Η τελευταία αυτή αναλύεται σε δύο επιμέρους:
Πρώτον, όσον αφορά τον τομέα της παροχής υπηρεσιών, που συνδέεται άρρηκτα με τον τουρισμό, εδώ η περιορισμένη ρευστότητα θα οδηγήσει στην επιβίωση των ποιοτικότερων επιχειρήσεων, αφού όλο το χρόνο, πλην της τουριστικής σαιζόν, οι επιχειρήσεις αυτού του είδους από Έλληνες συντηρούνται. Έτσι θα οδηγηθούμε στην αναβάθμιση του τουριστικού μας προϊόντος επί το ποιοτικότερο. Σίγουρα ο αφανισμός των χειρότερων επιχειρήσεων θα είναι σκληρός για τις ίδιες, όμως αντίστροφα ευεργετικός θα αποβεί για το τουριστικό προϊόν και το γενικότερο συμφέρον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Δεύτερον, όσον αφορά τις επενδυτικές επιλογές ιδιωτών και επιχειρηματιών, αυτές στο εξής θα ιεραρχούνται κατά προτεραιότητα με βάση πάντα την επιτακτικότητα της ανάγκης που καλύπτουν, την ρεαλιστική βιωσιμότητα και την ουσιαστική αποδοτικότητά τους. Έτσι η οικονομική στενότητα θα οδηγήσει και στον εκλεπτυσμό των επενδυτικών κριτηρίων και περαιτέρω στην καλλιέργεια της οικονομικής αντίληψης και σκέψης. Πράγματι, με πόρους περιορισμένους δεν έχουμε την ευχέρεια κάλυψης όλων των αναγκών, ώστε αναγκαστικά οδηγούμαστε σε επιλογές, σε διαμόρφωση κριτηρίων για ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και τελικά σε ποιοτικότερη αντίληψη των δεδομένων, όπου κυρίαρχο δεν μπορεί να είναι το όποιο ατομικό συμφέρον ή ο όποιος συνασπισμός τέτοιων συμφερόντων. Επειδή η οικονομική κρίση θα αποβαίνει σε οιονεί συντονιστή των επιμέρους απόψεων με στόχο την κάλυψη των επιτακτικότερων αναγκών, δηλαδή προς την κατεύθυνση του γενικότερου συμφέροντος.
Κάπως έτσι η οικονομική κρίση θα οδηγήσει τους Έλληνες στην ποιοτική σκέψη και δράση, στο ξεσκαρτάρισμα ανθρώπων και πρακτικών, δηλαδή στην ανάπτυξη. Διότι, πάνω απ’ όλα, ανάπτυξη σημαίνει ανθρωπισμός.