Τίποτα σε τούτο τον κόσμο δεν γίνεται ανιδιοτελώς. Η ορνιθοφιλία δεν θα ήταν ποτέ ίδιον του ανθρωπίνου είδους, αν δεν ήξερε ο άνθρωπος ότι έχει «καλά και συμφέροντα» να αποκομίσει από τη σχέση αυτή, δίνοντας λίγα και παίρνοντας περισσότερα. Έτσι, αφού είδε ότι ως ορνιθοθήρας έθετε σε κίνδυνο τη σωματική του υγεία και ως ορνιθοκλόπος διέτρεχε το φόβο ποινικών τιμωριών, καλόπιασε και έφερε ιδιοτελώς στο σπίτι του τις κότες!
Η κότα, λοιπόν, επιστημονικά ονομάζεται όρνις ή κατοικίδιος, για να διακρίνεται από τους «Όρνιθες» τα γνωστά μας πουλιά από την κωμωδία του Αριστοφάνους του αρχαίου. Παρέχει όχι αγογγύστως στους ανθρώπους, που ως όρνια την απομυζούν, τα αβγά και το κρέας της για τροφή. Η ίδια ετρέφετο μέχρι πρότινος με σκουλήκια και άνευ φυτοτοξινών χόρτα, τα οποία έβρισκε μόνη της όταν σεργιάνιζε παλαιόθεν σε υπαίθριους χώρους. Ή εσχάτως λοιπά ανθρωπίνου προπαρασκευής δυναμωτικά στις μεγαλουπόλεις. Όλα τούτα συνέδραμαν στην ανάπτυξή της τη σωματική. Διότι νοητική δεν πρόκειται να γνωρίσει ποτέ. Και προς τούτο εξάλλου λέμε «κότα» τη γυναίκα που εύκολα κι ασύνετα παραδίδεται, αλλά και με «κοτόπουλο» παρομοιάζουμε το διανοητικώς βραδύνου συνάνθρωπό μας.
Η ινδική όρνις έχει έρθει στην Ελλάδα και παρεισέφρησε στις οικίες μας ως γάλλος αν είναι άρρην και γαλοπούλα όταν είναι θήλεια. Το διατροφικό τους μενού κι η κοινωνική τους όχι δίχως οδύνη «προσφορά» δε διαφέρει ριζικά από ό,τι τρώνε ή μάς παρέχουν οι κότες. Στην ίδια οικογένεια ανήκει και η μελεαγρίς, πιο γνωστή ως φραγκόκοτα.
Άνθρωποι που έχουν δοκιμάσει ψητό το κρέας των τριών παραπάνω μελών της οικογένειας των ορνίθων διαβεβαιώνουν ότι είναι εξαιρετικής νοστιμιάς, εύοσμο και εύπεπτο. Μέχρι πριν από λίγο καιρό, μάλιστα, ακράδαντα οι περισσότεροι, λάτρεις της συγκεκριμένης λιχουδιάς πίστευαν πως είναι και απόλυτα υγιές και άγρυπνος υγειονοφύλαξ των ασθενεστέρων κοινωνικοοικονομικά πολιτών και τάξεων.
Και ξάφνου. Τα συμπαθή κατοικίδια μετονομάστηκαν σε πουλερικά, ονομασία περί της οποίας ερίζουν οι επιστήμονες. Οι μεν ζωολόγοι την αποδίδουν σε συγγένεια με τα πουλιά του ουρανού (πουλί – πουλερικό). Οι δε έμποροι μιλούν για προϊόν που πουλάει στην αγορά (πουλώ – πουλερικό).
Σαν να μην έφτανε αυτό. Οι έμποροι κυριάρχησαν στον κόσμο. Κυνηγώντας το γρήγορο κι εύκολο κέρδος, άλλαξαν τις διατροφικές συνήθειες σε κάθε κατοικίδιο ζώο και στους εαυτούς τους. Έπαψαν οι όρνιθες να πίνουν φυσικό νεράκι και να τρώνε αγνό καλαμπόκι. Με λάδια μαύρα και δύσοσμα ξεδιψούσαν πια και γύρεψαν ανθρώπινη σάρκα να καταλαγιάσουν την ακόρεστη λαιμαργία τους.
Σε όρνια αρπακτικά και σαρκοβόρα μεταβλήθηκαν οι φιλάνθρωπες και φιλήσυχες κοτούλες. Αποφάσισαν να εκδικηθούν όσους τους χαλάσανε την αταραξία. Κι έκτοτε οι αγλαότεκνες και λυγερόκορμες όρνιθες μεταμορφωθήκανε σε Γιαπωνέζους καμικάζι. Γέμισαν τ’ αβγά τους και το κρέας τους με καρκινικά οξέα. Κι άρχισαν να δηλητηριάζουν και να οδηγούν σ’ αργό θάνατο όποιους τους είχαν εκμεταλλευτεί για σειρά από χρόνια. Ο καρκίνος έτρωγε και τις ίδιες τους τις σάρκες, μα δεν τις ένοιαζε. Με το θάνατό τους κατέτρωγαν και τη σάρκα του προαγωγού, που τόσους αιώνες τις έβγαζε στο πεζοδρόμιο και «ρουφούσε» ως όρνιο αδηφάγο τον καθημερινό τους μόχθο.
Δεν σκοτίζονταν καθόλου. Τώρα, αυτές ήσαν από πάνω με το μαστίγιο κι ο νταβατζής έτρεχε πανικόβλητος να κρυφτεί για τις ανομίες του. Στενοχωριούνταν, βέβαια, που η αρρώστια ξέκανε πολλές από δαύτες και κάμποσους αμέριμνους αθώους ανθρώπους. Παρηγοριά, όμως, έπαιρναν βλέποντας στα ανθρώπινα λεξικά πως έπαψε «κότα» σημαίνει «άνους» και για το νέο λήμμα, που τις έκανε υπερήφανες να συνεχίζουν μέχρις εσχάτων τον αγώνα, περί «ορνίθων των σαρκοφάγων»…Παύοντας να ‘ναι πια «πουλερικά για (ξε)πούλημα»…
* Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής του Α.Π.Θ., φιλόλογος, Msc Διαχ/σης Πολιτιστικής Κληρονομιάς