Μικρά Ασία, το 1921-1922
ΠΟΛΕΜΟΙ
Του ΜΑΝΟΛΗ ΕΜΜ. ΠΙΤΕΡΗ
Έλληνες παρέμειναν άρρωστοι ή τραυματίες σε νοσοκομεία και άλλοι αιχμάλωτοι στα καταναγκαστικά έργα των Τούρκων. Ένας από αυτούς τους στρατιώτες ήταν ο αιχμάλωτος, Λοχίας τότε, ο Μανώλης Τεκονάκης από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου. Η οικογένεια των Τεκονάκιδων ήταν η καλύτερη οικογένεια του χωριού. Σε αυτήν την οικογένεια ανήκαν και οι αγωνιστές και πολέμαρχοι που πολέμησαν κατά των Τούρκων επί Τουρκοκρατίας και το 1866 στην Ολοκαύτωση του Αρκαδίου μαζί με τον Ηγούμενο Γαβριήλ, επίσης και αυτός από τις Μαργαρίτες. Ο Μανώλης Τεκονάκης είχε άλλα τρία αδέλφια, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Ο πατέρας τους ήταν γεωργός και η μητέρα τους ασχολούνταν με οικιακά. Ήταν και οι δύο σπουδαίοι άνθρωποι. Ο Μανώλης ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Έφυγε όμως στρατιώτης στα 22 του χρόνια, υπέστη όλη την ταλαιπωρία της αιχμαλωσίας στη Μικρά Ασία. Και όταν γύρισε στο χωριό εργαζόταν στην αγγειοπλαστική. Εγώ βέβαια τον γνώρισα στην εφηβική μου ηλικία και μου τα διηγήθηκε όλα με κάθε λεπτομέρεια, ώρες και ημέρες.
Ήταν απόγευμα Κυριακής που έφυγαν και άλλα παιδιά στρατιώτες.
Το χωριό παρουσίαζε όψη τραγική, επαναλάμβανε, δεν αντέχω να τα διηγούμαι. Όμως ο ηρωισμός και η μεγαλοψυχία που τον διέκρινε αυτόν τον άνθρωπο, με απόλυτη ικανοποίηση μπορούσες να τον ακούς μέρες και ώρες.
Μετά την κατάρρευση του μετώπου όλος ο στρατός γύρισε στην πατρίδα του. Βέβαια ανάμεσά τους δεν βρίσκονταν όσοι είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Τότε το χωριό του Μυλοποτάμου που λέγεται Μαργαρίτες τους περίμεναν όλους οι γονείς, τα αδέλφια και τα παιδιά. Όμως κανείς δεν ήξερε να τους πληροφορήσει για την κατάστασή τους και έτσι μετά από μερικές ημέρες ντύθηκαν όλοι στα μαύρα και η δυστυχισμένη μάνα θρηνούσε πάντα τον χαμό του παιδιού της.
Μετά δεκαπέντε χρόνια κατάφερε και ήρθε στο χωριό, όλα ήταν νεκρά και παραμελημένα, λυπημένα, μελαγχολικά μια νεκρική ερημία βασίλευε. Τα μάτια του θάμπωσαν, τα πόδια του έτρεμαν και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά να σπάσει. Θέλησε να φωνάξει μα δεν μπορούσε, ένας δυνατός πόνος έπνιξε τη φωνή του και παραλίγο να πέσει στο χώμα. Βαστήχτηκε από έναν τοίχο και προχώρησε σιγά – σιγά και κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα κάτω από τη μουριά, εκεί που άλλοτε έπαιζε σαν ήταν παιδί.
Περνούσαν όλοι και τον κοίταζαν περίεργα και με αμηχανία.
Αυτός δεν έβλεπε κανέναν γιατί το δάκρυ του είχε θαμπώσει το φως του. Κάποια στιγμή είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα να τον πλησιάζει. Έντονα ρίγη συγκίνησης διαπέρασαν το κορμί του, ανατρίχιασε σύγκορμος. Έπιασε τα χέρια της ηλικιωμένης γυναίκας, τα χάιδεψε με πόνο και τα κράτησε σφιχτά, τότε αισθάνθηκε πως ήταν τα χέρια που τον ανάθρεψαν, τον τάισαν, τον μεγάλωσαν και τον έκαναν παλικάρι. Πετάχτηκε σαν ελατήριο επάνω, αγκάλιασε δυνατά τη γυναίκα αυτή και φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του: «Μάνα μου, εγώ είμαι ο Μανώλης σου, εγώ είμαι το παιδί σου» και έπεσε λιπόθυμος. Το ίδιο συνέβη και στη δύστυχη μάνα και αυτή λιποθύμησε μαζί του. Ημέρες πολλές διάβηκαν για να συνέλθει η οικογένεια του Τεκονάκη. Αυτό το αποκορύφωμα είχε το τραγικό γεγονός που έζησε αυτή η οικογένεια εκείνα τα χρόνια που έμοιαζαν σαν παραμύθι, ενώ όλα συνέβησαν στην πραγματικότητα.