Με αφορμή και τις φετινές τυμπανοκρουσίες περί κοινωνικού μερίσματος και μάλιστα διαμέσου προσωπικού διαγγέλματος του πρωθυπουργού θα ήθελα να σταθώ λίγο σε ένα γενικό προβληματισμό. Το εύκολο θα ήταν να σταθώ στο διάγγελμα αυτό καθεαυτό και να περιγράψω την προσφιλή τακτική του πρωθυπουργού του «λέμε όσα ψέματα μπορούμε κι όσοι τσιμπήσουν», αναδεικνύοντας αυτά τα ψεύδη. Επίσης το εύκολο θα ήταν να αναφερθώ στο από που προέρχονται αυτά τα λεφτά που εν είδει σωτήρα μοιράζει μέσω διαγγέλματος στον λαό. Όμως αυτά και έχουν ειπωθεί από πολλούς αυτές τις μέρες και πιστεύω ότι έτσι θα μέναμε στο δέντρο, χάνοντας το δάσος. Ο προβληματισμός έχει να κάνει γενικά με τις επιδοματικές πολιτικές που χαρακτηρίζουν το Ελληνικό πολιτικό σύστημα (και όχι μόνο φυσικά).
Εκ των πρότερων για να μην παρεξηγηθώ, δεν στρέφομαι εναντίον των επιδοματικών πολιτικών. Απεναντίας θεωρώ πως οι επιδοματικές πολιτικές (με αποτελεσματική στόχευση) για την προστασία των κοινωνικά ασθενέστερων αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση κάθε χώρας ειδικά σε περιόδους κρίσης. Αυτό που θα σχολιαστεί κριτικά είναι πως μια αυτονόητη υποχρέωση βαφτίζεται ως κάτι άλλο. Πως παρουσιάζεται ως κάτι που δεν είναι, ειδικά στην εποχή που δεν προλαβαίνουμε να μετράμε τα ψέματα που ακούμε σ’ αυτή τη χώρα. Αυτή λοιπόν η αυτονόητη και απαραίτητη υποχρέωση της χώρας για επιδοματικές πολιτικές παρουσιάζεται με όρους επικοινωνιακών εντυπώσεων ως «αποτέλεσμα της εξόδου από την κρίσης», ως «άσκηση κοινωνικής πολιτικής», ως η «απόδειξη προστασίας του λαού» από τους κυβερνώντες. Είναι όμως πραγματικά έτσι; Κι αν δεν είναι, που αποσκοπούν πραγματικά; Και γιατί πάντα το μέρισμα παίρνει αποκλειστικά τη μορφή επιδοματικών πολιτικών και όχι αναπτυξιακών ή επιδοτήσεων θέσεων εργασίας;
Ας δούμε λοιπόν ένα παράδειγμα ενός δικαιούχου που πραγματικά έχει ανάγκη την στήριξη από το κράτος και λαμβάνει και το ψηλότερο επίδομα. Οικογένεια με 2 παιδιά έως 6.000 ευρώ ετησίως θα λάβει ενίσχυση 900 ευρώ. Ας αφήσουμε λοιπόν το αυτονόητο γεγονός ότι το νοικοκυριό αυτό χρειάζεται και πρέπει να λάβει ενίσχυση κι ας θέσουμε μερικά ερωτήματα. Ζει σήμερα στην Ελλάδα άνθρωπος με 2 παιδιά και μοναδικό εισόδημα 6.000 ευρώ το χρόνο όχι αξιοπρεπώς, αλλά ίσως και στοιχειωδώς ακόμα; Προφανώς και όχι. Ζει άνθρωπος με 2 παιδιά και μοναδικό εισόδημα 6.000 + 900 ευρώ το χρόνο; Προφανώς και όχι. Αποτελεί λοιπόν το απαραίτητο αυτό επίδομα, που σαφώς και πρέπει να λάβει, έξοδο από την κρίση ή έστω και μερική άνοδο του βιοτικού επιπέδου αυτού του νοικοκυριού; Προφανώς και όχι. Γιατί λοιπόν εμφανίζεται η αυτονόητη υποχρέωση του κράτους να στηρίξει αυτόν τον άνθρωπο με τυμπανοκρουσίες που παίρνουν τη μορφή success story και θριαμβολογίας; Και γιατί ποτέ δεν μιλάμε για επιδότηση εργασίας από μέρος του μερίσματος που θα δημιουργήσει εργαζόμενους με παραπάνω εισόδημα από 6.900 ευρώ ετησίως; Δεν είναι θέμα ούτε κακού σχεδιασμού, ούτε ανικανότητας. Είναι ξεκάθαρη πολιτική επιλογή. Φαίνεται σαν σκοπός να είναι η αναπαραγωγή της υπάρχουσας κοινωνικής κατάστασης με τρόπο που να αποφεύγεται όσο το δυνατό η δημιουργία οικονομικά ανεξάρτητων πολιτών για να διατηρείται η πατερναλιστική μορφή του κράτους που πολιτικά βολεύει ορισμένους. Στόχος δεν φαίνεται να είναι να προσπαθήσουμε να μην υπάρχει νοικοκυριό με 2 παιδιά που να αμείβεται με 6.000 + 900 ευρώ ετησίως.
Στόχος φαίνεται να είναι ακριβώς να υπάρχει, έτσι ώστε κάποιοι να εμφανίζονται κάθε χρόνο τέτοιες μέρες ως προστάτες που νοιάζονται για το λαό μπας και εκείνος τους ξαναψηφίσει. Αυτό τι σημαίνει, ότι δεν πρέπει να ασκούνται επιδοματικές πολιτικές; Ξεκαθαρίστηκε πως σαφώς και πρέπει. Πρέπει όμως σ’ αυτή τη χώρα αφενός να σταματήσουμε να κοροϊδευόμαστε και να αναφερόμαστε στο κάθε τι, ως αυτό που πραγματικά είναι και αφετέρου οι απαραίτητες επιδοματικές πολιτικές να συνοδεύονται από τις εξίσου απαραίτητες αναπτυξιακές και μεταρρυθμιστικές. Γιατί οι υπέρογκοι φόροι που πληρώνουμε και από τους οποίους προέρχεται αυτό το κοινωνικό μέρισμα που καταβάλλεται αποκλειστικά στις πρώτες, τους πληρώνουμε ακριβώς για να βγούμε από αυτό το αδιέξοδο. Όχι για να αναπαράγουμε το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε περιέλθει, όχι για να γινόμαστε κάθε χρόνο στο ίδιο έργο θεατές.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος – απόφοιτος του τμήματος πολιτικής επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης