Οι δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα όταν του ζητήθηκε να προσδιορίσει πως αυτός, και κατ’ επέκταση η κυβέρνηση, προσδιορίζουν τη μεσαία τάξη προκάλεσαν σύγχυση και αντιδράσεις.
Αυτό συνέβη γιατί ο κ. Σταϊκούρας χρησιμοποίησε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για να προσδιορίσει ποια είναι τα μεσαία εισοδήματα στην Ελλάδα. Τι λένε αυτά τα στοιχεία και πως υπολογίζονται; Ως «μεσαία εισοδηματική τάξη» ο ΟΟΣΑ ορίζει τον πληθυσμό του οποίου το εισόδημα κυμαίνεται μεταξύ 75% και 200% του διαμέσου ετήσιου εισοδήματος του πληθυσμού κάθε χώρας. Στην Ελλάδα αυτό μεταφράζεται σε ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό που εισοδηματικά κινείται μεταξύ 6.294 και 16.783 ευρώ. Τα ποσά αυξάνονται όταν αναφερόμαστε σε νοικοκυριό με δύο άτομα όπου το εισόδημα κινείται μεταξύ 8.901 και 23.735 ευρώ, και με τρία άτομα μεταξύ 10.901 και 29.069 ευρώ.
Το αρχικό ερώτημα που προκύπτει από αυτή την προσέγγιση είναι εάν η μεσαία τάξη ταυτίζεται με τα μεσαία εισοδήματα. Εάν δηλαδή μπορούμε να την ορίσουμε με καθαρά εισοδηματικά κριτήρια. Η απάντηση είναι όχι. Η έννοια της μεσαίας τάξης, διαφέρει σημαντικά από την έννοια του μεσαίου εισοδήματος καθώς διαμορφώνεται και από άλλους περιουσιακούς και κοινωνικούς παράγοντες. Τα χαρακτηριστικά για τη μεσαία τάξη ποικίλουν και κατά περίπτωση περιλαμβάνουν την ποιότητα ζωής, το επάγγελμα, τη κατάσταση απασχόλησης και την κουλτούρα.
Οπότε τι είναι αυτό που ονομάζουμε ως «μεσαία τάξη»; Κοινά αποδεκτός επιστημονικός ορισμός ή έστω επίσημος ορισμός δεν υπάρχει. Το ποιοι αποτελούν τη μεσαία τάξη είναι σχετικό, υποκειμενικό και ορίζεται δύσκολα. Η διατύπωση του ΟΟΣΑ αποτελεί έναν επίσημο ορισμό που γίνεται αποδεκτός από κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς στην προσπάθεια να κατατάξει τον πληθυσμό σε μια ταξική διαστρωμάτωση που στηρίζεται όμως σε ένα αριθμητικό κριτήριο – το εισόδημα.
Εδώ λοιπόν και ειδικά στην ελληνική περίπτωση προκύπτει ένα άλλο ζήτημα που τα επίσημα στοιχεία του ΟΟΣΑ δεν μπορούν να συμπεριλάβουν. Αυτό της φοροδιαφυγής. Στην Ελλάδα λόγω της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, δεν υπάρχει μια ακριβής καταγραφή των πραγματικών εισοδημάτων, αλλά μόνο εκείνων που προκύπτουν από την ετήσια υποβολή των φορολογικών δηλώσεων. Σύμφωνα με το τελευταίο δημοσιευμένο ετήσιο στατιστικό δελτίο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), το 52% των φορολογικών δηλώσεων είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω των 8.000 ευρώ. Το 83% κάτω των 20.000 ευρώ. Στα νοικοκυριά με δύο τέκνα, λίγο περισσότερες από τις μισές φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν, είχαν δηλωθέν οικογενειακό εισόδημα κάτω από 15.000 ευρώ. Είναι αποδεδειγμένο από πολλά στοιχεία ότι τα εισοδήματα των Ελλήνων έχουν υποστεί τεράστια συρρίκνωση τα χρόνια της κρίσης και όντως πάρα πολλοί πολίτες αναγκάζονται να ζουν αποκλειστικά με πενιχρά εισοδήματα. Όμως εάν δεν επιμένουμε να κρυβόμαστε μονίμως πίσω από το δάχτυλο μας, γνωρίζουμε καλά ότι τα παραπάνω νούμερα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Ότι μεγάλο μέρος της ελληνικής μεσαίας τάξης δεν δηλώνει τα πραγματικά της εισοδήματα.
Η κριτική λοιπόν δεν θα έπρεπε να αφορά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που χρησιμοποίησε ο κ. Σταϊκούρας για τον ποσοτικό προσδιορισμό της μεσαίας τάξης. Εκεί που θα έπρεπε να εστιάζει η κριτική δεν είναι στο αόριστο θεωρητικό ερώτημα του ποιοι αποτελούν τη μεσαία τάξη, αλλά το ποιοι πληρώνουν το μάρμαρο. Και διαχρονικά στην Ελλάδα το μάρμαρο πληρώνουν όσοι δεν φοροδιαφεύγουν (ή όσοι δεν έχουν την δυνατότητα να το κάνουν). Η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στο αν ελαφρύνονται επαρκώς από τα φορολογικά βάρη τα μη φοροδιαφεύγοντα μεσαία στρώματα των μισθωτών και εκείνων των ελεύθερων επαγγελματιών που δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα. Γιατί αλίμονο εάν θεωρούνται εισοδήματα κάποιας ανώτερης τάξης οι απολαβές ενός νοικοκυριού μισθωτών από 10.000 έως 25.000 ευρώ.
Στην Ελλάδα κάναμε παράδοση και έθιμο να μοιράζονται μερίσματα και επιδόματα που προκύπτουν από υπερπλεονάσματα που εισπράττονται από όσους δεν φοροδιαφεύγουν. Και εφόσον αυτά μοιράζονται με εισοδηματικά κριτήρια, εκτός από εκείνους που τα έχουν πραγματικά ανάγκη, τα εισπράττουν και πάρα πολλοί των οποίων τα πραγματικά εισοδήματα ξεπερνούν πολλές φορές εκείνων από τους οποίους προέρχονται τα χρήματα αυτά. Καλό θα ήταν λοιπόν κάθε χρόνο τέτοιες μέρες εκτός από το να συζητάμε το ποιοι δικαιούνται τα κοινωνικά μερίσματα, να δούμε με αντίστοιχο ενδιαφέρον και το ζήτημα της φοροδιαφυγής. Εκτός εάν αυτό αφορά τόσο μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας όποτε βολεύει να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχει.
* Ο Γεώργιος Νάστος είναι ιδιωτικός υπάλληλος, πολιτικός επιστήμονας