Κάποιο από τα προηγούμενα βράδια, ήλθε ως ενύπνιο μια όμορφη νέα στην ηλικία γυναίκα. Φορούσε ένα ολόλευκο φόρεμα, που θύμιζε αρχαιοελληνικό μανδύα, και η φωνή της ήταν ήρεμη, γαλήνια και τρυφερή.
«Εσύ, καλέ μου άνθρωπε, κοιμάσαι αμέριμνος, αλλά εγώ σου έχω ένα μεγάλο παράπονο. Δεν έχεις ψευδομαρτυρήσει σε βάρος μου σαν δεινός δημαγωγός, μην ανησυχείς! Δεν έχεις αδειάσει το πενιχρό μου πορτοφόλι λες και είμαι ανήμπορη συνταξιούχος και εσύ άσπλαχνος φοροεισπράκτορας ή επιτήδειος κλέφτης, μην φοβάσαι! Δεν έχεις ξεγελάσει και γεμίσει φρούδες ελπίδες το πνεύμα και την ψυχή μου σαν ψηφοθήρας πολιτευτής, μην τρομάζεις!
Απλώς, ενώ έχεις γράψει για τις αδελφούλες μου τις αγαπημένες, τη Μουσική και τη Ζωγραφική, για μένα, τη Γλυπτική, δεν έχεις αφιερώσει ούτε μια τοσοδούλα λέξη! Και λυπημένη πολύ για αυτό, πήρα το δρόμο και ήλθα να σε παρακαλέσω να γράψεις κατιτί και για μένα και τα παιδιά μου. Δεν στο ζητάω αλαζονικά και με κομπορρημοσύνη, αλλά και εσύ ο ίδιος μόνος σου μπορείς να δεις πόσα έχω προσφέρει στον παγκόσμιο πολιτισμό. Από τα αρχαία χρόνια με αγαπούσαν οι λαοί, ανάμεσά τους και οι συμπατριώτες σου, οι Έλληνες. Το βλέπεις όσες φορές δουλεύουν με τα διάφορα γύρωθέ τους υλικά, πηλό, μάρμαρο, χαλκό ή άλλα μέταλλα, ελεφαντόδοντο, χρυσάφι, και χαρίζουν στην ανθρωπότητα αθάνατα στο χρόνο είδη και σκεύη καθημερινής χρήσης, ειδώλια, αγάλματα θεών και ανθρώπων.
Τα παιδιά μου, πρωτότυπα ή αντίγραφα, είναι αψευδείς και ανεκτίμητης αξίας μάρτυρες του πολιτισμού μιας κοινωνίας. Τα μεν αγάλματά μου βοηθούν τους ανθρώπους να ενώσουν την αγάπη του να είναι πολύ ακριβείς με τα χέρια, και του να σχηματοποιούν τις αντιδράσεις του ανθρώπινου σώματος στα έξωθεν ερεθίσματα. Τα δε άλλα φιλοτεχνήματά μου δείχνουν στους ανθρώπους και τις κοινωνίες στο πέρασμα των ετών την ευφυία, την καθημερινή πρακτική και τα πιστεύω των ανθρώπων για τη ζωή και τις κυρίαρχες στην εποχή τους πνευματικές αναζητήσεις εν γένει.
Για τους λόγους αυτούς, πρέπει όλοι να τα σέβεστε και ο θαυμασμός σας να μη μένει στα λόγια μόνο, αλλά να προστατεύετε τη Γλυπτική, τόσο των παμπάλαιων όσο και των σύγχρονών σας δημιουργών, από κάθε άμυαλου βέβηλου ή αρχαιοκάπηλου σκέψη και χέρι!»
Ξυπνώντας, λοιπόν, μετά την ονειροφανταξιά, εκείνο το βράδυ, δεν έκανα τίποτα άλλο… Άνοιξα με βιάση τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και πληκτρολόγησα, ώστε να σας τα κοινοποιήσω, όσα μου είπε η Γλυπτική. Ενώ δεν είχα να προσθέσω εγώ στα λόγια της το παραμικρό, εσείς θα γράφατε κάτι επιπλέον;