Χιλιοτραγουδισμένο το Ρέθυμνο για τα κάλλη του και τις ομορφιές του. Όμορφο, αρχοντικό, γοητευτικό, κοσμοπολίτικο. Με τα γραφικά σοκάκια του, τις πλατείες του, τις αυλές του, τις μοναδικές αρχιτεκτονικές του και τις υπέροχες παραλίες, ικανοποιεί και τα πιο απαιτητικά γούστα. Άνθρωποι από όλο τον κόσμο, το επιλέγουν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Κι αρκεί να ‘ρθουν μια φορά για να τ’ αγαπήσουν για πάντα. Αναζητούν και περπατούν σε κάθε στενό σοκάκι του, μαθαίνουν για κάθε μνημείο, κάθε τοπίο του. Μαθαίνουν την ιστορία της πόλης, παλιά και σύγχρονη. Γοητεύονται και συνήθως, οι περισσότεροι ξανάρχονται…
Αλήθεια, εμείς που το περπατάμε το Ρέθυμνο κάθε μέρα, πόσο σημασία δίνουμε σε όλα αυτά; Πόσο δεν αφήνουμε την ρουτίνα να επηρεάσει τα ερεθίσματα που μας δίνει καθημερινά; Ας ξανακάνουμε λοιπόν μια βόλτα, αφήνοντας τις έγνοιες κατά μέρος, απολαμβάνοντας κάποιες από τις υπέροχες παραστάσεις που απλόχερα μας δίνει η όμορφη πόλη.
Ξεκινάμε λοιπόν τη σημερινή μας βόλτα από το ενετικό λιμανάκι. Δημιούργημα των Ενετών τον 13ο αιώνα. Λόγω των σκαφών και των ψαροκάικων βέβαια, τα νερά στον ευρύτερο χώρο του λιμανιού δεν είναι κατάλληλα για βουτιές, είναι όμως απόλαυση για τα μάτια.
Η γραφικότητά του όμως είναι μοναδική. Με φόντο τον φάρο, απλώνονται η μία μετά την άλλη, ψαροταβέρνες. Τιμές για όλα τα βαλάντια, οι οποίες αντιστοιχίζονται και με τις ανάλογες γαστρονομικές απολαύσεις. Είναι εντυπωσιακή η ομοιομορφία των ενετικών κτιρίων που αναπτύσσονται κατά μήκος του λιμανιού, καθιστώντας το μοναδικά γραφικό. Ταυτόχρονα, η εικόνα των ψαρότρατων που σχεδόν αιωρούνται στην επιφάνεια των ήρεμων νερών, προσφέρει χαλάρωση και ευεξία.
Έπειτα, στρίβουμε απλά το βλέμμα μας προς τα πίσω, όπου απλώνεται επιβλητικά πάνω στο λόφο του Παλαιόκαστρου, το ενετικό φρούριο Φορτέτζα. Αυστηρό και δωρικό κατασκευασμένο από τους Ενετούς το 1573, στέκει αγέρωχο και εντυπωσιακό, χωρίς να χάνει διόλου από την αίγλη του. Η τούρκικη απειλή και η εξέλιξη των πυροβόλων όπλων, μετά την ανακάλυψη και ευρεία διάδοση της πυρίτιδας, συντέλεσαν ώστε να αποφασίσει η Βενετία τη στρατιωτική και αμυντική οργάνωση της Κρήτης, δημιουργώντας την Φορτέτζα. Χτίστηκε λοιπόν, σύμφωνα με το προμαχωνικό σύστημα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, δηλαδή προμαχώνες, οι οποίοι ενώνονταν μεταξύ τους με τμήματα ευθύγραμμων τειχών με μεγάλο πλάτος και με κλίση εξωτερικά ώστε να εξοστρακίζονται τα βλήματα των εχθρών, χωρίς να προκαλούν φθορές στο οχυρό. Στα χρόνια που χρειάστηκαν για να κτιστεί, δούλεψαν αγγαρεία 107.142 Κρητικοί και 40.205 επιταγμένα ζώα, ενώ αναφέρεται ότι υπεύθυνος για το χτίσιμο ήταν ο πρωτομάστορας Γ. Σκορδύλης. Το φρούριο μένει ζωντανό, καθώς στεγάζει το θέατρο «Ερωφίλη», όπου το καλοκαίρι φιλοξενεί πλήθος παραστάσεων, μουσικών και θεατρικών.
Στη συνέχεια, στρέφοντας το βλέμμα μας από την άλλη μεριά, διακρίνουμε την Ενετική Λότζια. Η Λότζια, λειτουργούσε ως χώρος συναντήσεως των Ενετών ευγενών και τιμαριούχων, ένα είδος λέσχης αξιωματικών, αν κάνουμε την αναγωγή στα σημερινά δεδομένα. Εκεί λοιπόν πραγματοποιούνταν πολιτικές συζητήσεις και διεκπεραιώνονταν εμπορικές συναλλαγές. Σήμερα, ανήκει στο υπουργείο Πολιτισμού και στεγάζει το παράρτημα του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Αρχαιοτήτων και αποτελεί πωλητήριο μουσειακών αντιγράφων. Μελανά σημεία στην προβολή του μνημείου, αποτελούν η έλλειψη πινακίδων, που θα ενημέρωναν τους ταξιδιώτες για την ιστορία του, καθώς και η άσχημη εντύπωση που δημιουργεί η εικόνα του στύλου της Δ.Ε.Η. με τα καλώδια υψηλής τάσης, που βρίσκεται δίπλα, καθώς και το περίπτερο, μπροστά του, το οποίο «κόβει» από τη θέα του επισκέπτη το μνημείο.
Προχωρώντας ευθείας την βόλτα μας, επί της οδού Παλαιολόγου, γεμάτη με εμπορικά καταστήματα, διακρίνουμε στο τέλος, στην πλατεία του «Πλάτανου», την Κρήνη Ριμόντι. Χτίστηκε το 1626 από τον Ενετό Ρέκτορα (Βενετό διοικητή) του Ρεθύμνου Α. Ριμόντι, από τον οποίο πήρε και το όνομά της, με σκοπό να παρέχει πόσιμο νερό στους πολίτες. Δροσερό νερό τρέχει αιώνες από τρεις κρουνούς σχήματος λεοντοκεφαλής, καταλήγοντας σε αντίστοιχες τρεις γούρνες. Τέλος, στο κέντρο μαγνητίζει τα βλέμματα το οικόσημο των Ριμόντι.
Προχωρούμε στην οδό Πετυχάκη και στην πρώτη διασταύρωση με την Εμμανουήλ Βερνάρδου, συναντάμε το σημερινό Ωδείο. Μία αίθουσα μουσικής με τρεις τρούλους εκ των οποίων, ο ένας αποτελεί την σκηνή. Το επιβλητικό αυτό κτίσμα, επί Ενετοκρατίας ήταν ο ναός της Santa Maria, της Παναγίας των Αυγουστινιανών. To 1657, μετατράπηκε σε τζαμί από τον σουλτάνο Γαζή Χουσεΐν Πασά. Την περίοδο εκείνη αντικαταστάθηκε και η κεραμοσκεπή του ενετικού ναού, από τους τρεις τρούλους, καθώς επίσης προσετέθη και ο μιναρές. Ειδικότερα, το 1890 πραγματοποιήθηκε η ανέγερση του Μιναρέ, σε σχέδια του ξακουστού Ρεθυμνιώτη μηχανικού Γεωργίου Δασκαλάκη. Σήμερα στον Μιναρέ, πραγματοποιείται η αρχιτεκτονική αποκατάστασή του και το μεγαλύτερο τμήμα του έχει αφαιρεθεί. Ονομάζεται ακόμα και Νερατζέ Τζαμί και φήμες θέλουν να πήρε αυτό το όνομα, από μία νερατζιά, που υπήρχε στον παρακείμενο χώρο.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στο αριστερό μας χέρι, σε ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα αστικής κατοικίας της ενετοκρατίας, στεγάζεται σήμερα, από το 1973, το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου. Οι εκθεσιακοί χώροι του Μουσείου (μόνιμη έκθεση) εκτείνονται σε πέντε αίθουσες και περιλαμβάνουν κυρίως αντικείμενα της παραδοσιακής χειροτεχνίας και λαϊκής τέχνης. Η ατμόσφαιρα του βενετσιάνικου κτιρίου παρέχει την καλύτερη εγγύηση για την απόλαυση των εκθέσεων, ενώ ταυτόχρονα η ύπαρξη του μουσείου, συμβάλλει στην προστασία και συντήρησή του.
Προχωρώντας και ακολουθώντας το μακρύ στενό, συναντάμε στο τέλος του, την κομψή και καλαίσθητη εκκλησία της Κυρίας των Αγγέλων ή «Μικρή Παναγία», σε αντιπαραβολή με τη «Μεγάλη Παναγία», δηλαδή τον μητροπολιτικό ναό του Ρεθύμνου. Κτίστηκε από το τάγμα των Δομινικανών στα τέλη της Ενετικής περιόδου, και ήταν αφιερωμένη στην Μαρία την Μαγδαληνή. Στα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας, ο ναός είχε αφεθεί για λατρεία στους χριστιανούς. Αργότερα όμως, οι Τούρκοι την μετέτρεψαν σε τζαμί με την προσθήκη μιχράμπ, δηλαδή κόγχης προσευχής και μιναρέ, η κορυφή του οποίου, έπειτα έπεσε. Από το 1917 λειτουργεί ως ορθόδοξη εκκλησία αφιερωμένη στην Κυρία των Αγγέλων, την Παναγία.
Κλείνοντας τη σημερινή μας βόλτα, βγαίνουμε στην Εθνικής Αντιστάσεως, όπου κινούμαστε προς την Πύλη Guora ή Μεγάλη Πόρτα, που ανοίγει τον δρόμο για τα εμπορικά καταστήματα της πόλης. Αν και στο χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει, έχει υποστεί αρκετές μετατροπές, αποτελούσε την κεντρική είσοδο των οχυρώσεων μετά την επέκταση του οικισμού του Ρεθύμνου, οχυρώσεις οι οποίες χτίστηκαν στο διάστημα μεταξύ 1540 και 1570. Εξαιτίας της συνεχούς επέκτασης του οικισμού μετά την τούρκικη κατάληψη, σταδιακά γκρεμιζόταν, για να μετατραπεί σε κατοικήσιμο χώρο. Σήμερα, σώζεται μόνο το εσωτερικό μέρος της πύλης.
Στον απολογισμό της μικρής μας βόλτας, αφαιρώντας τη γλυκιά μικρή κούραση της πεζοπορίας, νοιώθουμε αποζημιωμένοι και γοητευμένοι από τα μνημεία του παρελθόντος.
Το Ρέθυμνο βέβαια, δεν σταματά να μας προκαλεί και να μας προσκαλεί να το γνωρίσουμε καλύτερα, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, κυρίως εμάς που από τύχη βρεθήκαμε εδώ. Γιατί τα παραπάνω, ήταν λίγα μόνο από τα πολλά μνημεία της πόλης που σηματοδοτούν την ιστορία του στο πέρασμα του χρόνου και της δίνουν την μοναδική φυσιογνωμία, αυτή που την κάνουν να ξεχωρίζει.