ο Τζίτζικας και πραγματικά κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο.
Στη δεύτερη τρίτη στροφή που έκανε ο πιλότος δέχτηκε τα πυρά του Τζίτζικα που κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο, στη θέση Ασπρουλιάνος.
Ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης μας είχε μιλήσει για το ανδραγάθημα αυτό. Μάλιστα ο ίδιος είχε εντοπίσει τα υπολείμματα του αεροπλάνου αλλά ήταν αδύνατο να ανασυρθούν λόγω του δύσβατου της περιοχής που είχε καταπέσει.
Και με αφορμή αυτό είχε πειστεί τότε ο Γιώργης Τζίτζικας να μιλήσει για πρώτη φορά, σε ένα από τα ταξίδια του και μάλιστα στην επέτειο των 50 χρόνων από τη θρυλική μάχη, καθώς το συναίσθημα είχε φορτιστεί περισσότερο με την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η παρουσία τόσων βετεράνων.
Ο Αντώνης Κατσαντώνης σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα στον Άη Γιώργη που γινόταν οι πιο φονικές μάχες. Το όπλο του βρέθηκε αργότερα στα χέρια ενός Λευτέρη Αλεξάκη από την Πατσό που το τίμησε και σε σημαντικές μάχες που δόθηκαν στην διάρκεια της Αντίστασης αλλά σκοτώθηκε στον εμφύλιο.
Ένας Εθνομάρτυρας
Ο Στυλιανός Παττακός από το Άνω Μέρος δεν πρέπει να χάρηκε την ειρηνική ζωή καθώς από την πιο τρυφερή του ηλικία βρέθηκε στα χαρακώματα. Ανήκε κι αυτός στη γενιά των ανδρών που πέρασαν τα καλύτερα χρόνια τους στο μετερίζι του χρέους.
Έζησε όμως μεγάλες συγκινήσεις που τον αποζημίωναν για τις τόσες κακουχίες που περνούσε. Όπως για παράδειγμα ήταν από τους πρώτους που μπήκε θριαμβευτής στη Θεσσαλονίκη την ελεύθερη πια από το ζυγό.
Ήταν ένας από τους 11 πατριώτες, που πάτησε πρώτος τα ιερά χώματα που μόλις ανάσαιναν τη λευτεριά. Από την περηφάνια του και τη χαρά του για το γεγονός ονόμασε το γιο του Δημήτριο και όχι Μανώλη που ήταν το όνομα του πατέρα του.
Η πατρίδα τον αντάμειψε για τη γενναιότητά του συνολικά. Ήταν έφεδρος ανθυπολοχαγός επ’ ανδραγαθία.
Ευτύχησε να συνδέσει τη ζωή του με την Ανδρονίκη Χαροκόπου από την Παντάνασσα και να αποκτήσουν μια όμορφη οικογένεια.
Μετά τον γάμο του τον βρίσκουμε να εγκαθίσταται στην Πατσό όπου συνέχισε την πορεία του στη στράτα της πρεπιάς και της αρχοντιάς.
Κανόνας ζωής η αξιοπρέπεια
Σ’ αυτά τα χρόνια της ειρήνης με τον τίμιο ιδρώτα του ανάσταινε τη φαμελιά του. Κι έδινε ευχή και κατάρα στα παιδιά του να ζουν με αξιοπρέπεια και να υπηρετούν το δίκιο και την αλήθεια με κάθε τίμημα.
Κι ήρθε η μάχη της Κρήτης. Βρήκε και την Πατσό απορφανεμένη από τα νιάτα της που πολεμούσαν στα Αλβανικά βουνά. Έμεναν οι ηλικιωμένοι να πάρουν τη μοίρα της Κρήτης στα χέρια τους.
Από τους πρώτους που έτρεξε να αποκρούσει τον από αέρος επιδρομέα ήταν ο Στυλιανός Παττακός. Ζώστηκε δυο σπαθιά που είχε κρεμάσει στον τοίχο από τις μάχες των Βαλκανικών αγώνων, σήκωσε την μικρή Ζαχαρένια και της είπε .
– Ευχήσου μου παιδί μου
– Να γυρίσεις με τη νίκη μπαμπά, ήταν η απάντηση του παιδιού
Μάταια η γυναίκα του τον εκλιπαρούσε να σκεφτεί τα παιδιά που ήταν μικρά
– Μην επιμένεις της είπε αποφασιστικά. Το αίμα μας πατούν στη Μακεδονία κι εγώ θα κάθομαι εδώ;
Στην άνιση μάχη του Αϊ Γιώργη
Σαν άνεμος βρέθηκε στον λόφο του Αη Γιώργη στα Περιβόλια αλλά κι όπου προλάβαινε καταφέρνοντας ισχυρά πλήγματα στον εχθρό. Όπως κι άλλοι στη θέση του δεν είχε όπλα στην αρχή. Απόκτησε οπλισμό με τη γενναιότητά του. Ημίθεος έμοιαζε όταν ριχνόταν στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τη ζωή του. Δικαίωνε έτσι και τα πολλά μετάλλια και διπλώματα ανδρείας που είχε πάρει μετά τον τραυματισμό του στην Κρέσνα Τζουμαγιάς. Αντίγραφα που υπάρχουν στο Γ.Ε.Σ. δόθηκαν πρόσφατα στα εγγόνια του. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Βασιληάς Γεώργιος όταν το 1937 πέρασε από το Ρέθυμνο εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον στην άκρη του δρόμου να τον χαιρετά από τα τόσα μετάλλια στο στήθος του. Σε βαθμό μάλιστα που σταμάτησε την άμαξα να τον ρωτήσει ποιός είναι και που απέκτησε τόσα μετάλλια κι αυτός του απάντησε
– Στους Βαλκανικούς αγώνες στο γνωστό δωρικό του ύφος.
Σημαντικές μαρτυρίες
Για τη γενναιότητα του Στυλιανού έχουμε και τη μαρτυρία από μια εμβληματική μορφή της Αντίστασης τον Γιώργη Τζίτζικα από το Άνω Μέρος επίσης, που έτυχε να τον συναντήσει στο πεδίο της τιμής, αλλά και του Ανδρέα Μπαραδάκη από τη Μύρθιο Ρεθύμνου, σύμφωνα με την οποία συνάντησε τον ήρωα δυο φορές ν’ ανεβοκατεβαίνει στου Σίμα την καμάρα. Είχε την έγνοια του και στο σπίτι και το βραδάκι ανέβαινε ν’ αρμέξει το κοπάδι και να δώσει εντολές στα μικρά αγόρια. Μετά γύριζε στη μάχη. Ήταν κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία να αφήνει το πόστο του όσο να πεταχτεί στο χωριό να δει τι απέγιναν οι δικοί του να εμψυχώσει και πάλι ξαναγύριζε στη μάχη χωρίς να υπολογίσει κόπο. Αυτά σε μια εποχή που ο κόσμος δεν είχε στο σύνολό του την πολυτέλεια ενός υποζυγίου για τις μεταφορές του.
Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα της τραγωδίας που χάρισε το φωτοστέφανο του μάρτυρα στον Στυλιανό.
Η θέα των νεαρών χωροφυλάκων που ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου σύρονταν ως πρόβατα επί σφαγή δεν άφησε ασυγκίνητο τον ήρωά μας. Στην προσπάθειά του να τα βοηθήσει μη χάσουν τον δρόμο τους βρέθηκε ο ίδιος αβοήθητος στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης στον Άγιο Γιώργη. Και δεν άργησε να συλληφθεί από περίπολο λυσσασμένων για εκδίκηση ναζί.
Εκτελέστηκε με άλλους εκεί κοντά στην εκκλησία. Κι εδώ οι γνώμες διχάζονται. Άλλοι ισχυρίζονται ότι έριξαν και τον Στυλιανό, στο καμίνι του Ζαφείρη και τον έκαψαν μαζί με άλλους. Νεκρό ή ζωντανό κανένας δεν ξέρει. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τον έριξαν σε πηγάδι και τον έκαψαν. Το καμίνι πάντως υπάρχει όπως και ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για εκατόμβη θυμάτων.
Μια τραγική οικογένεια
Λίγες μέρες πριν πέσουν οι Γερμανοί στην Κρήτη ένα περίεργο φαινόμενο συνέβαινε στο σπίτι του Παπαδόπουλου στα Μισσίρια. Η εικόνα της Παναγιάς, κειμήλιο πίστης, έσταζε δάκρυα. Οι χωριανοί ταράχτηκαν μόλις το έμαθαν. Σε μικρούς τόπους τίποτα δεν μένει κρυφό για πολύ καιρό. Αναστατώθηκαν άντρες και γυναίκες γιατί το σημάδι δεν ήταν σίγουρα καλό. Για να το ξορκίσουν έφθαναν οι πάντες με το θυμιατό, θύμιαζαν την εικόνα και παρακαλούσαν. Ας το πάρει η μαύρη θάλασσα ότι κι αν ήταν αυτό. Ας τους σπλαχνιστεί γιατί είχαν και μεγάλωναν μικρά παιδιά.
Αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Κι ήρθε ο πόλεμος. Πρωί στις 21 του Μάη 1941 τα Γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα σκορπίζουν τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Στόχος των Γερμανών ν’ αδειάσουν τα χωριά για να μην βρουν καμιά αντίσταση.
Εκείνο το πρωινό -θυμάται ο Βασίλης Παπαδόπουλος– παιδί εφτά χρόνων ήμουν τότε, με τη θεία μου Αθηνά Δρανδάκη είχα πάει στο περιβόλι για να ποτίσουμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν τον βομβαρδισμό. Το μουλάρι που γύριζε το «ντολάπι» για να βγάλει νερό με δεμένα τα μάτια για να μην ζαλίζεται, τρελαμένο από τον θόρυβο των αεροπλάνων άρχισε να κλωτσά με λύσσα. Κατάφερε σε λίγο να λύσει τα σκοινιά κι άρχισε να τρέχει στο περβόλι. Τα δεμένα του μάτια το εμπόδιζαν να διακρίνει που πηγαίνει. Έπεφτε και σηκωνόταν. Κρυφτήκαμε με τη θεία μου στη στέρνα ώσπου να περάσει το κακό. Ούτε καταλάβαμε πόση ώρα πέρασε. Και μόνο λίγο μετά που είδαμε όταν όλα ηρέμησαν κάπως που έπεσαν οι βόμβες κάναμε τον σταυρό μας. Γιατί παραξενεμένοι από την αντίδραση του ζώου είχαμε μετακινηθεί από την αρχική μας θέση κι έτσι σωθήκαμε. Τέσσερις βόμβες είχαν πέσει λίγα μέτρα από μας. Αν μας εύρισκαν σίγουρα θα μας σκότωναν.
Ο κ. Βασίλης σταματά για λίγο, σκουπίζει το μέτωπό του που έχει ιδρώσει από την αγωνία που προκαλούν οι ματωμένες μνήμες και συνεχίζει:
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μάς πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ’ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μάς πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ’ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
– Ακόμα και τα γυναικόπαιδα.
– Ναι. Αυτό κατάλαβαν οι μεγαλύτεροι από μας. Γιατί εμείς ήμασταν παιδιά.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγος του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
«Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά»
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Ο κ. Βασίλης συγκινείται με τη θύμηση αυτή, κι εμείς δεν τολμάμε ούτε να μιλήσουμε. Ο πόνος του άλλου προκαλεί δέος. Κάποια στιγμή ,δίνοντάς μας τη διαβεβαίωση ότι θέλει να μιλήσει γιατί το θεωρεί μνημόσυνο για τους νεκρούς του παίρνει μια βαθειά ανάσα και συνεχίζει.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
Εκείνο που μας έδωσε λίγα ανάσα είναι ότι οι μεγάλοι άκουσαν τους εκτελεστές να ουρλιάζουν. Είχε συμβεί το εξής: Είχε πέσει κοντά τους ένας όλμος και τραυματίστηκαν κι έφυγαν. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλαν οι μεγάλοι. Να σημειωθεί ότι τη νύχτα φυσούσε νοτιάς και μας είχε σκεπάσει η άμμος. Όταν σηκωθήκαμε, ήταν για εμάς η πιο τραγική μέρα, βλέποντας τους δικούς μας σκοτωμένους τον ένα δίπλα στον άλλο. Αυτό που θυμάμαι και δε θα ξεχάσω ποτέ ήταν ότι για να φιλήσουμε και να αποχαιρετήσουμε τους γονιούς μας, σκύψαμε και καθαρίσαμε τα πρόσωπά τους απ’ την άμμο. Τους αφήσαμε στην παραλία και φύγαμε. Δεν μπορέσαμε να τους πάρουμε, γιατί δε μας άφηναν οι Γερμανοί. Πιστεύω ότι τους πήρε η θάλασσα, γιατί δεν τους βρήκαμε ποτέ.
Αργότερα φεύγοντας πήραμε μια νεκρή, την Αναστασία Μελισσουργού και μια σοβαρά τραυματισμένη, την Παναγιώτα Δρανδάκη, η οποία αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. Οι Γερμανοί μας έκλεισαν μέσα σε ένα σπίτι μαζί μ’ άλλα γυναικόπαιδα που είχαν μαζέψει. Εκεί περάσαμε έντεκα μέρες, ενώ ο πόλεμος και οι μάχες γίνονταν γύρω μας. Μαζί μας υπήρχαν τρεις άνδρες που είχαν γλιτώσει. Ο πατέρας μου, ο Νίκος Σαλβαράκης που ήταν αιχμάλωτος στρατιώτης κι ο Τζιώτης Εμμανουήλ. Οι Γερμανοί περίμεναν να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα, αν δεν σταματούσαν οι αντάρτες να τους πολεμούν και να σκοτώνουν Γερμανούς. Μερικοί Γερμανοί έπαιρναν τους τρεις άνδρες για αγγαρεία. Τους μάζευαν τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα. Στη διάρκεια της αγγαρείας, ένας Γερμανός είπε στον πατέρα μου και στον Νίκο Σαλβαράκη, ότι αν δεν σταματήσουν να πολεμούν οι «παρτιζάνηδες» θα μας εκτελούσαν όλους. Ο Γερμανός τότε, ανέβηκε στον πρώτο όροφο που ήμαστε συγκεντρωμένοι εγώ, ο αδελφός μου κι άλλοι πολλοί κι έδωσε στον πατέρα μου τα κιάλια του. Σηκώθηκαν όρθιοι και του έδειξε τους αντάρτες που κρύβονταν και έτρεχαν από βράχο σε βράχο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ΚΕΓΕ και η ΔΕΛΤΑ. Ο Γερμανός προσπάθησε να μου βάλει κι εμένα τα κιάλια στο πρόσωπο, αλλά εγώ κοιτάζοντας είδα μόνο περιστέρια. Αυτό μου έμεινε αξέχαστο.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.